Αφιέρωμα στο μοναστήρι, η ιστορία της, ο ναός και τα κελιά
Στις 23 Αυγούστου εκάστου έτους εορτάζουμε την Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και η Εκκλησία κλείνει με την ίδια πανηγυρική διάθεση τους εορτασμούς της Κοιμήσεως και της Μεταστάσεως της Παναγίας, που τιμάται την 15 Αυγούστου.
Το μοναστήρι της Παναγίας Καλαμούς βρίσκεται βόρεια της Ξάνθης επάνω σε ένα βράχο που δεσπόζει στην χαράδρα του Κοσσύνθου και σ’ όλη την περιοχή.
Από εκεί μπορεί ο προσκυνητής να θαυμάσει όλη την ορεινή περιοχή της Ροδόπης, μέχρι τα σύνορα προς την Βουλγαρία και να αφήσει να πλανηθεί το βλέμμα του μέχρι το βάθος του ορίζοντα στην πεδιάδα της Ξάνθης.
Το μοναστήρι, όπως είναι σήμερα, είναι κτίσμα μόλις των αρχών του 20ου αιώνα, ο δε ναός του, ως οικοδόμημα είναι εντελώς σύγχρονος αφού ανηγέρθηκε μόλις το 1965, στη θέση του παλαιού που ήταν πολύ πρόχειρα κατασκευασμένος. Το ίδιο σύγχρονα είναι και τα κελιά των καλογραιών που βρίσκονται στη δυτική πλευρά του μοναστηριού.
Δυστυχώς πέρα από μερικές φορητές εικόνες, ιδιαίτερα μάλιστα της Θεoτόκου τίποτε δεν μαρτυρεί για το παρελθόν του μοναστηριού αυτού.
Παράδοση όμως υπάρχει, που διασώζεται μέχρι σήμερα, στο λαό, σύμφωνα με την οποία το μοναστήρι αυτό κτίσθηκε κατά τους χρόνους της εικονομαχίας (726 – 843), από εικονόφιλους μοναχούς, οι οποίοι ξεφεύγοντας τον φανατισμό των εικονοκλαστών έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη και ήλθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ. Όσον αφορά δε στην ονομασία του μοναστηριού “Καλαμού ή Καλαμιώτισσα” αυτή προέρχεται από το ότι η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε μέσα σε κάτι καλαμιές.
Αλλά και εάν δεν διασώθηκαν αποδείξεις και πληροφορίες για την υπερχιλιόχρονη πορεία του μοναστηριού αυτού, υπάρχουν μερικές ενθυμήσεις και αφιερώσεις σε παλαιά εκκλησιαστικά βιβλία που μας επιτρέπουν να μαθαίνουμε για την κατά διάφορες χρονικές στιγμές ύπαρξη του μοναστηριού.
Από αυτές, λοιπόν τις ενθυμίσεις θα προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε την ζωή του μοναστηριού και την προσφορά του.
Η πιο παλιά λοιπόν ενθύμηση προέρχεται από το 1612 και περιέχεται σε ένα κώδικα όπου ανάμεσα στα άλλα γράφεται : “Το παρόν βιβλίον υπάρχει της σεβασμίας Μονής της Κυρίας ημών Θεοτόκου της επ’ ονόματι τιμωμένης εν τω της Καλαμμούς όρει ιδρυμένης”.
Έτσι μαρτυρείται η ύπαρξη του μοναστηριού από τις αρχές του 17ου αιώνα. Αλλά για να υπάρχει τότε, σε εποχή δηλ. που όλη η περιοχή στέναζε κάτω από την πιο στυγνή τυραννία των Τούρκων, είναι ευνόητο ότι υπήρχε από πολύ νωρίτερα, γιατί οι Τούρκοι δεν άφηναν τότε όχι μόνο μοναστήρια και εκκλησίες να μη κτίζονται αλλά δεν επέτρεπαν ούτε καρφί να βάζουν οι χριστιανοί στις εκκλησιές τους ή να κάνουν αλλαγές στα κεραμίδια τους.
