Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου το νέο της βιβλίο θα «συναντήσει» το «Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη» για να παίξουν μέσα στον χρόνο με διαφορά τριάντα χρόνων στον Πολυχώρο Τέχνης και Σκέψης
«Η πραγματικότητα πονάει, ποτέ δεν είναι τέλεια. Γι’ αυτό γράφουμε. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να την αλλάξουμε», όπως τονίζει στο «Ε»
Ο Σύλλογος Μικρασιατών Ν. Ξάνθης «Αλησμόνητες Πατρίδες» και οι εκδόσεις Ίκαρος προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της Ιφιγένειας Θεοδώρου «Είναι μία θάλασσα» την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024 στον Πολυχώρο Τέχνης και Σκέψης επί της Βενιζέλου 17.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν η ποιήτρια, Ελένη Εφραιμίδου, η καθηγήτρια-φιλόλογος, Βάγια Παπαδοπούλου και η συγγραφέας. Επίσης, θα συντονίσει η ομότιμη καθηγήτρια Γλωσσολογίας, Πένυ Καμπάκη Βουγιουκλή. Την εκδήλωση θα πλαισιώσει μουσικά η καθηγήτρια πιάνου, Έλενα Σερενίδου.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, το νέο της βιβλίο θα βρει μέσα στον χρόνο το «Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη», με σκοπό να αναδειχθεί η σχέση Σμύρνης και θάλασσας σε ένα ταξίδι 30 ετών, οι ίδιοι χαρακτήρες επανέρχονται «όταν όλα αλλάζουν και αυτό που μένει μόνο είναι η θάλασσα, σύμβολο της μνήμης ανάμεσα στις δυο ακτές του Αιγαίου», όπως επισημαίνει η συγγραφέας.
Μιλήστε μας για τα πρώτα σας βήματα στον χώρο. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την συγγραφή; Ποια θέση κατέχει γενικά η γραφή στην ζωή σας;
Η εμπειρία μου από τα χρόνια που έζησα στην Σμύρνη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν καταλυτική. Ήξερα βέβαια για το μεγαλείο της πόλης, γνώριζα την ιστορία της, για τον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού, το μπόλιασμα του εθνικού κορμού με το καινούργιο αίμα ,τις παραδόσεις των προσφύγων και το άλγος των αλησμόνητων πατρίδων. Είναι, όμως διαφορετικό να ζεις στον ίδιο τόπο όπου συνέβησαν όλα αυτά. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσα σε μια σύγχρονη πόλη που δεν ήθελε να θυμάται, αλλά ζούσα την καθημερινότητα μου σ΄ ένα παλιό ελληνικό σπίτι , από αυτά που σώθηκαν από την πυρκαγιά στην προκυμαία της Σμύρνης, σ’ ένα ζωντανό παρελθόν. Ήταν παραλογισμός. Θέλησα να μοιραστώ την φόρτιση που ένιωθα. Τα εφτά διηγήματα της συλλογής «Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη» που κυκλοφόρησαν το 1997 από τις εκδόσεις Ίκαρος περιγράφουν την επαφή μου με την Σμύρνη στο τέλος του εικοστού αιώνα, τους λίγους Ρωμιούς, τα ρωμαϊκά σπίτια της προκυμαίας, συνώνυμης του ανθρώπινου πόνου και του ξεριζωμού, την άσβεστη λαχτάρα του νόστου όλων εκείνων που έφυγαν.
Είχα να μοιραστώ πολλά με άλλους. Έτσι, άρχισα να γράφω κι επειδή βρήκα ανταπόκριση, συνέχισα…Υπάρχουν περίοδοι που είμαι ήσυχη, δεν με κατατρέχει καμιά φωνή…Τίποτα ! Όμως όταν αρχίσει η περίοδος «επώασης», έτσι την λέω, τότε δύσκολα προσαρμόζω το πρόγραμμα της ζωής μου με τον καινούργιο κόσμο που ανοίγεται στην φαντασία μου.
