Μια ανάλυση του ρόλου της θρησκείας στις πολεμικές συγκρούσεις και της ηθικής του «δίκαιου πολέμου» μέσα από τα ματιά του Νίκου Κοσμίδη
Την Δευτέρα 11 Νοεμβρίου θα παρουσιαστεί το βιβλίο του με τίτλο «Μάρτυρες, Μαρτύριο και Προφητική Μαρτυρία» στην εκδήλωση «Πόλεμος, Πολιτική και Θρησκεία» στις 18:30 στο ΙΘΤΠ
Η σύνδεση του πολέμου, της πολιτικής και της θρησκείας αποτελούσε πάντα ένα σύνθετο και ακανθώδες ζήτημα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Η θρησκεία, συχνά χρησιμοποιούμενη ως εργαλείο δικαιολόγησης της βίας, έπαιξε σημαντικό ρόλο στις κοινωνίες που βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτών των συγκρούσεων.
Ο συγγραφέας και υπ. διδάκτορας Αρχιτεκτονικής, Νίκος Κοσμίδης, αναλύει τα συγκεκριμένα ζητήματα στο βιβλίο του «Μάρτυρες, Μαρτύριο και Προφητική Μαρτυρία», όπου θα παρουσιαστεί στην επικείμενη εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 11 Νοεμβρίου με θέμα «Πόλεμος, Πολιτική και Θρησκεία», ο κ. Κοσμίδης συζητά στο «Ε» για τον ρόλο της θρησκείας στον πόλεμο, την ηθική του «δίκαιου πολέμου» και την ανάγκη για προφητική μαρτυρία ειρήνης, προσφέροντας έναν νέο φακό για την κατανόηση της ιστορίας και των σύγχρονων προκλήσεων που συνδέονται με τον πόλεμο και τη θρησκεία.
Η εκδήλωση με θέμα «Πόλεμος, Πολιτική και Θρησκεία» πραγματοποιείται συμβολικά την Ημέρα Ανακωχής. Ποια είναι η σημασία αυτής της ημέρας για εσάς και πώς σχετίζεται με το βιβλίο σας;
Είναι αλήθεια πως η ημέρα λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δε τυγχάνει ευρείας αναγνώρισης στην Ελλάδα, παρά και τη δική μας -συντομότερη έστω- εμπλοκή σε αυτόν. Ενδεχομένως να ευθύνεται το βάρος του ερωτήματος της ίδιας της συμμετοχής ή μη συμμετοχής που συνοψίζεται στον λεγόμενο Εθνικό Διχασμό ο οποίος και μας στιγμάτισε ιστορικά, και βέβαια το φορτίο του μεγαλύτερου τραύματος που το 1922 σηματοδοτεί για τον Ελληνισμό.
Όταν αναφερόμαστε, πάντως, στον Μεγάλο Πόλεμο, κυρίως σκεφτόμαστε εικόνες από το Δυτικό Μέτωπο. Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία, αποτέλεσαν ισχυρά εργαλεία διάσωσης και προαγωγής της μνήμης της φρίκης του Α’ ΠΠ. Η συμπλήρωση την περασμένη δεκαετία 100 ετών από την έναρξη και τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, είχε προκαλέσει μια αξιοσημείωτη και μάλλον μη αναμενόμενη ευρεία αναθέρμανση για τη μελέτη του σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η δική μου ουσιαστικότερη σχέση με την ιστορία του Α’ ΠΠ ξεκίνησε το 2010, όταν σε επίσκεψη στη Μελβούρνη βρέθηκα προσκεκλημένος σε τελετή στο «Ιερό της Μνήμης». Ένα μεγαλειώδες μνημείο για τους νεκρούς Αυστραλούς του Α’ ΠΠ, χιλιάδες εκ των οποίων σκοτώθηκαν στη Μάχη της Καλλίπολης, μόλις 180 χιλιόμετρα από τα σημερινά ελληνοτουρκικά σύνορα. Πρέπει να αναφέρω και την έρευνα πεδίου που είχα διεξάγει το 2018 στη Φλάνδρα, όπου είδα από κοντά το χωρικό αποτύπωμα των μαχών των χαρακωμάτων, μέσα από τη θέαση και των δεκάδων χιλιάδων στρατιωτικών τάφων. Τότε αποφάσισα να αφιερώσω τις θεολογικές μου σπουδές, τις οποίες πραγματοποιούσα εκείνη την περίοδο, στη σχέση θρησκευτικής πίστης και πολεμικής βίας. Μια έρευνα η οποία εξελίχθηκε στο διδακτορικό το οποίο σήμερα εκπονώ στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων-Μηχανικών του ΔΠΘ, με επιβλέποντα τον καθηγητή Γιάννη Κολοκοτρώνη.