Συνεπώς, το μοναστήρι προέρχεται από την βυζαντινή εποχή. Σε έναν άλλο δε κώδικα που φυλάσσονταν μέχρι το 1913-1919 στο μοναστήρι αυτό υπήρχε επιγραφή που έλεγε ότι προέρχονταν από το 1354.
Σε άλλο πάλι φύλλο εκκλησιαστικού βιβλίου εκδόσεως Βενετίας 1568 που υπήρχε στο ίδιο μοναστήρι υπάρχουν υπογραφές μοναχών και δοκίμων αυτού ως έξής : “Χριστοφόρου δοκίμου, ιερομονάχου μελετίου, Καλλινίκου μοναχού, ανθίμου, παρθενίου” και άλλες δυσανάγνωστες.
Ακόμα στο μοναστήρι αυτό διασώζονταν μέχρι προ τίνος και φυλάσσεται σήμερα στην ιερά Μητρόπολη Ξάνθης ένα Ευαγγέλιο εκδόσεως Βενετίας 1645 με επένδυση από ασήμι, στου οποίου στην τελευταία σελίδα υπάρχει η εξής ενθύμηση : “Το παρόν θείον και ιερόν Ευαγγέλιον αφιερώθη εις την αγίαν μονήν της υπεραγίας του Θεού Καλαμιωτίσσης παρά της ημών ταπεινότητας Φιλίππων και Δράμας Γερμανού Ξανθηνού δια μνημόσυνον και ει τις βουληθή αποξενόσαι ούτω να έχη τας αράς των αγίων Πατέρων αχογ (1673)”.
Από αυτή λοιπόν την ενθύμηση πληροφορούμαστε ότι ο Γερμανός που έγινε μητροπολίτης Φιλίππων και Δράμας (1664-1675;) ήταν Ξανθιώτης και μόνασε και αναδείχθηκε στο μοναστήρι αυτό.
Αλλά δεν ήταν μόνο ο Γερμανός. Από το ίδιο μοναστήρι ήταν και ο Γεράσιμος που έγινε μητροπολίτης Καστοριάς (1677-1687) . Μάλιστα πιθανώς αυτός ο Γεράσιμος να αναδείχθηκε αργότερα και Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ανεξάρτητα όμως προς αυτό, ο Γεράσιμος ήταν και σπουδαίος εκκλησιαστικός ρήτορας και εξεφώνησε δύο λόγους στην Κωνσταντινούπολη “ενώπιον Πατριάρχου και συνόδου”. Οι λόγοι αυτοί του Γερασίμου μαζί με άλλους του ίδιου αρχιερέα φυλάσσονταν μέχρι το 1913 στο μοναστήρι της Καλαμούς οπότε μαζί με άλλους κώδικες του ίδιου μοναστηριού και του παρακειμένου της Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας αρπάχθηκαν από τους Βουλγάρους και βρίσκονται σήμερα στο “Κεντρικό Εκκλησιαστικό ιστορικό – αρχαιολογικό Μουσείο της Ιεράς Συνόδου της Σόφιας.
Στο ίδιο μοναστήρι ακόμα μόνασε κατά πάσα πιθανότητα και ένας άλλος Ξανθιώτης, ο ιερομόναχος Μεθόδιος, ο οποίος το 1620 έγραψε έναν εξαίρετο κώδικα που περιέχει τις 3 λειτουργίες και φυλάσσεται και αυτός στο μητροπολιτικό μέγαρο της Ξάνθης.
Στο ίδιο πάντα μοναστήρι καθ’ όλους αύτους τους χρόνους υπήρχαν εύσεβείς και ταπεινοί μοναχοί οι οποίοι σαν μόνη τους φιλοδοξία είχαν να προσφέρουν στην Θεοτόκο ή να φροντίσουν για τον “καλλωπισμό” ακόμα και ενός βιβλίου του μοναστηριού.