Ποια είναι η θέση της Σμύρνης στην ζωή σας; Για να το συγκεκριμενοποιήσουμε, ποια είναι η σχέση που αναπτύσσεται με την εν λόγω περιοχή δεδομένης και της καταγωγής σας από προσφυγική οικογένεια;
Με καταγωγή από προσφυγική οικογένεια, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Θεσσαλονίκη ήμουν ήδη φορτισμένη πριν φτάσω εκεί. Έμοιαζε τόσο η Σμύρνη με την γενέθλια πόλη μου! Πολύ νεότερη τότε, έμαθα να διαβάζω πίσω από τις γραμμές της ιστορίας, να δικαιολογώ τους απλούς ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με τα πολιτικά τερτίπια και τα συμφέροντα, να σέβομαι τον πόνο και την νοσταλγία αυτών που εγκατέλειψαν τις εστίες τους και να τους θαυμάζω για τον ζήλο και την προσπάθεια να διατηρήσουν τις παραδόσεις και την αγάπη τους για τον πατρογονικό τόπο τους. Η Σμύρνη ήταν μεγάλο σχολείο.
Αποτυπώστε μας σε αδρές γραμμές τα έργα σας που σας έχουν σημαδέψει.
Όλα μου τα βιβλία αποτυπώνουν συγκεκριμένες περιόδους της ζωής μου σε καθορισμένους τόπους. Τα βιβλία μου είναι «περιπλανώμενα», όπως ήμουν κι εγώ τα τελευταία σαράντα χρόνια. Δεν ξεχωρίζω κανένα, για μένα κάθε ένα σηματοδοτεί την πορεία μου δίπλα σε ένα Έλληνα διπλωμάτη και την προσπάθεια για επάξια εκπροσώπηση της Ελλάδας στον κόσμο. Κάθε φορά σε άλλη χώρα «έχτιζα» την ζωή μου από την αρχή. Τα βιβλία ήταν ο τρόπος να δημιουργώ κάτι δικό μου. Το «Χρυσός, λιβάνι και Σμύρνη» αναφέρεται στην Σμύρνη όπως την γνώρισα εβδομήντα χρόνια μετά την καταστροφή. Το μυθιστόρημα «Μελέκ θα πει άγγελος» περιγράφει την επαφή μου με τη Θράκη και την συμβίωση δυο θρησκειών σε ένα νευραλγικό σημείο της σημερινής Ευρώπης. Το μυθιστόρημα « Γλώσσα από μάρμαρο» έθιγε, είκοσι χρόνια πριν, την ενδοοικογενειακή βία και την άμετρη τουριστική εκμετάλλευση του φυσικού μας τοπίου, δηλαδή δύο φαινόμενα τόσο επίκαιρα με τα οποία σήμερα ερχόμαστε αντιμέτωποι. Στην «Γεύση της ερήμου» ο αναγνώστης ταξιδεύει στην Δαμασκό και στην έρημο της Συρίας, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Οι δυο πατρίδες και οι δυο γλώσσες, η διπλή πολιτιστική ταυτότητα των ανθρώπων και τα διεθνή συμφέροντα που ξεριζώνουν τους ανθρώπους είναι τα κεντρικά θέματα. Στο « Λίγο που τελειώνει» ο χρόνος είναι ο μεγάλος παράγοντας που καθορίζει τη ζωή μας , το πολυτιμότερο αγαθό που το σκορπάμε αλόγιστα. Το πρόσφατο βιβλίο μου « Είναι μια θάλασσα» συνομιλεί με το πρώτο, εκείνο για την Σμύρνη, αναρωτιέμαι αν οι χαρακτήρες ενός βιβλίου έχουν μέλλον, τι απογίνονται ύστερα από τριάντα χρόνια.
