Και νόμιζες
πως η ζωή θα κρατήσει αιώνια
κι έρχεται μια μέρα
που σου λείπουν οι πρόγονοί σου,
σου λείπει το ζεστό ψωμί
το φρυγανισμενο
με το βούτυρο και το μέλι,
το σεργιάνι στις παρυφές του δρόμου
στο τσιμεντένιο τοιχάκι,
ακόμη και το χέρι με τη βίτσα που σε περίμενε όταν αργούσες.
Σου λείπουν οι φίλοι σου,
σου λείπουν οι κρυψώνες στις αυλές των γειτόνων
και τα κρυφά κοιτάγματα μέσα από τα σφαλιστά παντζούρια,
τα παγωτά τις Κυριακές,
τα μηλάκια
και το τζαμί με τα σπασμένα κεραμίδια.
Κι αναρωτιέσαι
πόση χαρά στερήθηκες
όταν δεν τους ξεστόμισες
τη μισοειπωμένη συγγνώμη
και το σ’ αγαπώ
με τα σφραγισμένα χείλη,
που το κρατούσες για μια ύστερη ώρα,
μια μεγάλη,
για να μη γίνει συνήθεια.
Και σου λείπουν οι μυρωδιές τους,
η ανάσα τους,
ακόμη και το θορυβώδες μάσημα
που τόσο σε ενοχλούσε
ρουφώντας τη ζέστη σούπα.
Πόσο σου λείπουν…
Νατάσα Μακρή