Η εκδήλωση τονίζει τη σχέση πολέμου και θρησκείας. Στο βιβλίο σας, πώς αναλύετε την εργαλειοποίηση της θρησκείας κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων;
Η όλη έρευνα προσπάθησε να διερευνήσει και να αποτυπώσει, μέσα από μια οικουμενική οπτική, το πώς οι χριστιανικές ομολογίες στην Ευρώπη στάθηκαν τόσο απέναντι στον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό του Α’ ΠΠ, όσο και απέναντι στην άνοδο του φασισμού-ναζισμού κατά τον Μεσοπόλεμο, καθώς και στη φυλετική θεωρία και στις δραματικές επιπτώσεις της κατά την περίοδο του Τρίτου Ράιχ.
Η οργανωμένη θρησκευτική ζωή ως στοιχείο του κυριάρχου εποικοδομήματος, για να θυμηθούμε και την μαρξική κοινωνική θεωρία, ασφαλώς συμβάλει στη διαμόρφωση της αντίληψης του κοινωνικού υποκειμένου-πιστού. Ακριβώς επειδή ο πιστός δεν είναι μόνο μέλος της θρησκευτικής του κοινότητας αλλά και μέλος της κοινωνίας, η πνευματική ανάγνωση που αποκτά ως προς την ιστορία, τους θεσμούς εξουσίας, τις κοινωνικές σχέσεις, τις σχέσεις αδικίας κλτ, επιδρά στην εξέλιξή της. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια των δύο ΠΠ, οι θρησκευτικές κοινότητες και ιδιαίτερα οι χριστιανικές ομολογίες, κλήθηκαν να σταθούν απέναντι σε φαινόμενα τα οποία ναι μεν τις ξεπερνούσαν αλλά την ίδια στιγμή τελούσαν σε διαλογική σχέση μαζί τους ως προς το πώς αυτές θα απαντούσαν. Ιδιαίτερα όταν απαιτήθηκε η μαζική κινητοποίηση ολόκληρων κοινωνιών και εθνών μέσω διαδικασιών επιστράτευσης ή η κοινωνική εμπέδωση μιας προπαγάνδας για την ύπαρξη ενός «εχθρού», ο οποίος έπρεπε να εκλείψει με κάθε μέσο και τρόπο.
Το βιβλίο σας κάνει λόγο για τη θεολογία του δίκαιου πολέμου και την «προφητική» μαρτυρία ειρήνης. Ποιες είναι οι βασικές γραμμές της θεολογικής αυτής προσέγγισης και πώς μπορεί να επηρεάσει τον σημερινό διάλογο για την ειρήνη;
Το ερώτημα πότε και πώς ένα πόλεμος ορίζεται ως «δίκαιος» είναι αρχαιότατο και προηγείται της χριστιανικής θεολογίας και φιλοσοφίας. Το βιβλίο παρέχει ορισμένες βασικές αρχές στον αναγνώστη για να κατανοήσει καλύτερα αυτήν την προβληματική. Πατέρες της αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας, θεολογικοί συγγραφείς όπως ο Θωμάς Ακινάτης, εκκλησιαστικές σύνοδοι και αποφάσεις εκκλησιαστικών ηγετών, προσπάθησαν μέσα στη δισχιλιόχρονη ζωή του Χριστιανισμού να εξηγήσουν πότε ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και υπό ποιες συνθήκες ήταν «δίκαιη» η συμμετοχή των Χριστιανών σε αυτόν.
Ο δίκαιος πόλεμος γρήγορα έγινε, όμως, και «ιερός» και δεν πρέπει να μένουμε μόνο στην περίπτωση των Σταυροφοριών. Ας θυμηθούμε πώς ο αμερικανικός ευαγγελικαλισμός μιλούσε για τον επονομαζόμενο «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» ή ποιες επικλήσεις έγιναν πολύ πιο πρόσφατα, από την εκκλησιαστική ηγεσία στη Ρωσία, για να δικαιωθεί στη συνείδηση των Ορθόδοξων Ρώσων η έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Και βέβαια, η θρησκευτική δικαίωση της βίας δεν είναι στοιχείο μόνο της ιστορίας του Χριστιανισμού, του Ισλάμ ή του Ιουδαϊσμού. Πέραν του φονταμενταλισμού και της ισλαμικής τρομοκρατίας, θρησκευτική δικαίωση της βίας, π.χ. κατά θρησκευτικών μειονοτήτων, εμφανίζεται και μεταξύ ανατολικών θρησκευμάτων.
