Γράφει ο Θανάσης Μουσόπουλος, φιλόλογος – συγγραφέας – ποιητής
Το 2024, με την ευκαιρία των 50 χρόνων από την Κυπριακή Τραγωδία, που συνεχίζει ως τις μέρες μας, φρονώ ότι η Λογοτεχνία αποτελεί έναν δείκτη σημαντικό, που πιστοποιεί τη διαχρονική παρουσία του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας.
Στα προηγούμενα κείμενά μας προσεγγίσαμε την πορεία του κυπριακού λόγου ως τη Βυζαντινή περίοδο (395 – 1191 μ.Χ.).
Το 1191 εμφανίστηκε ο Άγγλος βασιλιάς Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος που κατέλαβε το νησί. Στη συνέχεια ένα αιώνα μετά η Κύπρος παραχωρείται στον Guy de Lusignan, ενώ η Φραγκοκρατία συνδέθηκε με την επιβολή της λατινικής ιεραρχίας. Οι Βενετοί ήρθαν το 1489 και παρέμειναν στην Κύπρο μέχρι το 1571 όταν οι Οθωμανοί ανέλαβαν την κυριαρχία του νησιού. Απαγόρευσαν τον Καθολικισμό και επέβαλαν το Ισλάμ, ενώ επέτρεψαν στους Κύπριους να ασκούν την Ελληνική Ορθόδοξη πίστη τους.
Θα ξεκινήσουμε από τα Κυπριακά Ακριτικά Τραγούδια, που συνδέονται με τις Αραβικές επιδρομές (7ος – 10ος μ.Χ. αι.) και τον Δημώδη Πεζό Λόγο, ενώ συνεχίζοντας θα παρουσιάσουμε με την περίοδο 1191 – 1489 που αποκαλείται Φραγκοκρατία, στη συνέχεια 1489 – 1571 Ενετοκρατία και 1571 – 1878 Τουρκοκρατία.
Δύο βιβλία κυρίως μας βοηθούν σ’ αυτόν τον περίπατό μας:
Το πρώτο είναι η «Ιστορία της Κύπρου» του Κλεάνθη Π. Γεωργιάδη, Λευκωσία 1978 (σελ. 295) με θέματα ιστορίας και πολιτισμού, και το δεύτερο «Ανθολογία Κυπριακής Ποιήσεως» των Κώστα Μόντη – Ανδρέα Χριστοφίδη έκδοση Alvin Redman Hellas, Αθήνα, συμπληρωμένη ως το 1973 (σελ. 602) με ποίηση από την αρχαία εποχή ως τις μέρες μας και τα σχετικά εισαγωγικά κείμενα και σχόλια.
Όπως υποστηρίζει ο Λίνος Πολίτης «Η αρχή της νέας ελληνικής λογοτεχνίας δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρέπει να τεθεί σε χρόνια πολύ μακρινά, όταν αρχίζει για πρώτη φορά να χρησιμοποιείται σαν όργανο φιλολογικό η νέα ελληνική γλώσσα, ενώ παράλληλα, στους θρύλους, στα τραγούδια, αλλού, αρχίζουν να φανερώνονται τα πρώτα αναδέματα της νεοελληνικής συνείδησης. Το πρώτο γραπτό μνημείο της νέας ελληνικής φιλολογίας – όπως και της αρχαίας και των νεότερων φιλολογιών – είναι ένα έπος, το έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα. Βασισμένο στα ακριτικά τραγούδια, αλλά και σε λόγιες πηγές».
Ο Κλ. Π. Γεωργιάδης αναφερόμενος στα Ακριτικά της Κύπρου σημειώνει: «Οι Κύπριοι, που υπέφεραν όσο λίγοι από τις επιδρομές θεώρησαν δικόν τους τον Διγενή και τους άλλους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών».
Παρά τις μεγάλες απώλειες από τις αραβικές επιδρομές, ο Κυπριακός πολιτισμός σε όλες τις εκφάνσεις του διατήρησε την ελληνικότητα και συνέχειά του.
