Η παρουσίαση του βιβλίου της Δρ. Φωτεινής Βενιέρη στην Ξάνθη και οι πολλαπλές διαστάσεις του Μουσειακού Θεάτρου
Η εκδήλωση εντάχθηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου «Μια ντουλάπα, τρεις πόλεις, μια ιστορία: Γιουδά Χαΐμ Περαχιά και μουσειακό θέατρο» και προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στους συμμετέχοντες να εμβαθύνουν στην έννοια του μουσειακού θεάτρου
Το Σάββατο 9 Νοεμβρίου, στον χώρο της Παστάλι ΑΜΚΕ στην Παλιά Χρύσα Ξάνθης, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του βιβλίου της Δρ. Φωτεινής Βενιέρη, με τίτλο «Μουσειακό Θέατρο: Ιστορία, Θεωρία, Εφαρμογές». Η εκδήλωση εντάχθηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου «Μια ντουλάπα, τρεις πόλεις, μια ιστορία: Γιουδά Χαΐμ Περαχιά και μουσειακό θέατρο» και προσέφερε μια μοναδική ευκαιρία στους συμμετέχοντες να εμβαθύνουν στην έννοια του μουσειακού θεάτρου και τις εφαρμογές του στα σύγχρονα μουσεία.
Η παρουσίαση του βιβλίου ανατέθηκε στη βιομηχανική αρχαιολόγο-μουσειολόγο Μαρία Πετρά, την ηθοποιό-εκπαιδευτικό Ευγενία Πανταζόγλου και την συνιδρύτρια της Heterotopia, Rebecca Shelley, οι οποίες, με τις εμπεριστατωμένες τοποθετήσεις τους, ανέδειξαν τις ποικίλες θεωρητικές και πρακτικές διαστάσεις του μουσειακού θεάτρου.
Το μουσειακό θέατρο, όπως σημείωσε η ίδια η συγγραφέας, δεν είναι απλώς μια μορφή θεατρικής παράστασης, αλλά μια στρατηγική που ενσωματώνει τη βιωματική και κριτική προσέγγιση του πολιτιστικού υλικού, ενθαρρύνοντας τη διαρκή αλληλεπίδραση μεταξύ του κοινού και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Αρχικά, τον λόγο πήρε ο υποψήφιος διδάκτορας Αρχιτεκτονικής, Νίκος Κοσμίδης, ο οποίος ανέφερε την έως τώρα πορεία του σεμιναρίου «Μια ντουλάπα, τρεις πόλεις, μια ιστορία» και πώς έχει εξελιχθεί και συνεχίζει να εξελίσσεται, δίνοντας τα κύρια σημεία της πορείας του μέχρι τώρα.
Ο ρόλος του ηθοποιού στο μουσειακό θέατρο είναι πολύ απαιτητικός
Η Ευγενία Πανταζόγλου ξεκίνησε την ομιλία της αναφέροντας τη σημασία του βιβλίου της Φωτεινής Βενιέρη για το Μουσειακό Θέατρο, το οποίο συνδυάζει θεωρητικές προσεγγίσεις και πρακτικά βήματα για την υλοποίηση μιας παράστασης.
Η κ. Πανταζόγλου, με την εμπειρία της ως ηθοποιός και εκπαιδευτικός, ανέλυσε τον ιδιαίτερο ρόλο του ηθοποιού στο μουσειακό θέατρο, σημειώνοντας ότι είναι «πολύ απαιτητικός, καθώς η γνώση της ιστορίας και των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών συνθηκών της εποχής είναι απαραίτητες». Σύμφωνα με την ίδια, ο/η ηθοποιός πρέπει να είναι έτοιμος να απαντήσει με γνώση και ετοιμότητα, καθώς το κοινό καλείται να συμμετέχει ενεργά στην παράσταση, να σκέφτεται κριτικά και να αλληλεπιδρά με το έργο. Αντίθετα με το παραδοσιακό θέατρο, όπου η συγκίνηση και η ατμόσφαιρα παίζουν κεντρικό ρόλο, στο μουσειακό θέατρο η έμφαση δίνεται στην έρευνα και στην ενεργή συμμετοχή του κοινού. «Ο ηθοποιός του μουσειακού θεάτρου πρέπει να είναι ερευνητής και παιδαγωγός», είπε χαρακτηριστικά.
