Μία συζήτηση με τον Μιχάλη Σπηλιώτη, επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΔΠΘ και πρόεδρο του ΕΣΔΕΠ Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης
Αλήθειες και μύθοι για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια με βάση την πραγματικότητα από τις χώρες τις ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου
Μία τεράστια συζήτηση, με ανάλογες διαμαρτυρίες εκ μέρους φοιτητών και καθηγητών, έχει ανοίξει με αφορμή την πρόθεση της κυβέρνησης να παρακάμψει το άρθρο 16 κατά το οποίο η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν ΝΠΔΔ και να επιτρέψει την ίδρυση «μη κερδοσκοπικών, μη κρατικών» πανεπιστημίων.
Μπορεί να αλλάξει έτσι απλά ένα άρθρο του Συντάγματος; Η απάντηση είναι όχι. Για να γίνει τροποποίηση ενός άρθρου χρειάζεται αν μη τι άλλο πολύς χρόνος, επιτροπές και είναι σίγουρα ένας δύσκολος δρόμος για κάποιον να τον διαβεί. Να θυμίσουμε ότι επιχειρήθηκε η αναθεώρηση του άρθρου 16 με την πρόταση αναθεώρησης του 2006 από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ, η οποία ενώ προς στιγμήν φάνηκε να συγκεντρώνει τη συναίνεση και του τότε κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ΠΑΣΟΚ, το τελευταίο υπαναχώρησε λόγω εσωκομματικών διαφωνιών, παρά τη θετική στάση του τότε Αρχηγού του, με αποτέλεσμα το άρθρο 16 να μην αναθεωρηθεί από την Η΄ Αναθεωρητική Βουλή το 2008. Κατά τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης του 2018-2019 η ΝΔ ως κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης το έθεσε, πλην όμως λόγω σαφούς διαφωνίας του τότε κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ δεν έλαβε τις απαιτούμενες ψήφους για να εισαχθεί στην Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή. Το πως θα παρακαμφθεί το άρθρο 16 μέχρι στιγμής δεν είναι γνωστό. Έτσι και αλλιώς, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα οι απόψεις των ειδικών (Συνταγματολόγων) διίστανται ενώ το ίδιο το Υπουργείο έχει ζητήσει σχετική γνωμοδότηση ενός εκ των κορυφαίων Συνταγματολόγων της χώρας, του Φίλιππου Σπυρόπουλου.
Το «Ε» συζητά με τον Μιχάλη Σπηλιώτη, επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΔΠΘ και πρόεδρο του ΕΣΔΕΠ Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι με τα δημόσια πανεπιστήμια, την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και το κατά πόσο η Ελλάδα έχει ανάγκη ή όχι αυτή την μεταρρύθμιση.
Τα δημόσια πανεπιστήμια σε μόνιμο καθεστώς υποχρηματοδότησης
Το τελευταίο καιρό έχουν δει τα φώτα της δημοσιότητας επίσημα νούμερα που έχουν δημοσιευθεί από το Συμβούλιο Διοίκησης του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Συγκλήτου Πανεπιστημίου Κρήτης τα οποία κάνουν λόγο για μείωση της κρατικής χρηματοδότησης κατά 63,6% και 58,62% αντίστοιχα σε σχέση με το 2009, ενώ τα μέλη ΔΕΠ έχουν μειωθεί κατά 36% στο Μετσόβιο και 8,76% στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Παράλληλα, με την μείωση της χρηματότησης και του διδακτικού προσωπικού, οι εγγεγραμμένοι σπουδαστές παρουσιάζουν αύξηση πάνω από 20% σε σχέση, πάντα, με το 2009.
Ο κ. Σπηλιώτης επιβεβαιώνει ότι η πανεπιστημιακή λειτουργία δεν έχει επανέλθει από τα χρόνια της κρίσης και ύστερα. «Το Μετσόβιο είχε ένα μεγάλο αποθεματικό από τον κόπο των ερευνητών το οποίο έχει υποστεί μεγάλη μείωση από το κούρεμα του χρέους και μετέπειτα. Το ΔΠΘ, παράλληλα, έχει πρόβλημα με την χρηματοδότησή του καθώς οι προϋπολογισμοί είναι πολύ σφιχτοί», συμπληρώνει ενώ προσθέτει ότι «όσον αφορά στα μέλη ΔΕΠ, κατά το μνημόνιο επικράτησε ο κανόνας 5 προς 1 (σ.σ. πέντε αποχωρήσεις – μία πρόσληψη) που σημαίνει ότι υπήρξαν αποχωρήσεις χωρίς να υπάρξει αναπλήρωση με αποτέλεσμα να χαθούν αντικείμενα. Ο κανόνας 1 προς 1 δεν έχει επιστρέψει ακόμα κάτι που οδηγεί στο “κόντεμα” των πανεπιστημίων πανελλαδικά».