Η μονή της Παναγίας Καλαμούς (ο ναός και τα κελιά)
Έτσι σε ένα παράφυλλο εκκλησιαστικού βιβλίου, εκδόσεως Βενετίας 1760 υπάρχει η εξής ενθύμηση : “Αφιερώθη το παρόν εν τη ιερά και σεβασμία ημών μονή της υπέρ αγίας ημών Θεοτόκου της Καλαμούς εις αεϊδιον μνήμην παρ’ εμού του ταπεινού αγίου προηγουμένου παπά Μητροφάνη, οποίος δε τολμήσει αποξενώσαι αυτώ από την σεβασμίαν μονήν εχέτω τας αράς των αγίων πάντων και υπόδικος τω αιωνίω αναθέματι αψξθ ( 1769) , Μαίου ιθ. (υπογραφή ) Παπά Μητροφάνης” και κάτω από αυτή την ενθύμηση η επιβαίωση : “Νικόλαος ίεροδ. Μαρτυρώ”
Σε άλλη πάλι ενθύμηση σημειώνεται: “Tο παρών υπάρχει της Παναγίας της Καλαμιωτίσσης εκαλιοπήσθη εξ εμού Μελλισεδέκ εκ κώμης Βοδιτσάνης δι εξόδου παπά Παρθενίου επί έτους 1714 μηνός Δεκεμβρίου και μηδείς υστερήσει και εξη την οργήν της Παναγίας.”
Από την ίδια εποχή υπάρχει και η πιο κάτω ενθύμηση που μας δείχνει τον αριθμό των μοναχών της μονής : “μνήσθητι των δούλων σου Κύριε των εβρισκομένων εν τη αγία μονή ταύτη Μελετίου, γεωργίου, βασιλείου, ιωάννην, δημήτριον, νικόλαον, αθανάσιον, Κωνσταντίνον, θεόδωρον, αναστάσιον αγγελον, γεώργιον, παύλον, ράϊκον”.
Το μοναστήρι εξακολούθησε να υπάρχει και στα δύσκολα χρόνια της ελληνικής επαναστάσεως και μετά ταύτα. Δεν γνωρίζουμε βέβαια ποιες ζημιές έπαθε τότε ή κατά τους μεγάλους σεισμούς που έπληξαν την πόλη και το γειτονικό μοναστήρι της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισσας στα 1829.
Οποιοδήποτε όμως και να ήταν το τίμημα στη μανία των Τούρκων ή του εγκέλαδου του σεισμού φαίνεται ότι γρήγορα ορθοπόδησε και διαδόθηκε η φήμη του ώστε ερχόταν και εμόναζαν σ’ αυτό από την Ήπειρο μέχρι τις 40 Εκκλησιές και την Σηλυμβρία της Αν. Θράκης. Το μοναστήρι της Καλαμούς είχε μετατραπεί σε μια σφίζουσα κυψέλη με πλήθος μοναχών και πολλά κτήματα. Έτσι σε μια άλλη ενθύμηση έγραφε ότι “είχε 45 μοναχούς, πρόβατα, γελάδια πολλά” και κτήματα στην πόλη ως και χωράφια στα βουνά και τον κάμπο.
Την διαχείριση όμως της τεράστιας περιουσίας του μοναστηριού της Καλαμούς, όπως και των άλλων ενοριακών μοναστηριών της πόλεως, δεν είχε o κατά καιρούς ηγούμενος ή το ηγουμενοσυμβούλιο, ούτε ο εκάστοτε μητροπολίτης της Ξάνθης αλλά επίτροπος εκλεγόμενος από την Δημογεροντία της ελληνικής κοινότητας της πόλεως. Αυτοί όμως οι κατά καιρούς επίτραποι από λίγο λίγο καταπατούσαν και ιδιοποιούνταν την περιουσία του μοναστηριού. Δεν επέτρεπαν στους ηγουμένους να συντάξουν κτηματολόγια του κάθε μοναστηριού ούτε να έχουν την διαχείριση των εσόδων και εξόδων του ενώ καρπούνταν αυτοί τα έσοδα και νέμονταν τεράστιες εκτάσεις γης δίδοντας ελάχιστα ψίχουλα στα μοναστήρια, με αποτέλεσμα οι ηγούμενοι να εξαναγκάζονται να ζητούν ενίσχυση από τον Τούρκο μπέη.