Εκτός από τη θεολογία του δίκαιου πολέμου, στην Παράδοση της Εκκλησίας και στην ιστορία του Χριστιανισμού, υπάρχει και η θεολογία της ειρήνης. Μιας Ειρήνης η οποία ξεπερνά κατά πολύ αυτό που εννοούν ως ειρήνη οι διεθνείς φορείς ή οι εξαγγελίες πολιτικών και πνευματικών ηγετών ή ανθρώπων του πολιτισμού. Αυτή τη θέαση επιχειρεί να παρουσιάσει το βιβλίο και ελπίζω ότι σε κάποιον βαθμό το καταφέρνει.
Η εκδήλωση θα συζητήσει τον τρόπο με τον οποίο πολιτικές και θρησκευτικές διαστάσεις αλληλεπιδρούν στους πολέμους. Τι θέση παίρνει το βιβλίο σας απέναντι στον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό, ιδιαίτερα στον ρόλο της Εκκλησίας;
Το βιβλίο προσπαθεί να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι στη σύγχρονη ιστορία του Χριστιανισμού στην Ευρώπη, χωρίς να υποστηρίζει μια ευρωκεντρική θέαση του. Πόσο μάλλον που σήμερα το κέντρο του μετατοπίζεται από τον αγγλοσαξονικό κόσμο προς τον Παγκόσμιο Νότο. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, πάντως, το γεγονός πως οι δύο ΠΠ ξεκίνησαν στη θεωρούμενη, τουλάχιστον μέχρι τότε, χριστιανική Ευρώπη. Το ερώτημα πώς ο αρχέγονος Χριστιανισμός από μια ριζοσπαστική εσχατολογική κοινότητα πιστών, οι οποίοι είχαν την αυτοσυνειδησία πως ήταν πάροικοι αυτού του κόσμου, φτάσαμε στη θρησκευτική δικαίωση επεκτατικών πολέμων ή τον διωγμό μειονοτήτων πληθυσμών με θρησκευτική ανοχή, παραμένει ένα μεγάλο καρφί. Ένα καρφί το οποίο συνδέεται με ένα πολύ συγκεκριμένο και διαρκώς καίριο ερώτημα: το πώς η Εκκλησία βλέπει τη σχέση της με τον κόσμο και την ιστορία. Από αυτό το σημείο ξεκινά ένας δύσκολος, επίπονος και μακρύς διάλογος.
Μπορείτε να μας μιλήσετε για παραδείγματα «προφητικής» αντίστασης κατά τη διάρκεια των Παγκοσμίων Πολέμων, όπως οι ομολογητές και μάρτυρες Edith Cavell και Ben Salmon; Τι μπορούμε να μάθουμε από το παράδειγμά τους;
Χωρίς να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες του βίου των προσώπων που αναφέρετε, οι οποίες είναι διαθέσιμες στις σελίδες του βιβλίου, θα σημειώσω μόνο πως η προφητική μαρτυρία διασώζεται, τελικά, από γυναίκες και άνδρες οι οποίοι έχοντας συναίσθηση της πίστεως την οποία επικαλούνται, στέκονται με ριζοσπαστικό και απελευθερωμένο τρόπο απέναντι σε ότι ο κόσμος θεωρεί αδύνατο και ανίκητο, ακόμα και δίκαιο, όπως π.χ. το αναφαίρετο δικαίωμα στην υπεράσπιση της σωματικής μας ακεραιότητας. Η χριστιανική πίστη, ως τρόπος ζωής, είναι ικανή να μεταμορφώσει ανθρώπους και να τους καταστήσει ελεύθερους ακόμα και αυτών των κοινών αναγκών όλων μας να αισθανόμαστε ασφαλείς, αποδεκτοί, αρεστοί και αμέριμνοι. Τα πρόσωπα που αναφέρετε είχαν την «καλή ανησυχία» σε καιρούς που οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούσαν να δουν πέρα από τα κυρίαρχα αφηγήματα ή ακόμα περισσότερο να σταθούν κριτικά απέναντί τους. Και δω πρέπει να σημειώσω πως τέτοιες μορφές συναντήθηκαν στην πορεία της ιστορίας με τον βίο άλλων προσώπων, οι οποίοι, εμφορούμενοι και αυτοί από μια απελευθερωμένη θέαση της ζωής, σημείο ενέργειας του σπερματικού λόγου, και δίψα για ειρήνη, κοινωνική δικαιοσύνη και ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων, συναντήθηκαν σε κρατητήρια και φυλακές, σε χώρους βασανισμού και εκτελέσεων ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, συνθέτοντας όλοι τους από κοινού την ιστορία ενός οικουμενικού και πανανθρώπινου μαρτυρίου.