Ας περάσουμε στα βιβλία σας «Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη» και μετά στο «Είναι μία Θάλασσα». Πώς το ένα οδηγεί στο επόμενο μετά από 30 χρόνια;
Τα δύο αυτά βιβλία που θα παρουσιαστούν την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου στον Πολυχώρο Τέχνης και Σκέψης στην Ξάνθη συνομιλούν μεταξύ τους και παίζουν με τον χρόνο. Είναι γραμμένα με διαφορά τριάντα χρόνων. Ο χρόνος όλα τα αλλάζει. Αλλάζουν οι πόλεις, οι συνθήκες, οι σχέσεις μας, εμείς οι ίδιοι. Ξαναβρέθηκα στην Σμύρνη μετά από πολλά χρόνια. Τίποτα δεν ήταν ίδιο. Ούτε κι εγώ άλλωστε…Το μόνο που απέμεινε από την δική μου Σμύρνη ήταν η θάλασσα. Σύμβολο της μνήμης ανάμεσα στις δυο ακτές του Αιγαίου.
Πώς αποκαλύπτεται η μνήμη στα έργα σας ; Ποιος ο ρόλος της;
Κυρίαρχος ο ρόλος της μνήμης. Καθορίζει τη ζωή μας από τα πρώτα μας χρόνια, τις πράξεις και την συνείδησή μας, τον χαρακτήρα μας και την δημόσια εικόνα μας. Η συλλογική μνήμη στηρίζει εθνικές ταυτότητες, σφυρηλατεί δεσμούς. Η μνήμη μικραίνει κάθε απόσταση. Οι λιγοστοί Ρωμιοί της Σμύρνης στο τέλος του περασμένου αιώνα κρατούσαν ζωντανές την πίστη τους και την γλώσσα τους γιατί στην μνήμη τους ζούσε μια Ελλάδα που έμαθαν να αγαπούν. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες «καλλιεργούν» τις παραδόσεις τους και την αγάπη τους για τις αλησμόνητες πατρίδες, γιατί έμαθαν να θυμούνται. « Η μνήμη και η πίστη ακονίζονται…» λέει η γιαγιά Μελέκ στην εγγονή της. και η Πέπη στο «Λίγο που τελειώνει» λέει : «Μνήμη ανελέητη! Αρρώστια επικίνδυνη, δεν παίρνει από φάρμακα και γιατροσόφια. Πεθαίνεις και γιατρεύεσαι! Την χάνεις και πεθαίνεις!» Ποιος ζει πραγματικά χωρίς μνήμη;
Να σταθούμε στην επίδραση της θάλασσας, στη δύναμή της και στο πώς την αντιλαμβάνεστε εσείς.
Στη Θεσσαλονίκη η θάλασσα είναι μόνιμη σύντροφος από μακριά ή από κοντά. Σε περιτριγυρίζει, κι αν απομακρύνεται για λίγο την ψάχνεις στους κάθετους δρόμους να βγεις στην παραλία για να την βρεις. Την θάλασσα της Θεσσαλονίκης την αντιλαμβάνομαι σαν υπόσχεση φυγής για αναζήτηση μιας διαφορετικής ζωής, αλλά και σαν λιμάνι επιστροφής μετά από περιπέτειες την αναζητούσα παντού. Μπορεί αλλού η θάλασσα να ήταν βρώμικη, σκοτεινή, μολυσμένη, λάδι ή φουρτουνιασμένη, παντού όμως ήταν ενέργεια, αέναη κίνηση. Να μου δείχνει το δρόμο….