Η κ. Πανταζόγλου μοιράστηκε τη δική της εμπειρία από την παράσταση «Προσεχώς πόλεμος 416 π.Χ.», όπου η ομάδα έδωσε φωνή σε μια γυναίκα που δεν υπήρχε στα επίσημα ιστορικά αφηγήματα, την Αλκμήνη. Η παράσταση, η οποία πραγματεύεται τη φρίκη του πολέμου και την προσφυγιά, συνδύασε στοιχεία του παρελθόντος με το παρόν, προκαλώντας το κοινό να αναλογιστεί τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες του πολέμου. Η ίδια επεσήμανε πως η παράσταση ενσωμάτωσε τα κοινωνικά ζητήματα με τρόπο που ενίσχυσε την ενεργητική συμμετοχή του κοινού: «Δώσαμε φωνή σε μια γυναίκα που ήταν κλεισμένη στο σπίτι της, περιμένοντας την απόφαση για τον πόλεμο», είπε.
Αναφερόμενη στην αντίδραση του κοινού, η κ. Πανταζόγλου τόνισε ότι το μουσειακό θέατρο μπορεί να προκαλέσει έντονη συζήτηση και να ενεργοποιήσει τη σκέψη του κοινού για αμφιλεγόμενα ζητήματα. «Η σπίθα που προκάλεσε η παράσταση αποδεικνύει ότι μέσα από το μουσειακό θέατρο μπορούμε να προβληματιστούμε για δύσκολα ζητήματα και να αναζητήσουμε νέες αφηγήσεις της ιστορίας», συμπλήρωσε.
Η συγγραφέας προχωρά στη συστηματική εφαρμογή των θεωριών του μουσειακού θεάτρου, εξηγώντας πώς μπορεί να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί μέσα από τις κοινωνικές προκλήσεις που θέτει
Η Rebecca Shelley εξήγησε τη βαθιά της γνώση και τη βιωματική εμπειρία με το έργο που η Φωτεινή έχει αναπτύξει στον τομέα του μουσειακού θεάτρου. Παράλληλα, αναγνώρισε το όραμα και την προσπάθεια της συγγραφέως να εισαγάγει το μουσειακό θέατρο στο ελληνικό κοινό, αναφέροντας ότι «γνωρίζω το έργο της βιωματικά και είναι σαν να το έχω διαβάσει».
Η κ. Shelley, υπογραμμίζοντας τη συστηματική και εκτενή βιβλιογραφική γνώση της δρ. Βενιέρη για το μουσειακό θέατρο, εξήγησε ότι το έργο αυτό βασίζεται στην εμπειρία της συγγραφέως από την προσπάθεια προσαρμογής του μουσειακού θεάτρου στη σύγχρονη ελληνική πολιτισμική συνάφεια.
Στη συνέχεια, η Shelley παρουσίασε τέσσερα κύρια σημεία που αναπτύσσει το βιβλίο:
- Η ίδρυση του Μουσειακού Θεάτρου: Η κ. Βενιέρη τοποθετεί την ίδρυση του μουσειακού θεάτρου στον 19ο αιώνα, παρουσιάζοντας πώς εξελίχθηκε παράλληλα με τη νέα μουσειολογική οπτική που το διαμόρφωσε.
- Η μοναδικότητα του Μουσειακού Θεάτρου: Η συγγραφέας τοποθετεί το μουσειακό θέατρο μέσα στην ευρύτερη παραγωγή πνεύματος και πολιτισμού, δίνοντας έμφαση στη μοναδικότητά του ως καλλιτεχνική και εκπαιδευτική φόρμα.
