Αρχική ΚΟΙΝΩΝΙΑ Στην Ξάνθη, με την Ziraat Bank

Στην Ξάνθη, με την Ziraat Bank

0

Περί πατριδογνωσίας


Θα επιχειρήσω να περιγράψω το συναίσθημα, αν και δύσκολο, πολύ, μιας και όταν διαβαίνεις σύνορα, φυσικά και ψυχοκινητικά, και αντιλαμβάνεσαι ότι τα όνειρα, ναι, τα όνειρα, μπορούν, κάποιες φορές, να γίνουν πραγματικότητα, και ο νόστος να πάψει να γεννά μόνο λύπη, έρχονται φόβος και δέος, μαζί, κι ανοίγουν, θες δεν θες, διάλογο. Και, στο σημείο αυτό, αρχίζεις να μετράς τις δυνάμεις σου.

Δεν πέρασαν δευτερόλεπτα αφότου είδα, μέσα από το ασθενοφόρο, ως συνοδηγός, την ευμεγέθη πινακίδα πάνω στη μεγάλη λεωφόρο να περνά το μήνυμα, και αισθάνθηκα να μου κόβονται τα πόδια: σε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα, όλα σε ευθεία γραμμή, Ξάνθη. Και από εκεί, διασχίζοντας μόνο δυό Νομούς, της Ροδόπης και του Έβρου, σε μιάμισυ-δυό ώρες το πολύ, κι άλλες τόσες μετά τους Κήπους, η Πόλη των Πόλεών μας, η Istanbul των Ρωμηών, των Μουσουλμάνων, των Αρμεναίων, του Πολιτισμού των Πολιτισμών, η Κωνσταντίνου Πόλις της Ανεξιθρησκείας και του μωσαϊκού των Ανθρώπινων χαρακτήρων και ιδιοσυγκρασιών στο γήινο στερέωμα. Όλα, πάνω σε μια ευθεία.

Θες ήταν το άρωμα, θες η θέα και η ανάγνωση, θες ό,τι άλλο συνομίλησε με τις αισθήσεις, και δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους, αυθόρμητα και αυθαίρετα, στο πρόσωπο της ταξιδιώτισσας: «μπήκα στην Πατρίδα», ήταν η πρώτη φράση που αναδύθηκε αυτόματα και αδίστακτα. «Πάτησα το χώμα του ονείρου», και, «ναι, έφθασα στον Τόπο». Τόσο μεγάλη η βεβαιότητα, μαζί και η ένταση του πειρασμού: «δέν θα ξαναγυρίσω ποτέ πίσω». Και εκείνοι που άφησα, και με περιμένουν; Δίλημμα, χρόνου πεπερασμένου, καθώς, σε λίγα χρόνια, θα φύγουμε όλοι μαζί. Για τον Τόπο μας.

Τακτοποιήσαμε, στην Ξάνθη, ό,τι έπρεπε, αποχαιρέτησα τους φίλους από τον Βόλο Μαγνησίας, όπου θα επέστρεφαν, και έφθασα στον ξενώνα της διαμονής για ένα βράδυ. «Σύντομο», σκέφθηκα, «το πήγαινε-έλα, όμως θα ξανανεβώ, και θα ξανάρχομαι, πολλές φορές, και θα μένω περισσότερο. Και θα μιλήσω και σε άλλους, να έρχονται και εκείνοι, εδώ, στον τόπο τούτο». Μπαίνοντας στο δωμάτιο, σαν κάποιος νά’χε ήδη διαβιβάσει τις εντυπώσεις μου, όλα, ξανά, θύμιζαν τ’ ακούσματα και τα θεάματα τα παλιά, του Τόπου: από τη διακόσμηση, τα ταπέτα, την καθαριότητα, τα χρώματα, το στυλ. Όλα.

Ξεκουράστηκα, και, την άλλη μέρα, πήγα να περπατήσω, πρωί πρωί, στην Πόλη την Παλιά. Και έκλαψα. Γι’ αυτά που θύμιζαν την Πατρίδα, και, χάρη στο ταξείδι, έφθανα να τα κοιτάζω, με τα μάτια τα φυσικά, μόνα, όμως, και έρημα κάμποσα, αφημένα το ένα δίπλα στο άλλο, άλλα σε καλή, άλλα σε μέτρια κατάσταση, και άλλα υπό τον κίνδυνο κατάρρευσης. Μια Πατρίδα μπροστά μου, να θυμίζει εκείνη, στην ευθεία, των μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων ανατολικώτερα, με την ακτογραμμή της να κατεβαίνει ως την Κύπρο, και με την εικόνα της να με κάνει να λέω: «τί είχαμε, τί χάσαμε, τί κάνουμε τώρα». Ερωτηματικά αδημονίας, γενιά τρίτη από το έτος 1922, της Μεγάλης Καταστροφής, όπως οφείλουμε να παραδεχθούμε, πρωτίστως για την υγεία της συνείδησης και του νου.

Κατηφορίζοντας, προς τη Νέα Πόλη, με λιγοστά, τα όρθια κτίρια της παλιάς εποχής, όπως, ας πούμε, η Παλιά Αγορά, και περισσότερα, σε πένθιμη παρουσία, με τις στέγες κατεστραμμένες και τα όμορφα δοκάρια, που άντεξαν στου χρόνου τη φθορά, να ατενίζουν τον ουρανό του απείρου, συνάντησα, νομίζω στο χέρι το δεξί, και την Ziraat Bank, τουρκιστί Ziraat Bankasi. Και χαμογέλασα: «Πατρίδα, με τα όλα της», σιγοψιθύρισα, «επιτέλους», ενόσω δίπλα μου περνούσαν όμορφες μουσουλμάνες, συνομήλικες ή και μικρότερες, με τις μαντήλες, και τα μακρυά φορέματα, συνομιλώντας τραγουδιστά και φωναχτά. Θά’θελα να μπορώ να καταλαβαίνω τί λένε, και να μιλήσω την γλώσσα τους: μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συμβιώσουμε με θετική πρόοδο. Ειδάλλως, καθείς παραμένει, κεκλεισμένων των θυρών, σε περιορισμό υπερόπτη μικροκόσμου.

Επτακόσια, λοιπόν, χιλιόμετρα γεωγραφικής απόστασης, από την κατά τις συμβάσεις σημερινή πρωτεύουσα της Χώρας Ελλάδα, σε ωρολογιακό χρόνο περίπου εννέα ωρών, με ή χωρίς ενδιάμεσες στάσεις και αναλόγως ταχύτητας κίνησης, βρίσκομαι στην Χώρα του Αχωρήτου Χρόνου, την Πατρίδα, τον Τόπο.

Ανακαλώ, του Τάκη Σινόπουλου, γιατρού και ποιητή, ευεργέτη της κωμόπολης όπου μεγάλωσα, στην Αττική, αλλά και της δικής του, στην Ηλεία, το «γνώση του ποταμιού σημαίνει νά’σαι μέσα στο ποτάμι», και συνοψίζω, για την Ξάνθη, παρέα, πια, με την Ziraat Bank: για να κρατώ, πρέπει να σέβομαι.

Τελεία, και παύλα.

11.12.2023

Βασιλεία Στ. Κατσάνη

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Επίδομα στέγασης σε γιατρούς εξετάζει η ΑΜΘ

Μέσω ΕΣΠΑ όπως η περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου – Σύσκεψη των ιατρικών συλλόγων με περιφερειάρχ…