Γράφει η Μαρία Καραμεσίνη, Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια του ΟΑΕΔ
Η αισθητή και γρήγορη μείωση της ανεργίας από τη λήξη της πανδημίας μέχρι σήμερα έχει αναγορευτεί σε προνομιακό πεδίο θριαμβολογίας της κυβέρνησης για τις επιτυχίες της.
Όχι αδικαιολόγητα.
Ωστόσο, μια προσεκτική εξέταση των στατιστικών στοιχείων αποκαλύπτει μεγάλες σκιές πίσω από τη μείωση της ανεργίας την περίοδο 2019-2023.
Αυτή δεν προήλθε μόνο από την αύξηση της απασχόλησης, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και από την μείωση του εργατικού δυναμικού στις κεντρικές παραγωγικές ηλικίες, στις οποίες επίσης παρατηρήθηκε τεράστια μείωση της απασχόλησης. Η συνολική αύξηση της απασχόλησης συγκεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις μεγαλύτερες ηλικίες, μειώνοντας την ανεργία, παρά τη μεγάλη αύξηση εργατικού δυναμικού σε αυτές.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η πρώτη κυβέρνηση της ΝΔ, που συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, παρέλαβε την ανεργία στο 17% από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία την είχε μειώσει κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες, από το 26% που της την είχε παραδώσει η κυβέρνηση Σαμαρά στις αρχές του 2015.
Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν κατάφερε να περιορίσει την ανεργία στο σύντομο διάστημα που μεσολάβησε από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι την έλευση της πανδημίας του Covid-19 τον Μάρτιο του 2020.
Τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στην οικονομική δραστηριότητα λόγω της πανδημίας δημιούργησαν τεράστια απειλή για έκρηξη της ανεργία.
Παρ’ όλ’ αυτά, δαπανώντας 7-8 δισ. ευρώ κατά μεταξύ Μαρτίου 2020 και Δεκεμβρίου 2021 για αποζημιώσεις των μισθωτών σε αναστολή σύμβασης, για «επιστρεπτέες προκαταβολές» σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με τον όρο της μη απόλυσης του προσωπικού τους και για προγράμματα επιδότησης προσλήψεων προσωρινών και εποχικών εργαζόμενων, η τότε κυβέρνηση πέτυχε το πολύ σημαντικό: να συγκρατήσει την ανεργία στο προ της πανδημίας επίπεδο.
Όχι μόνη της. Την βοήθησαν σε αυτό τα τετρακόσιες χιλιάδες άτομα που παραιτήθηκαν από την αναζήτηση εργασίας και αποσύρθηκαν από το εργατικό δυναμικό, καθώς και όλα εκείνα που ήταν εκτός εργατικού δυναμικού και δεν αποπειράθηκαν να εισέλθουν σε αυτό στο πρώτο και στο δεύτερο λοκντάουν.
Η συνέχεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Ύστερα από τη δραματική υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 (-9,2%), το ελατήριο της οικονομίας εκτινάχθηκε.
Από τον Μάιο του 2021 μέχρι το τέλος του 2023, το ΑΕΠ αυξήθηκε σε σταθερές τιμές κατά 11% και η απασχόληση κατά 15%, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες: από το 17% στο 10,5%.
Αναμφίβολα, πολύ σημαντική εξέλιξη!
Ποιος-α θα μπορούσε να πει κάτι αρνητικό; Και όμως. Τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για το τέταρτο τρίμηνο του 2023(1), που πρόσφατα δόθηκαν στη δημοσιότητα, μας επιτρέπουν αφενός να ρίξουμε φως όχι μόνο στα «επιτεύγματα» αλλά και στις «σκιές» που βρίσκονται πίσω από την εντυπωσιακή μείωση της ανεργίας, αφετέρου να συγκρίνουμε δύο ισόχρονες περιόδους: αυτήν της πρόσφατης και τρέχουσας δεξιάς διακυβέρνησης (μέσα 2019-τέλος 2023) με αυτήν της προηγούμενης αριστερής (αρχή 2015-μέσα 2019), προκειμένου να εξάγουμε κάποια γενικότερης σημασίας συμπεράσματα πολιτικής.
Πρώτα απ’ όλα, να ξεκινήσουμε με έναν απολογισμό. Δεν έχουμε ξεμπερδέψει ως κοινωνία με τις πληγές που άνοιξε στο πεδίο της απασχόλησης και της ανεργίας η μεγάλη ύφεση του 2008, με την κρίση δημόσιου χρέους, τα Μνημόνια και τη λιτότητα που ακολούθησαν και οδήγησαν στον ακρωτηριασμό του παραγωγικού συστήματος της χώρας.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2023, οι θέσεις εργασίας στην οικονομία ήταν κατά 415 χιλιάδες λιγότερες και το ποσοστό ανεργίας (10,5%) κατά 3 μονάδες υψηλότερο απ’ ότι στο ξεκίνημα της κρίσης του 2008 (7,8%).