- Το ζήτημα του Μουσειακού Θεάτρου: Το βιβλίο εξετάζει το μουσειακό θέατρο ως ένα ζήτημα προβληματισμού, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις που το συνοδεύουν, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
- Η απομάγευση του Μουσειακού Θεάτρου: Ένα κεντρικό σημείο του βιβλίου είναι η ανάγκη να «απομαγευτεί» το μουσειακό θέατρο και να γίνει πιο ουσιαστικό, μέσω της αποδοχής της πραγματικότητας και της κριτικής προσέγγισης.
Η κ. Shelley σημείωσε επίσης ότι η συγγραφέας προχωρά στη συστηματική εφαρμογή των θεωριών του μουσειακού θεάτρου, εξηγώντας πώς μπορεί να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί μέσα από τις κοινωνικές προκλήσεις που θέτει. Σημείωσε, μάλιστα, ότι η δρ. Βενιέρη είναι απόλυτα ειλικρινής σχετικά με τις δυσκολίες και τα σύνθετα κοινωνικά ζητήματα που επηρεάζουν τη σύγχρονη αντίληψη του μουσειακού θεάτρου.
Μέσω του μουσειακού θεάτρου, το κοινό έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος
Η Μαρία Πετρά, βιομηχανική αρχαιολόγος και εκπρόσωπος της «ΠΑΣΤΑΛΙ ΑΜΚΕ», υπογράμμισε την αξία που έχει το βιβλίο αυτό για τον πολιτισμό, καθώς και την κοινωνική κριτική που εισάγει. Τόνισε ότι το βιβλίο είναι ιδιαίτερα επίκαιρο, καθώς «προσπαθεί να εμπλέξει το κοινό με μεγάλη ένταση» και να το εντάξει ενεργά σε ένα κοινωνικό και ιστορικό αφήγημα.
Η κ. Πετρά περιέγραψε το μουσειακό θέατρο όχι ως μια απλή αφήγηση από έναν ικανό ηθοποιό, αλλά ως μια δυναμική και απρόβλεπτη αλληλεπίδραση με το κοινό, όπου ο ηθοποιός καλείται να είναι «πολύ εύστροφος» για να διαχειριστεί ακόμη και απρόσμενες αντιδράσεις από τους θεατές. Μέσω του μουσειακού θεάτρου, πρόσθεσε, το κοινό έχει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος, κάτι που θεωρεί πολύ σημαντικό για τη σύγχρονη μουσειολογία.
Η κ. Πετρά αναφέρθηκε επίσης στη σημασία του μουσειακού θεάτρου για την περιοχή της Ξάνθης, η οποία φέρει ένα πλούσιο παραγωγικό παρελθόν, συχνά ωραιοποιημένο στη συλλογική μνήμη. Αντίθετα, το μουσειακό θέατρο μπορεί να διαχειριστεί αυτές τις μνήμες και να βοηθήσει την κοινότητα να αντιμετωπίσει παραγωγικά τραύματα, ειδικά εκείνα που αφορούν την συνεταιριστική κληρονομιά και τα προβλήματα που προέκυψαν από την κατάρρευση των συνεταιρισμών, όπως η δυσκολία συνεργασίας.
Η κ. Πετρά υπογράμμισε ότι το βιβλίο εκλαϊκεύει την ιστορία του μουσειακού θεάτρου, που στόχο έχει να δώσει φωνή στις ιστορίες των πιο αδύναμων, εμπλέκοντας το κοινό σε μια διαδικασία ταύτισης με το παρελθόν και ενθαρρύνοντάς το να αναλάβει ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας που βιώνει.