Ο μητροπολίτης Ξάνθης Διόνυσος Μπίστης ( 1861-1867 ) θέλησε να διορθώσει τα κακώς κείμενα αλλά oι προεστοί της Ξάνθης, κατόρθωσαν να τον εκδιώξουν, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος της μοναστηριακής περιουσίας να διαρπαγεί από μερικούς επιτήδειους της Ξάνθης. Αυτή η διαρπαγή της περιουσίας τον μοναστηριού ήταν η πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση του. Παρά ταύτα καθ’ όλα τα επόμενα χρόνια της πνευματικής αναγεννήσεως της Ξάνθης, το μοναστήρι της Καλαμούς, μαζί με τα άλλα, βοήθησε στο μέτρο του δυνατού, από τα πενιχρά έσοδα του να καλύπτονται έξοδα λειτουργίας των σχολείων και των λοιπών ευαγών ιδρυμάτων της ελληνικής κοινότητας της Ξάνθης.
Στα χρόνια της κατοχής της Ξάνθης από τους Βουλγάρους (1913 – 1919 ) , το μοναστήρι δοκιμάσθηκε από τις αρπαγές και λεηλασίες των βουλγάρων, οι οποίοι και πήραν τους κωδικές του, που σήμερα βρίσκονται στο εκκλησιαστικό Μουσείο της Σόφιας, σαν να πρόκειται για ντοκουμέντα της βουλγαρικής Εκκλησίας!!!
Αλλά και η υπόλοιπη περιουσία του μοναστηριού εξανεμίστηκε κατά τα έτη 1922-1925 όταν παραχωρήθηκε για την αποκατάσταση ακτημόνων προσφύγων. Η οικονομική εξαθλίωση του ολοκληρώθηκε όταν ανέλαβε την φροντίδα του το ΤΑΚΕ, το οποίο ενώ απομυζούσε κάθε εσοδό του το άφησε να ερειπωθεί.
Ευτυχώς ο νύν Σεβασμιώτατος μητροπολίτης Ξάνθης κ. Αντώνιος από την ημέρα που ήλθε όχι μόνο το απέσπασε από το ΤΑΚΕ και φρόντισε για την επανασύσταση αυτού ως ανδρικής στην αρχή και γυναικείας στη συνέχεια μονής αλλά και για την ανέγερση ναού, κελιών, την υδρευσή του την κατασκευή ωραίου ασφαλτοστρωμένου δρόμου και την επαναξιοποίησή του.
Τελευταία μάλιστα ευγενώς παραχώρησε τον ημικατεστραμμένο ξενώνα του μοναστηριού στο Διεθνές Δημοκρίτειο Ίδρυμα για να ανοικοδομηθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για να φιλοξενεί τους κατά καιρούς επιφανείς επισκέπτες, ομιλητές και ερευνητές του εν λόγω ιδρύματος.
Έτσι και σήμερα το μοναστήρι της Καλαμούς, πέρα από την διαιώνιση της προσφοράς του ως χριστιανικό ασκητήριο ψυχών και τύπος προσκυνήματος της Χάριτος του Θεού και της μεσιτείας της Θεοτόκου, φιλοδοξεί να γίνει και να αναδειχθεί ένας πνευματικός φάρος που θα φωτίζει αλλά και λιμάνι, το οποίο θα φιλοξενεί κατά καιρούς τα μεγαλύτερα πνεύματα του κόσμου στον χώρο της ατομικής επιστήμης.
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης και Περιθεωρίου