Η Δημοκρατία βασίζεται σε δύο πυλώνες: την Ηθική και τη Δικαιοσύνη (Πλάτων στο διάλογο με τον σοφιστή Πρωταγόρα), ενώ η κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτουργεί μόνον εφ’ όσον υπάρχει μία ισχυρή, δημιουργική και μεταρρυθμιστική κυβέρνηση και, συγχρόνως, μία εποικοδομητική και συστηματική αντιπολίτευση, η οποία είτε συμφωνεί με τις κυβερνητικές προτάσεις είτε τεκμηριώνει τη διαφωνία της και υποβάλει αντιπροτάσεις.
Στην Ελλάδα, από το 2019 έως σήμερα, υπάρχει μία κυβέρνηση, η οποία έβγαλε τη χώρα από το τέλμα της οπισθοδρόμησης και του δογματισμού και προέβη σε μεταρρυθμίσεις, πότε με επιτυχία και πότε με διστακτικότητα. Οι αστοχίες και οι αβελτηρίες δεν έλλειψαν. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι μείωσε δραστικά την ανεργία από 17,8% σε 10%, προσέλκυσε επενδύσεις στη χώρα και νομοθέτησε μεταρρυθμιστικούς νόμους, στους οποίους αρνήθηκε ψήφο το ΠΑΣΟΚ.
Αυτοί ήσαν η εξυγίανση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, η εφαρμογή του αξιοκρατικού κριτηρίου της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στα πανεπιστήμια, η εφαρμογή της ψηφιοποίησης στο σύνολο του Δημόσιου τομέα μέσω του gov.gr, η επαναφορά κάποιων (δυστυχώς όχι όλων) διατάξεων του νόμου Διαμαντοπούλου, η διαφάνεια και ο εξορθολογισμός του συστήματος διακυβέρνησης και εποπτείας των δήμων με αυστηρούς δείκτες ποιότητας της απόδοσής τους και κατάργηση άνω των 1.000 ΝΠΔΔ στους ΟΤΑ, οι μεταρρυθμίσεις για την αύξηση του εισοδήματος των γιατρών του ΕΣΥ, η καθιέρωση νέων δωρεάν διαγνωστικών εξετάσεων, το ηλεκτρονικό σύστημα διακίνησης φαρμάκων για αυστηρότερο έλεγχο επί των αποθεμάτων, των παράλληλων εξαγωγών και της χειραγώγησης τιμών, η δημιουργία ηλεκτρονικής λίστας χειρουργείων για διαφάνεια, επιτάχυνση και μείωση των καθυστερήσεων, το νέο σύστημα αξιοκρατικής επιλογής διοικήσεων φορέων του Δημοσίου μέσω εξετάσεων που διενεργούνται από το ΑΣΕΠ, μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής με εισαγωγή τεκμαρτού εισοδήματος στο ύψος του κατώτατου μισθού για τους ελεύθερους επαγγελματίες, επιστολική ψήφος για κατοίκους εσωτερικού και εξωτερικού στις ευρωεκλογές, αυστηροποίηση των εμπορικών παραχωρήσεων και χρήσεων στις παραθαλάσσιες περιοχές με εισαγωγή ψηφιακών ελεγκτικών μηχανισμών, προστασία 198 ακτών ως «απάτητων παραλιών», αυστηροποίηση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λειτουργία μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, καταπολέμηση της αυθαίρετης δόμησης, το «παραγωγικό δάσος» και η αξιοποίηση της βιομάζας από τους καθαρισμούς δασών, ο νέος δικαστικός χάρτης της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με ενοποίηση ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων και μείωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης κατά 450 μέρες, η αποδοχή της δωρεάς 161 κυκλαδικών ειδωλίων της συλλογής του Leonard Stern, η μετατροπή πέντε μουσείων σε ΝΠΔΔ κ.λπ. Η άρνηση υπερψήφισης αυτών των νομοσχεδίων σαφώς δεν κατατάσσουν τους αρνητές στον προοδευτικό χώρο.
Όμως, η ανυπαρξία αξιόπιστης και εποικοδομητικής αντιπολίτευσης είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να αμελήσει να προβεί σε κάποιες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες είχε εξαγγείλει. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν ολοκλήρωσε εις βάθος την αξιολόγηση στο Δημόσιο, δεν εφάρμοσε την νομοθετημένη Πανεπιστημιακή Αστυνομία, δεν επανάφερε σημαντικές διατάξεις του νόμου Διαμαντοπούλου (4009/2011), δεν επανέφερε την τριετή Τεχνολογική Εκπαίδευση, δεν τόλμησε να εκπονήσει νέο χωροταξικό χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με κατάργηση δεκάδων άγονων τμημάτων και σχολών και συγχώνευση σχολών και ιδρυμάτων, δεν πάταξε την γραφειοκρατία στο Δημόσιο.
Θα επαναλάβουμε για πολλοστή φορά ότι το δίπολο Δεξιά – Αριστερά ατόνησε από τότε που η μεν Δεξιά ενστερνίστηκε την αξία του κοινωνικού κράτους η δε Αριστερά αναγνώρισε την αξία του κέρδους (Tony Judt, Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο, τόμος 3ος). Το νέο δίπολο είναι πλέον Πρόοδος – Οπισθοδρόμηση. Γι’ αυτό είναι άτοπο και ακατανόητο το σύνθημα των σημερινών ηγεσιών ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ «να ενώσουμε τον προοδευτικό κόσμο απέναντι στον νεοφιλελεύθερο και συντηρητικό Μητσοτάκη». Τη στιγμή μάλιστα, που έχουν αποδείξει με τις πράξεις τους ότι μάλλον οπισθοδρομική παρά προοδευτική είναι η θέση, την οποία τήρησαν επιμελώς στη Βουλή τα τελευταία χρόνια.
