Οι πολίτες της Βουλγαρίας κλήθηκαν, την Κυριακή 27 Οκτωβρίου, για έβδομη φορά στις κάλπες από το 2021, γεγονός που καταδεικνύει ότι το πολιτικό σκηνικό της χώρας “βουλιάζει” στην αβεβαιότητα
Το θόλωμα των ιδεολογικών γραμμών και η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού αποτελούν σοβαρή απειλή για τη δημοκρατία στη Βουλγαρία
«Πλέον κανένας δεν ενδιαφέρεται να ψηφίσει, καθώς όλοι φαίνονται να είναι διεφθαρμένοι και λένε ακριβώς τα ίδια. Δεν νομίζω ότι θα υπάρξει καμία διαφορά όποιος και να βγει νικητής των εκλογών», δήλωσε κάτοικος του Plovdiv.
Οι εθνικές εκλογές στη Βουλγαρία που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 27 Οκτωβρίου, οι έβδομες από το 2021, καταδεικνύουν τη συνεχιζόμενη αστάθεια στο πολιτικό τοπίο της χώρας. Το GERB, με επικεφαλής τον Μπόικο Μπορίσοφ, κατέκτησε για ακόμη μία φορά την πρωτιά με 26,4% των ψήφων, χωρίς όμως να καταφέρει να είναι αυτοδύναμο. Ο σχηματισμός ενός σταθερού συνασπισμού αποτελεί μεγάλη πρόκληση, καθώς τα εναπομείναντα κόμματα στο κοινοβούλιο αντιπροσωπεύουν ένα ποικιλόμορφο μείγμα φιλοευρωπαϊκών, λαϊκιστικών και φιλορωσικών παρατάξεων, η καθεμία με αντικρουόμενες ατζέντες. Αυτό ο κατακερματισμός αντανακλά τη συνεχιζόμενη πόλωση και την απογοήτευση της κοινής γνώμης από το πολιτικό κατεστημένο, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι η προσέλευση στις κάλπες ήταν ιδαιτέρως χαμηλή, με μόλις το 38% των πολιτών να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Επισκόπηση των τελικών εκλογικών αποτελεσμάτων
- GERB (Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας): Το κεντροδεξιό κόμμα, με επικεφαλής τον Μπόικο Μπορίσοφ, κέρδισε τις εκλογές με 26,4%, δίνοντας στον Μπορίσοφ την τέταρτη ευκαιρία για εντολή. Ωστόσο, το GERB δεν διαθέτει αυτοδυναμία, με συνέπεια να μην έχει πολλές ελπίδες όσον αφορά στη δημιουργία συνασπισμού για την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής υποστήριξης.
- Συνεχίζουμε την Αλλαγή – Δημοκρατική Βουλγαρία (WCC-DB): Ο φιλοευρωπαϊκός συνασπισμός κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 14,9% των ψήφων, δίνοντας έμφαση σε μια μεταρρυθμιστική ατζέντα. Παρόλα αυτά, η απόστασή του από το GERB ενδέχεται να εμποδίσουν τον σχηματισμό μιας σταθερής συμμαχίας.
- Revival (Αναγέννηση): Το εθνικιστικό, φιλορωσικό κόμμα πέτυχε ένα αξιοσημείωτο 12,9%, αντανακλώντας την αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση της Βουλγαρίας και τη δυσαρέσκεια με τις κυρίαρχες φιλοευρωπαϊκές πλατφόρμες.
- DPS-A (Νέα Αρχή και Συμμαχία για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες): Γνωστό για την επιρροή του στην τουρκική μειονότητα, το DPS συγκέντρωσε το 8,9% των ψήφων, ενώ το παρακλάδι του, με επικεφαλής τον Ahmed Dogan, συγκέντρωσε 8,7%, δίνοντας έμφαση στην εθνοτική πολιτική ως συνεχή στρατηγική.
- BSP (Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα): Το άλλοτε κυρίαρχο κόμμα της αριστεράς κατέλαβε 8,1%, σηματοδοτώντας περαιτέρω την παρακμή του, καθώς απομακρύνει τους νεότερους, προοδευτικούς ψηφοφόρους, υιοθετώντας όλο και πιο συντηρητικές και φιλορωσικές θέσεις.