Επιδιώκεται να περάσετε μηνύματα μέσα από τους ήρωές σας-πρωταγωνιστές των βιβλίων σας;
Εκείνο που αναδεικνύεται πάντα στα βιβλία μου είναι ένα θέμα, ένα κοινωνικό φαινόμενο, ένα ζήτημα που απασχολεί όχι μόνο εμένα, αλλά και τους αναγνώστες. Αυτός είναι ο σκοπός και η επιτυχία ενός βιβλίου…να ταυτιστεί ο αναγνώστης με τους χαρακτήρες, να βρει, αν όχι απαντήσεις στα ερωτήματα του, τουλάχιστον κοινούς κώδικες…το προσωπικό να γίνει καθολικό. Έπειτα, στοχεύει στον σεβασμό απέναντι στην διαφορετικότητα, την ανοχή στον Άλλον που είναι δίπλα σου κι όχι απέναντι σου, την αγάπη στο περιβάλλον της πατρίδας μας κι όχι την ανεξέλεγκτη εμπορευματοποίηση του, την υποστήριξη στα θύματα βίας, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία, τον έρωτας. Το κυριότερο όμως είναι να κατανοήσουμε ότι ο Χρόνος δεν μας ανήκει, οφείλουμε να τον εκτιμούμε σαν το πιο πολύτιμο αγαθό μας.
Υπάρχει κάτι που σας «γοητεύει» στη διαδικασία αναζήτησης υλικού;
Η έρευνα των ιστορικών στοιχείων. Για τη «Γλώσσα από μάρμαρο» πέρασα δυο καλοκαίρια στη Θάσο με τις διδακτορικές διατριβές των Γάλλων αρχαιολόγων για τα αρχαία λατομεία της Αλυκής. Για το « Μελεκ θα πει άγγελος» διάβασα τόμους των Χρονικών Ξάνθης για την παλιά πόλη και τα αρχοντικά της ψάχνοντας την ιστορία του Αρχοντικού Καραδήμογλου, το αναφερόμενο εδώ στην Ξάνθη ως κτίριο Γκέρμαν. Για τη «Γεύση της ερήμου» έψαξα ιστορικές πηγές για την περίφημη Lady Jane Digby και την ανεξαρτησία της Συρίας από τους Οθωμανούς. Η αναζήτηση υλικού περιλαμβάνει και την επί τόπου εμπειρία που πολλές φορές περιέχει πιο δυνατές συγκινήσεις. Το ταξίδι είναι συγκίνηση. Έζησα στην Ξάνθη στο πανέμορφο αρχοντικό Καραδήμογλου και στο σπίτι του Καπετανάκη στην προκυμαία της Σμύρνης. Επισκέφτηκα στο προτεσταντικό νεκροταφείο της Δαμασκού τον τάφο της lady Jane Digby και περπάτησα στα λειασμένα μάρμαρα της Αλυκής στην Θάσο. Το προσωπικό βίωμα υπερέχει πάντα.
Κάτω από ποιες συνθήκες γράφετε; Λόγου χάριν επιλέγετε μία συγκεκριμένη ώρα της ημέρας και έναν κατάλληλο για εσάς χώρο; Υπάρχουν κατά την γνώμη σας κάποιες «ιδανικές» συνθήκες στον χωροχρόνο για συγγραφή;
Χρειάζομαι απομόνωση και σιωπή. Δεν είμαι όμως μόνη. Στο αυτιά μου ακούω τις φωνές των ηρώων μου, τους αντιλαμβάνομαι δίπλα μου, είμαι στον κόσμο τους ,όχι αυτοί στον δικό μου. Στο διάστημα που γράφω συμμετέχω ελάχιστα στην καθημερινότητα, είμαι αλλού…Δραπέτης της ζωής μου. Δεν με απασχολεί όμως ο χώρος. Την «Μελέκ» την έγραψα σε ένα μαρμάρινο τραπέζι, σε ένα σπίτι μπροστά στην αμμουδιά της Αλυκής, την «Γλώσσα από μάρμαρο» με τη φωτογραφία μιας αστραφτερής θάλασσας κολλημένη στο τζάμι του παραθύρου μου, κόντρα στην μουντάδα της Ευρώπης, «Το λίγο που τελειώνει» στο τραπέζι της κουζίνας τον καιρό της πανδημίας. Η πραγματικότητα πονάει, ποτέ δεν είναι τέλεια. Γι’ αυτό γράφουμε. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να την αλλάξουμε.