Επίσης, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο γενικό ποσοστό ανεργίας, όπως και στους νέους, καθώς και τα υψηλότερα ποσοστά γυναικείας και μακροχρόνιας ανεργίας στην Ε.Ε.
Η οικονομική κρίση, η «μεγάλη φυγή» και η μείωση του εργατικού δυναμικού
Συνεχίζοντας, να σημειώσουμε ότι οι εξελίξεις της απασχόλησης και της ανεργίας εγγράφονται πάνω στον καμβά της δημογραφικής κρίσης που τις επηρεάζει. Γνωρίζουμε ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 450 χιλιάδες και προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,5 εκατ. τα επόμενα 30 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίζει να γηράσκει με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Οι αιτίες είναι η πτώση της γονιμότητας σε προηγούμενες δεκαετίες και η αντιστροφή του μεταναστευτικού ισοζυγίου, με την επικράτηση των ροών εξόδου μετά το 2010. Ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας και το εργατικό δυναμικό επηρεάστηκαν άμεσα.
Ενώ η μείωση του πληθυσμού λόγω μείωσης των γεννήσεων επέδρασε στη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού των νέων 15-29 ετών καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαπενταετίας, το καθοριστικό γεγονός που μείωσε το εργατικό δυναμικό μεταξύ 2008 και 2014 ήταν η μεγάλη φυγή στο εξωτερικό των νέων 20-35 ετών.
Αυτή συνεχίστηκε με μειωμένο ρυθμό και είχε αντίκτυπο την επόμενη δεκαετία στη δραματική μείωση του εργατικού δυναμικού 30-44 ετών.
Αυτές οι ηλικίες σήκωσαν το κύριο βάρος της συνολικής απομείωσης του εργατικού δυναμικού μεταξύ 2014-2023.
Η μείωση του εργατικού δυναμικού την οποία επέφερε η πληθυσμιακή συρρίκνωση, αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό όσων παρέμειναν στη χώρα. Από 72% το 2008, το ποσοστό συμμετοχής των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών ανέβηκε στο 75% το 2023.
Εντυπωσιακή ήταν η κινητοποίηση των γυναικών, ιδιαίτερα αυτών με χαμηλό και μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο, με σκοπό να διασώσουν τις οικογένειές τους από την οικονομική κατάρρευση και να τις βοηθήσουν στη συνέχεια να ανακάμψουν. Το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών 20-64 ετών αυξήθηκε από το 60% στο 67% μέσα στη δεκαπενταετία.
Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η κινητοποίηση των ατόμων μεγαλύτερων ηλικιών, πρωτίστως αυτών ηλικίας 45-64 ετών, που αύξησαν το ποσοστό συμμετοχής τους από 61% το 2008 στο 73% το 2023.
Η αντισταθμιστική επίδραση της αύξησης του ποσοστού συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας δεν απέτρεψε την τεράστια συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού από την έναρξη της κρίσης του 2008 μέχρι σήμερα κατά 328 χιλιάδες άτομα.
Το έλλειμμα που δημιουργήθηκε στις κεντρικές παραγωγικές ηλικίες 25-44 έτη ανέρχεται σε 750 χιλιάδες άτομα και είναι βασική αιτία των περισσότερων ελλείψεων εργατικού δυναμικού που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια σε πολλούς κλάδους και επαγγέλματα και πηγή πολλών μελλοντικών δεινών. Αντίθετα, το εργατικό δυναμικό 45 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 630 χιλιάδες άτομα.
Τέλος, η σταθερή τάση μείωσης του πληθυσμού ηλικίας 15-24 ετών, που ξεκίνησε εδώ και αρκετά χρόνια, δεν έχει μόνο συρρικνώσει το εργατικό δυναμικό κατά 110 χιλιάδες άτομα μεταξύ 2008 και 2023, αλλά μεταφέρεται διαρκώς στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες προϊόντος του χρόνου. Η χιονοστιβάδα των αρνητικών εξελίξεων έχει προ πολλού ξεκινήσει.
Γιατί μειώθηκε η ανεργία μεταξύ 2019 και 2023;
Ας έρθουμε τώρα στο κρίσιμο ερώτημα. Ποιοι ήταν οι προσδιοριστικοί παράγοντες της μείωσης της ανεργίας μεταξύ 2019 και 2023, δεδομένου ότι το ύψος της ανεργίας επηρεάζεται από τις μεταβολές τόσο της απασχόλησης όσο και του εργατικού δυναμικού.