- TISP (Υπάρχει ένας τέτοιος λαός): Το λαϊκιστικό κόμμα, διατηρώντας τα ποσοστά του στο 6,8%, υπογραμμίζει την απογοήτευση των ψηφοφόρων ότι η κυρίαρχη πολιτική δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά τους.
- Νέοι νεοεισερχόμενοι: Τα κόμματα MECH (Σπαθί) και Velichie (Μεγαλείο) συγκέντρωσαν 4,1% και 4%, αντίστοιχα, υποσχόμενα σκληρή στάση κατά της Ε.Ε. και αναδεικνύοντας την άνοδο της ακροδεξιάς, με τους λαϊκιστικούς ακροδεξιούς σχηματισμούς να αντιπροσωπεύουν πλέον σχεδόν το 30% των συνολικών ψήφων
Τα κόμματα αδυνατούν να πείσουν τους πολίτες
Το πολιτικό τοπίο της Βουλγαρίας έχει υποστεί δραματικές αλλαγές μετά την πτώση του κομμουνισμού και έως σήμερα η χώρα παραμένει βυθισμένη στην αστάθεια και τη διαφθορά. Το GERB, με επικεφαλής τον Μπόικο Μπορίσοφ, αναδείχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη διεκδικώντας μια φιλοευρωπαϊκή, συντηρητική στάση. Ωστόσο, η θητεία του Μπορίσοφ αμαυρώθηκε επανειλημμένα από σκάνδαλα, καταγγελίες για χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης και χρήση κρατικών πόρων για την ενδυνάμωση της καταστολής των διαφωνούντων. Ο κεντροδεξιός προσανατολισμός του GERB είναι περισσότερο θεωρητικός παρά πρακτικός, με τη ρητορική του Μπορίσοφ να υιοθετεί αντι-ευρωπαϊκά αισθήματα, ιδίως γύρω από την ενεργειακή πολιτική, συνταιριάζοντας ορισμένες ακροδεξιές εθνικιστικές απόψεις.
Το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (BSP), παραδοσιακά αριστερό, δεν έχει καμία σχέση με ένα προοδευτικό κόμμα. Ενώ κάποτε αποτελούσε σημαντική φωνή υπέρ της κοινωνικής πρόνοιας, το BSP τώρα υποστηρίζει κυρίως υπερσυντηρητικές μεταρρυθμίσεις, ευθυγραμμισμένες στενά με τα φιλορωσικά ιδεώδη. Αυτή η συγκεκριμένη στροφή έχει αποξενώσει μια γενιά νέων Βούλγαρων, οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να είχαν ευθυγραμμιστεί με τα αριστερά ιδεώδη, αλλά τώρα βλέπουν το BSP ως ένα οπισθοδρομικό κόμμα. Κατά συνέπεια, η νεολαία της Βουλγαρίας στρέφεται ολοένα και περισσότερο προς κεντρώα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και ακροδεξιούς σχηματισμούς.
Από την άλλη πλευρά, η αυστηρά κεντρώα τοποθέτηση του φιλοευρωπαϊκού, μεταρρυθμιστικού συνασπισμού «Συνεχίζουμε την Αλλαγή – Δημοκρατική Βουλγαρία (WCC-DB)» έχει κατά καιρούς αποδυναμώσει την απήχησή του στους πιο σταθερούς αριστερούς ή δεξιούς ψηφοφόρους. Η κατακερματισμένη δομή του WCC-DB αντικατοπτρίζει την πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας, όπου λίγα κόμματα υιοθετούν σταθερές θέσεις σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων ή την οικονομική μεταρρύθμιση.
Δυσδιάκριτα τα όρια “Δεξιάς – Αριστεράς”
Η ρευστότητα των πολιτικών κομμάτων στη Βουλγαρία έχει γίνει ένα χαρακτηριστικό του σημερινού τοπίου της. Καθιερωμένα κόμματα, όπως το Βουλγαρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (BSP), το οποίο ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί την αριστερά, υιοθετούν όλο και πιο συντηρητικές θέσεις που ευθυγραμμίζονται περισσότερο με την δεξιά ιδεολογίες παρά την προοδευτική αριστερά. Αυτή η μετατόπιση έχει αφήσει τους προοδευτικούς αριστερούς χωρίς ένα αξιόπιστο κόμμα που να εκπροσωπεί τα συμφέροντά τους, αναγκάζοντάς τους είτε να απέχουν από την ψηφοφορία είτε να συμβιβαστούν με την προσχώρηση σε κεντρώους συνασπισμούς, όπως το «Συνεχίζουμε την Αλλαγή».
