Παναγιώτα Π. Λάμπρη
Στα μέσα κάποιας άνοιξης φτάσαμε στην Ξάνθη! Σταθμό διαλεχτό κατά την περιήγησή μας στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά και εξαιρετική αφετηρία για κοντινούς προορισμούς. Με φορτωμένη ήδη τη σκέψη μ’ όσα επρόκειτο να δούμε, αρχίσαμε χωρίς καθυστέρηση τη γνωριμία μας, τόσο με τον τόπο αυτό καθαυτό όσο και με τους ανθρώπους του, που και τα δύο αποδείχθηκαν γενναιόδωρα και καταγράφηκαν στις ιδιαίτερα θετικές εμπειρίες του ταξιδιού μας.
Και τούτο, διότι καθώς βαδίζαμε στους δρόμους και τις πλατείες αναζητώντας την αύρα του τόπου, αυτή αναδυόταν πολυποίκιλα, αιφνιδιαστικά κάποιες φορές, και μας συνάρπαζε. Μια τέτοια, προγραμματισμένη αναζήτηση στην παλιά πόλη, ήταν η επίσκεψή μας στο Λαογραφικό Μουσείο Ξάνθης, το οποίο στεγάζεται στο «Αρχοντικό Κουγιουμτζόγλου» που, μόλις το αντικρίσαμε, μείναμε ενεοί, τόση η αρχοντική ομορφιά του!
Κοιτούσαμε, κοιτούσαμε και τα μάτια μας δεν χόρταιναν, καθώς αυτό το ορθογώνιο διώροφο κτήριο, αποτελούμενο από δύο πανομοιότυπες κατοικίες με ξεχωριστή είσοδο, επιβάλλεται με την ιδιότυπη αρχιτεκτονική του στον χώρο, χωρίς να διαταράσσει την αρμονία του.
– Τι κάλλος είναι αυτό, αναφώνησα, με τον σύντροφό μου να συμπληρώνει:
– Πράγματι, δεν έχουμε ξαναδεί κάτι ανάλογο!
– Σκέψου τι έχουμε να θαυμάσουμε μέσα, είπα, καθώς διαβαίναμε την αυλόθυρα, ενώ συνεχίζαμε ν’ απαθανατίζουμε απόψεις του επιβλητικού κτηρίου, το οποίο, στο σύνολό του, συνιστά σπουδαία ιστορική μαρτυρία για την κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης κατά τούς δύο προηγούμενους αιώνες και, κυρίως, για τις αρχές του 20ου.
Στο εσωτερικό, μας καλοδέχθηκαν, μας ενημέρωσαν και μας ξενάγησαν, προτρέποντάς μας να μη διαφύγουν της προσοχής μας χαρακτηριστικά εκθέματα. Και ορθά, διότι επισκεπτόμενοι ένα τόσο πλούσιο μουσείο, όπου το βλέμμα μας έλκυαν εμφατικά διάφορα στοιχεία του, ήταν εύκολο να συμβεί. Βέβαια, αυτό ισχύει για όλα τα μεγάλα μουσεία, αφού απαιτείται χρόνος και επανειλημμένες επισκέψεις, για να πεις πως έχεις σχετικά καλή γνώση τους. Εν προκειμένω, στον χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας, το προσπαθήσαμε κι, όταν αποχωρήσαμε, νιώσαμε ικανοποιημένοι και χαρούμενοι.
Στο Λαογραφικό Μουσείο Ξάνθης, λοιπόν, καθώς πηγαίναμε από τον ένα χώρο στον άλλο, μέσω των εκτιθέμενων υλικών αποτυπωμάτων, γινόμασταν μάρτυρες της ζωής των ανθρώπων, οι οποίοι, επώνυμοι ή ανώνυμοι, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της περιοχής.
Έτσι, μέσα σε λίγη ώρα, πέρασαν από μπροστά μας, με ξεχωριστή θα έλεγα ενάργεια, πολλές εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου τους. Γνωρίσαμε τη νεότερη ιστορία της πόλης, την ακμάζουσα αστική τάξη των καπνεμπόρων στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά και την εργατική τάξη της ίδιας περιόδου κι ήρθαμε σ’ επαφή με πολλά βιβλία και έγγραφα της οικογένειας Κουγιουμτζόγλου, αλλά και άλλων οικογενειών και ατόμων της πόλης. Μέσω της πλούσιας συλλογής ενδυμάτων, κεντημάτων, πλεκτών, υφαντών, κοσμημάτων και άλλων πολύτιμων εκθεμάτων μυηθήκαμε στον τρόπο ζωής των κατοίκων και θαυμάσαμε πλήθος αντικειμένων καθημερινής χρήσης, τα οποία αντανακλούν τη ζωή των διαφορετικών κοινωνικών, θρησκευτικών και οικονομικών ομάδων του τόπου. Και, φυσικά, μέσω των φωτογραφιών, των καρτών και των πινάκων ζωγραφικής απολαύσαμε τα σιωπηλά, πλην εύγλωττα αποτυπώματα προσώπων και εικόνων του παρελθόντος, γεμίζοντας την ψυχή μας με εκλεκτά συναισθήματα και σκέψεις μοναδικές.
Σ’ αυτή την περιήγηση, που από καρδιάς απολαμβάναμε, ξεχωριστή ήταν η τέρψη που μας προκαλούσε η θέαση των υπέροχων οροφογραφιών και τοιχογραφιών, οι οποίες προσέφεραν αναγεννησιακή γοητεία στον χώρο, ξεκουράζοντας παράλληλα το βλέμμα.
Αλλά για πόσο να μείνεις σ’ ένα μουσείο, ακόμα κι αν διαθέτει τόση αρχοντική ομορφιά όση αυτό που βρισκόμασταν; Άλλωστε, η Ξάνθη, που τ’ όνομά της παραπέμπει σε ομώνυμη αμαζόνα ή στην κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, Ξάνθη, ή στο άλογο, Ξάνθο, του γενναίου Διομήδη, μας καλούσε ως Σειρήνα, για να μας μεθύσει με τα κάλλη της, αλλά και με τις ιδιότυπες γεύσεις, οι οποίες πολιορκούσαν τον ουρανίσκο μας, πολύ πριν φτάσουμε εκεί. Σε τέτοιες σειρήνες πώς ν’ αντισταθείς;