Συγκεκριμένα η αύξηση της απασχόλησης και η μείωση του εργατικού δυναμικού συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας, ενώ η μείωση της απασχόλησης και η αύξηση του εργατικού δυναμικού στην αύξησή της.
Ο πίνακας 2 είναι εύγλωττος ως προς την πρώτη μεγάλη σκιά πίσω από την μείωση της ανεργίας στη συνολική περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ.
Δείχνει ότι, παρόλο που αυτή έχει ως κύρια αιτία (71,5%) την αύξηση της απασχόλησης, οφείλεται επίσης σε καθόλου αμελητέο βαθμό (28,5%) στη δραματική μείωση του εργατικού δυναμικού (320 χιλιάδες άτομα) που σημειώθηκε αποκλειστικά στις ηλικίες 25-44 ετών.
Η δεύτερη σκιά είναι ότι ο αριθμός απασχολούμενων 25-44 ετών υπέστη ταυτόχρονα τεράστια και άρα η μείωση η μείωση του εργατικού δυναμικού είναι ο αποκλειστικός λόγος της μείωσης της ανεργίας στις κεντρικές παραγωγικές ηλικίες.
Σύγκριση με την περίοδο 2015-2019
Η σύγκριση με την περίοδο 2015-2019 (Πίνακας 3) δείχνει τα εξής. Πρώτον, οι επιδόσεις των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ ως προς την αύξηση της απασχόλησης ήταν ασύγκριτα καλύτερες (προσθήκη 421 χιλιάδων επιπλέον θέσεων εργασίας μεταξύ 2014-2019, έναντι 227 χιλιάδων μεταξύ 2019-2023), ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε πολύ περισσότερο (εννέα ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2014-2019, έναντι εξήμισι μεταξύ 2019-2023).
Δεύτερον, την ίδια περίοδο η μείωση του εργατικού δυναμικού ήταν πολύ πιο περιορισμένη και συνέβαλε μόνο κατά 4,4% στη συνολική μείωση της ανεργίας.
Τρίτον, την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σημειώθηκε αύξηση της απασχόλησης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, συμπεριλαμβανόμενης αυτής των ατόμων ηλικίας 25-44 ετών. Χαμηλότερες όμως ήταν οι επιδόσεις αυτής της περιόδου ως προς την αύξηση της απασχόλησης των νέων 15-24 ετών, έναντι αυτών της περιόδου διακυβέρνησης της ΝΔ, ενώ κοινό χαρακτηριστικό και των δύο περιόδων είναι η συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους της αύξησης της απασχόλησης στις ηλικίες 45 ετών και άνω.
Είναι μέχρι στιγμής άγνωστο αν και σε ποιο βαθμό οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα έχουν συμβάλει σε αυτό το παράδοξο φαινόμενο, δεδομένου ότι η προτίμηση των εργοδοτών στην πρόσληψη μεγαλύτερης ηλικίας ατόμων δεν συνάδει με την επικρατούσα άποψη για το τι συμβαίνει πραγματικά στην αγορά εργασίας.
Επίλογος: «Ο ελέφαντας στο δωμάτιο»
Η αισθητή και γρήγορη μείωση της ανεργίας από τη λήξη της πανδημίας μέχρι σήμερα, σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης, είναι αναμφίβολα μια θετική και σημαντική εξέλιξη, που όμως συνοδεύεται από μεγάλες σκιές.
Η τεράστια μείωση του εργατικού δυναμικού και η δραματική μείωση της απασχόλησης στις ηλικίες 25-44 ετών μεταξύ 2019 και 2023 δυναμιτίζουν την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας, στερώντας της το πιο ακμαίο και καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της, ενώ ο αριθμός των ανέργων στις ίδιες ηλικίες ανέρχεται 254 χιλιάδες και αντιστοιχεί στο 52% του συνόλου.
Οι προαναφερθείσες σκιές με κανένα τρόπο δεν δικαιολογούν τη συνεχή θριαμβολογία της κυβέρνησης, που είτε δεν γνωρίζει είτε, για πολιτικούς λόγους, συγκαλύπτει πίσω από τη μείωση της ανεργίας «τον ελέφαντα στο δωμάτιο».
- Τα τριμηνιαία στοιχεία είναι τα μοναδικά έγκυρα διότι δεν αναθεωρούνται, όπως τα μηνιαία που βασίζονται σε προσωρινές εκτιμήσεις και εποχικές εξομαλύνσεις και υφίστανται τακτικά εκ των υστέρων αναθεωρήσεις.