Στη συγγραφή του βιβλίου σας, ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε όταν επιχειρούσατε να συνδέσετε τη θεολογία με την ιστορία της βίας και του πολέμου;
Νομίζω η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να ξεφύγω από την ανάγκη να δικαιώσω τις δικές μου θεολογικές, κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις. Να αφήσω δηλαδή την ιστορία, τα πρόσωπα και τα ίδια τα έργα τους να μιλήσουν. Να προσθέσω και μια πιο τεχνική πρόκληση: την απουσία σχετικής βιβλιογραφίας στα Ελληνικά, εκτός λίγων σχετικών παραδειγμάτων. Ως εκ τούτου, αποτελεί χαρά και ευθύνη το γεγονός πως το βιβλίο προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό, ανεξαρτήτως κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων, ένα οδηγό για τα θέματα τα οποία διαπραγματεύεται.
Πώς η προσωπική σας εμπειρία και η εμπλοκή σας με τις «Δράσεις Ιστορίας Μνήμης Πολιτισμού» επηρέασαν τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;
Η προετοιμασία και συγγραφή της μελέτης προηγείται της ανάπτυξης του προγράμματος. Θα έλεγα μάλιστα πως ακριβώς η πολύχρονη ενασχόληση με ανάλογα θέματα μέσα από τη συμμετοχή τόσο στον πολιτικό διάλογο, όσο και στον οργανωμένο διάλογο των χριστιανικών ομολογιών και θρησκευτικών κοινοτήτων, ενθάρρυνε την απόφαση να συσταθεί ένα πρόγραμμα το οποίο θα στόχευε στην ανάπτυξη σχετικών με την ιστορική μνήμη δράσεων.
Κεντρική θέση στη φιλοσοφία του προγράμματος έχει η διαλεκτική του πώς σχετιζόμαστε με την ιστορία και πώς διαμορφώνουμε από πλευράς μας την πορεία της, πάντα μέσω της αλληλεπίδρασης με τη χωρική και υλική αποτύπωσή της. Από το 2021, όταν και ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια, χωρίς εξωτερική οικονομική βοήθεια, μέχρι και σήμερα, έχουμε συνεργαστεί με φορείς της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, της ακαδημαϊκής και εκπαιδευτικής κοινότητας, με μαρτυρικές κοινότητες, με χώρους μνήμης και πολιτισμού από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Αυτή η προσπάθεια θα συνεχιστεί γιατί πιστεύουμε πως είναι σημαντικό η εμβάθυνση σε αυτά τα θέματα να προάγεται όχι μόνο μέσω της ανάγνωσης ενός βιβλίου ή την ακρόαση εισηγήσεων σε συνέδρια, αλλά μέσω της κοινωνικής συνεργασίας και την προαγωγή του ζωντανού διαγενεακού διαλόγου.
Στο βιβλίο σας γίνεται λόγος για τη διατήρηση της θρησκευτικής και πολιτικής ταυτότητας κατά τη διάρκεια των πολέμων. Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται σήμερα η σχέση θρησκείας και πολιτικής, και τι μπορούμε να κάνουμε για να αποφύγουμε τη χρήση της θρησκείας ως εργαλείο μίσους;
Δεν μπορώ να σας πω πως βλέπω δυνατό τον καθολικό τερματισμό της εργαλειοποίησης της θρησκείας από την πολιτική εξουσία, ιδιαίτερα σε περιόδους συγκρούσεων, αβεβαιότητας και διεθνών μεταβολών. Αυτές είναι όμορφες εξαγγελλίες αλλά αφορούν περισσότερο τα οικουμενικά ή διαθρησκειακά συνέδρια, τα οποία ασφαλώς καλώς γίνονται και πρέπει να γίνονται. Στην πράξη, όμως, διαπιστώνουμε πως δύσκολα οι αρχές αυτές επιδρούν στη ζωή της ανθρωπότητας απλά με τη διατύπωσή τους από θεσμικές φωνές. Ίσως αυτό να συμβαίνει και γιατί έχει επικρατήσει η αντίληψη πως οι μεγάλες αφηγήσεις, όπως αυτή της οικουμενικής καταλλαγής, ανήκουν στον μεταπολεμικό κόσμο του προηγούμενου αιώνα και τώρα εισερχόμαστε σε μια νέα αβέβαιη περίοδο συγκρούσεων. Θα προσέθετα μάλιστα πως δε θα δικαίωνα, έτσι απλά, τη θρησκευτική εμπειρία ως φύσει φιλειρηνική ή πολύ περισσότερο πασιφιστική. Και αν για τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες αδυνατώ να μιλήσω, ως προς τον Χριστιανισμό και ιδιαίτερα την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ταλανίζεται αυτήν την περίοδο από τη δική της ιστορική συνάφεια και σχέση με την κοσμική εξουσία, είναι αναγκαία η εκ νέου καθολική μας εμβάπτιση σε ότι το αγγελικό μήνυμα διακήρυξε: και επί γης ειρήνη.