Ο επικός κύκλος σώθηκε σε πολλές περιοχές όπως του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Κρήτης και της Κύπρου. Το παλαιότερο σωζόμενο ακριτικό τραγούδι είναι το «Άσμα του Αρμούρη» που παραδίδεται σε χειρόγραφο του 15ου αι. Το έργο αφηγείται τις εκστρατείες ενός νεαρού βυζαντινού πολεμιστή, του Αρέστη ή Αρμούρη Αρμουρόπουλου (δηλ. γιος του Αρμούρη). Παρόλο που ήταν ανήλικος κατάφερνε και πραγματοποιούσε άθλους που απαιτούσαν ιδιαίτερη δύναμη. Αφού πέρασε τον Ευφράτη με τη βοήθεια ενός αγγέλου, πολέμησε τους Σαρακηνούς (Άραβες), για μια νύκτα και ημέρα. Η μάχη του ήταν νικηφόρα, όμως πέφτει από το άλογό του σε ενέδρα. Στη συνέχεια εξαπολύει κυνηγητό για να εντοπίσει τον Σαρακίνο που του έκλεψε το άλογο και καταλήγει στη Συρία. Εν τω μεταξύ το άλογο καταλήγει στην αυλή του Αμιρά (Σαρακηνού άρχοντα), όπου βρίσκεται αιχμάλωτος ο Αρμούρης και μόλις το αντικρίζει ο τελευταίος, το αναγνωρίζει και συμπεραίνει ότι ο γιος του είναι νεκρός. Ο Αμιράς, που διέπεται από ιπποτισμό, τον καθησυχάζει και διατάζει να βρεθεί ο χαμένος του γιος. Τελικά ο Σαρακηνός που είχε στήσει την ενέδρα στον Αρέστη, και είχε χάσει το χέρι του κατά τη συμπλοκή, διαβεβαιώνει ότι είναι ακόμη εν ζωή.
Παράλληλα, ο Αρέστης συνεχίζει να πολεμάει με πείσμα τους Σαρακηνούς απαιτώντας να απελευθερωθεί ο πατέρας του και απειλώντας να συνεχίσει τις επιδρομές σε όλη τη Συρία. Ο Αμιράς βρισκόμενος σε δύσκολη θέση, τελικά απελευθερώνει τον Αρμούρη και προσφέρει την κόρη του σε γάμο.
Άσμα του Αρμούρη (κατά την έκδοση Αλεξίου), στ. 85-98
Και συγκροτά τον πόλεμον καλά και ανδρειωμένα.
τας άκρας άκρας έκοπτεν και η μέση εδαπανάτον.
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυκύν, μα την γλυκέαν του μάναν,
όλη μέρα τους έκοπτεν την άνω ποταμίαν
και όλη νύκτα τους έκοπτε την κάτω ποταμίαν.
Έθεσεν και αποθέσεν τους, κανένα δεν αφήκε.
Απέζευσε ο νεώτερος να τον βαρήση ο αέρας
και ένα σκυλίν, Σαρακηνός, σκυλίν μαγαρισμένον,
εγκρύμματα τον έβαλεν και επήρε του τον μαύρον,
επήρε του τον μαύρον του, επήρε τον ραβδίν του.
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυκύν, μα την γλυκέαν του μάναν
σαράντα μίλια τον εδίωχνε πεζός με το λουρίκιν
και άλλα σαράντα τέσσαρα πεζός με τα γονάτια.
εκεί τον εκατέφθασε εις της Συρίας την Πόρταν
και εβγάνει το σπαθίτσι του και επαίρνει του το χέριν.
Κλείνουμε με στοιχεία που βρήκαμε στο Διαδίκτυο και σε μία σχετική φωτογραφία.
«Σύμφωνα με την παράδοση ο Διγενής Ακρίτας καταδίωξε από τη Μ. Ασία μέχρι και την Κύπρο ένα Σαρακηνό. Κυνηγώντας τον έφτασε σε ένα βουνό, από το οποίο πιάστηκε από την κορυφή του με το αριστερό του χέρι και πέταξε πάνω από αυτό. Τα σημάδια του χεριού του Διγενή βγήκαν επάνω στο βουνό που από τότε πήρε την ονομασία Πενταδάκτυλος.
Η σχέση όμως της Κύπρου με τους Ακρίτες ήταν και πιο άμεση, καθώς πιστεύεται ότι κατά τις αραβικές επιδρομές ένα σώμα Ακριτών, οι επονομαζόμενοι Απελάτες Μαρδαΐτες, είχαν μεταφερθεί και εγκατασταθεί στην περιοχή της Μόρφου με σκοπό τη φρούρηση του νησιού. Οι πολεμιστές αυτοί μάλιστα εισήγαγαν στην Κύπρο τη λατρεία του προστάτη άγιού τους, του Αγίου Μάμα. Ο άγιος Μάμας μέσω αυτών των ακριτικών στρατιωτικών ταγμάτων και δια της Μόρφου, όπου προς τιμή του κτίστηκε εκκλησία και μοναστήρι, θα περάσει σε διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις και θα λατρευτεί σε ολόκληρο το νησί».