Οι κάποτε σαφείς διακρίσεις μεταξύ των πολιτικών ιδεολογιών έχουν θολώσει, οδηγώντας σε μια κατάσταση όπου κόμματα που παραδοσιακά θεωρούνταν δεξιά, όπως το GERB, έχουν αναλάβει ρόλους που συνήθως συνδέονται με αριστερές πολιτικές — όπως η κρατική παρέμβαση στην οικονομία και η διατήρηση ορισμένων πρακτικών της κομμουνιστικής εποχής. Αντίθετα, το BSP, το οποίο ιστορικά ευθυγραμμίστηκε με τις σοσιαλιστικές αρχές, έχει μετατοπιστεί προς υπερσυντηρητικές και αντιπροοδευτικές θέσεις, ιδίως όσον αφορά θέματα όπως τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ και η ισότητα των φύλων.
Η ακροδεξιά νικήτρια για ακόμη μια φορά
Μέσα σε αυτό το πολιτικό σκηνικό διάλυσης, τα ακροδεξιά κόμματα, όπως η Αναγέννηση (Vazrazhdane), έχουν επωφεληθεί από αυτή την αβεβαιότητα. Με φόντο την απογοήτευση των ψηφοφόρων, οι ακροδεξιές φωνές έχουν κερδίσει έδαφος, εκμεταλλευόμενες τη δυσαρέσκεια του πληθυσμού για το status quo. Παρουσιάζονται ως εναλλακτικές λύσεις, υποσχόμενα να αποκαταστήσουν την εθνική υπερηφάνεια και κυριαρχία, ακόμη και αν οι ιδεολογίες τους τείνουν προς τον αυταρχισμό και τον εθνικισμό.
Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου όχι μόνο υπονομεύει τις δημοκρατικές αξίες, αλλά εγκυμονεί επίσης σημαντικούς κινδύνους για τον κοινωνικοπολιτικό ιστό της Βουλγαρίας. Καθώς τα παραδοσιακά κόμματα αγωνίζονται να αυτοπροσδιοριστούν και να προσφέρουν σαφείς εναλλακτικές λύσεις στους ψηφοφόρους, η ακροδεξιά καλύπτει αυτό το κενό, εδραιώνοντας περαιτέρω τις διαιρέσεις στην κοινωνία. Αυτό το περιβάλλον έχει διευκολύνει την άνοδο των την λαϊκιστικής ακροδεξιάς, η οποία συχνά ευδοκιμεί καθιστώντας αποδιοπομπαίο τράγο τις μειονοτικές ομάδες και την απόρριψη των δημοκρατικών κανόνων.
Η Βουλγαρία έχει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Τα ζητήματα αυτά επιδεινώνονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που οδήγησαν σε εκτεταμένη φτωχοποίηση τον βουλγαρικού λαό. Για χρόνια, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έδιναν προτεραιότητα στην απελευθέρωση της αγοράς και στα μέτρα λιτότητας, τα οποία επηρέασαν δυσανάλογα τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η διάβρωση του κοινωνικού ιστού, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη διαφθορά, έχει αφήσει πολλούς πολίτες να αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από το πολιτικό σύστημα.
Οι συνέπειες είναι σοβαρές: η Βουλγαρία έχει το υψηλότερο ποσοστά φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι πολίτες αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες στην κάλυψη βασικών αναγκών. Αυτή η οικονομική αποστέρηση τροφοδοτεί την πολιτική απάθεια, καθώς πολλοί πολίτες αισθάνονται ότι, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία, η κατάστασή τους δεν θα βελτιωθεί. Αυτό το αίσθημα απελπισίας όχι μόνο υπονομεύει τη δημοκρατική δέσμευση, αλλά δημιουργεί επίσης πρόσφορο έδαφος για τον ακροδεξιό λαϊκισμό, ο οποίος υπόσχεται ριζικές αλλαγές χωρίς συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των συστημικών ζητημάτων.