Η λειτουργία του πολιτικού συστήματος είναι θέμα, το οποίο αφορά όλους τους ενεργούς πολίτες της χώρας. Κατά συνέπεια, είναι όχι μόνον άκομψο, αλλά και άτοπο το επιχείρημα κάποιων «κομματικών οπαδών», οι οποίοι προτάσσουν τη φράση «γιατί ασχολείσαι με το ποιος θα είναι αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ, αφ’ όσον στηρίζεις τον νυν πρωθυπουργό». Πράγματι, προσωπικά στηρίζω τον νυν πρωθυπουργό, διότι θεωρώ ότι απέχει παρασάγγας από τους άλλους σημερινούς αρχηγούς κομμάτων σε όραμα, εργατικότητα, αποτελεσματικότητα, προοδευτικότητα, κύρος και διεθνή αναγνώριση. Όμως, αυτή η μοναδικότητα επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα στην πολιτική ζωή του τόπου και κάποιες φορές (απολύτως φυσιολογικό) προκαλεί και αλαζονικές τάσεις σε κυβερνητικά στελέχη, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, αλλά και διάπραξη λανθασμένων κινήσεων.
Θεωρώ υγιή αντίδραση εκ μέρους της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ την προκήρυξη εκλογής νέου προέδρου ένα χρόνο πριν την λήξη της θητείας του Ν. Ανδρουλάκη. Αυτό συνέβη κάτω από την πίεση, την οποία δέχθηκε από στελέχη του ΠΑΣΟΚ και η οποία οφείλεται στην αποτυχία του να αξιοποιήσει τόσο την ψήφο διαμαρτυρίας των πολιτών προς την κυβέρνηση όσο και τις διαλυτικές τάσεις, που επικρατούν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η χώρα χρειάζεται ένα ακόμη κόμμα, το οποίο θα είναι καθαρά φιλοευρωπαϊκό, θα συντάσσεται με τις μεταρρυθμιστικές και προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, θα ασκεί ουσιαστική και εποικοδομητική αντιπολίτευση και θα εμπνέει τους πολίτες. Ένα κόμμα, το οποίο θα έχει μία ηγεσία με πρόγραμμα, θα ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας μας, θα τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης, θα έχει αποδεδειγμένη εμπειρία διοίκησης, θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες και θα είναι έτοιμη να κυβερνήσει με επάρκεια τον τόπο, όταν κληθεί να το πράξει.
Δεν μπορώ να προβλέψω εάν η Άννα Διαμαντοπούλου εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Γνωρίζω, όμως, πολύ καλά ότι στο πολιτικό στερέωμα της χώρας δεν υπάρχει άλλος ενεργός πολιτικός, πλην του σημερινού πρωθυπουργού και της Άννας Διαμαντοπούλου (ο Ευάγγελος Βανιζέλος έχει μεταπηδήσει στην Μεταπολιτική, όπως δηλώνει), με τα χαρακτηριστικά, που αναφέρονται ανωτέρω. Η Άννα Διαμαντοπούλου έχει αποδείξει ότι την χαρακτηρίζει αξιοσύνη, αποτελεσματικότητα και εργατικότητα. Το απέδειξε ως Επίτροπος της ΕΕ, ως Υπουργός Παιδείας, ως Υπουργός Ανάπτυξης, ως πρόεδρος του ΔΙΚΤΥΟΥ για την ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ στην ΕΥΡΩΠΗ και στην ΕΛΛΑΔΑ, ως υποψήφια για τη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΟΟΣΑ, ως πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ για το μέλλον του Κοινωνικού Κράτους και ως ευρωπαία πολίτης. Θα είναι τιμή για την Ελλάδα να την έχει επικεφαλής ενός κόμματος, το οποίο έχει παράδοση στη διακυβέρνηση της χώρας, έχει προσφέρει στη μεταρρύθμιση των θεσμών στο παρελθόν, αλλά έχει πλέον συρρικνωθεί σε ένα μικρομεσαίο κόμμα, χωρίς προοπτικές διακυβέρνησης.
Τα κόμματα ανεβαίνουν στις συνειδήσεις των πολιτών από την ποιότητα, τις ιδέες, τις εμπειρίες και τις πράξεις των ηγετών τους και όχι από το αναμάσημα συνθημάτων του 1980 και του 1990. Το αντελήφθησαν τα μέλη του ΠΑΣΟΚ με την εκλογή του Κώστα Σημίτη, ως προέδρου του το 1996. Το αντελήφθησαν τα μέλη της Νέας Δημοκρατίας με την εκλογή του αουτσάιντερ Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της το 2016. Είναι καιρός να το αντιληφθούν και πάλι τα μέλη του ΠΑΣΟΚ με την ανάδειξη της Άννας Διαμαντοπούλου στην ηγεσία του τον Οκτώβριο 2024. Διότι η χώρα χρειάζεται να έχει εναλλακτική πρόταση για την διακυβέρνησή της, κάτι που δεν προσφέρει η σημερινή ηγεσία του.