Το μουσειακό θέατρο είναι μια στρατηγική που ενσωματώνει τη βιωματική και κριτική προσέγγιση του πολιτιστικού υλικού
Η Δρ. Φωτεινή Βενιέρη, εμβαθύνει στη σύγχρονη έννοια και εφαρμογή του μουσειακού θεάτρου στην Ελλάδα, αναφέροντας πως αν και στο εξωτερικό είναι ήδη «ένα δυναμικό και ανεπτυγμένο πεδίο», στη χώρα μας «κάνει τα πρώτα του βήματα». Το έργο της στοχεύει να αναλύσει τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά τα εργαλεία, τη δυναμική, και τις προοπτικές του μουσειακού θεάτρου, καλύπτοντας κάθε θεματική σε οκτώ εκτενή κεφάλαια.
Στο πρώτο κεφάλαιο, εξηγεί, εξετάζεται η σχέση ανάμεσα στα μουσεία και το θέατρο, τις δυνατότητες και τα προβλήματα που εγείρονται από τον συνδυασμό τους. Όπως υπογραμμίζει, το βιβλίο εστιάζει στις βασικές αρχές και τις νέες οπτικές αυτής της διασύνδεσης, τονίζοντας πως το θέατρο μέσα στο μουσείο μπορεί να προσφέρει μια νέα εμπειρία στο κοινό, μετατρέποντας τους θεατές σε ενεργούς συμμετέχοντες της ιστορίας.
Προχωρώντας, στο δεύτερο κεφάλαιο καταγράφεται η ιστορία του μουσειακού θεάτρου από τις πρώτες του εφαρμογές μέχρι και σήμερα, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο, η συγγραφέας αναφέρεται στις βασικές θεωρητικές αρχές που το διέπουν, όπως το ζήτημα της αυθεντικότητας και η έννοια της πολιτισμικής κληρονομιάς. Εδώ, σύμφωνα με τη Δρ. Βενιέρη, αναλύεται ο προβληματισμός για το αν το μουσειακό θέατρο λειτουργεί αποκλειστικά ως μέσο εκπαίδευσης ή μπορεί να έχει ψυχαγωγικό χαρακτήρα, επιτρέποντας στο κοινό να στοχαστεί κριτικά πάνω στα εκθέματα.
Στο τέταρτο κεφάλαιο, όπως σημειώνει η συγγραφέας, γίνεται εκτενής αναφορά στο θέατρο ως εργαλείο ανάπτυξης των μουσειακών αφηγημάτων. «Δεν είναι τυχαίο», λέει η ίδια, «ότι το θέατρο, σε αντίθεση με άλλες επιτελεστικές τέχνες, μπορεί να προωθήσει τον αναστοχασμό, ενώ μπορεί εξίσου να χρησιμοποιηθεί και για χειραγώγηση», καταδεικνύοντας τη διττή φύση του θεάτρου.
Στη συνέχεια, το πέμπτο κεφάλαιο αφορά τα εργαλεία του μουσειακού θεάτρου. Εκεί αναλύονται «τα εργαλεία που γνωρίζουμε ότι φέρνουν αποτελέσματα» στην αφήγηση, τη σωματική συμπεριφορά και τη σκηνική ερμηνεία. Το έκτο κεφάλαιο εστιάζει στο πώς προσλαμβάνει το κοινό το μουσειακό θέατρο, προσπαθώντας να κατανοήσει τους παράγοντες που διαμορφώνουν την αντίληψη των θεατών για το θεατρικό δρώμενο και την ιστορική εμπειρία που αποκομίζουν.
Στα επόμενα κεφάλαια, η Δρ. Βενιέρη παραθέτει παραδείγματα από εφαρμογές μουσειακού θεάτρου σε ελληνικά μουσεία, εξηγώντας το πώς οι δράσεις αυτές βοήθησαν το κοινό να εμπλακεί κριτικά με το ιστορικό πλαίσιο. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με ένα εκτενές παράδειγμα από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, όπου παρουσιάζεται μια αναλυτική διαδικασία σχεδιασμού και αξιολόγησης, υποδεικνύοντας, όπως δηλώνει η ίδια, «κατά πόσο και με ποιον τρόπο αυτό το είδος θεάτρου μπορεί να προωθήσει την κριτική εμπλοκή του κοινού και να δημιουργήσει ερωτήματα».