Ο κ. Σπηλιώτης αναφέρει ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στην πρόσληψη των μελών ΔΕΠ αλλά και στους διοικητικούς υπαλλήλους όπως επίσης και στο τεχνικό προσωπικό. «Τα μέλη ΔΕΠ, με τα καλά τους και τα στραβά τους, κράτησαν το πανεπιστήμιο όρθιο όλη αυτή την περίοδο όπου η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση μαστίζουν το δημόσιο πανεπιστήμιο», σημειώνει.
Μιλώντας για την θέση του σχετικά με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ο κ. Σπηλιώτης υπογράμμισε ότι «πρόκειται για μία τεράστια συζήτηση καθώς πρώτα θα έπρεπε να λυθούν τα θέματα που αντιμετωπίζει το δημόσιο πανεπιστήμιο και μετά να ανοίξουμε την κουβέντα των ιδιωτικών πανεπιστημίων».
Τα άρθρα του Συντάγματος δεν είναι αντικείμενο debate
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το άρθρο 16 του Συντάγματος αναφέρει ρητά ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση όπως επίσης ότι οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Με λίγα λόγια, η ανώτατη εκπαίδευση είναι άρρητα συνδεδεμένη με την λέξη «δημόσιο».
Σε σχετικό άρθρο του, ο Δημήτρης Δαμίγος Καθηγητής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας προσέγγισης από την πλευρά της κυβέρνησης, με αναφορά στην “ανάγνωση” του Άρθρου 16. Είναι πράγματι απορίας άξιο πώς μπορεί να “αναγνωστεί” το Άρθρο 16 […]».
Ο κ. Σπηλιώτης σημειώνει ότι «έχουμε μάθει να είμαστε ανελαστικοί στην τήρηση του διότι υπάρχει η πικρή ιστορική εμπειρία από την μικρή “εκτροπή” που έκανε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Κόκκας, ο Στεφανόπουλος και ο Τσιριμώκος που οδήγησε στην Χούντα και την Κυπριακή τραγωδία. Επομένως πρέπει να τηρηθεί απαρεγκλίτως το Σύνταγμα γιατί αύριο μπορούμε να έρθουμε αντιμέτωποι με την αναστολή κάποιων δημοκρατικών ελευθεριών. Είναι θέμα Δημοκρατίας».
Μύθος πρώτος: «Η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα που δεν έχει μη κρατικά πανεπιστήμια»
Καταρχάς θα πρέπει να γίνει σαφές πως δεν υπάρχουν «κρατικά» και «μη κρατικά» πανεπιστήμια, αλλά δημόσια και ιδιωτικά. Αυτοί οι όροι εξάλλου χρησιμοποιούνται και από την Eurostat.
Ο κ. Σπηλιώτης σημειώνει ότι, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η συντριπτική πλειονότητα (άνω του 83%) των εγγεγραμμένων φοιτητών (πλήρους φοίτησης) σε προγράμματα σπουδών επιπέδου Bachelor ή ισοδύναμου, φοιτούν σε δημόσια πανεπιστήμια. Στην Ελλάδα, το Λουξεμβούργο, τη Δανία, την Ιρλανδία και την Ολλανδία, το ποσοστό αυτό ανέρχεται ή αγγίζει το 100%. Επίσης, σε χώρες όπως η Μάλτα, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Γαλλία, η Κροατία, η Λιθουανία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σουηδία, τα ποσοστά κυμαίνονται μεταξύ 85- 93%. Στον αντίποδα βρίσκονται η Λετονία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το 100% φοιτούν, σύμφωνα με τη Eurostat, σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί πως τα πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κατά βάση δημόσια (μόλις 10 ή λιγότερα ιδιωτικά δίνουν πανεπιστημιακά πτυχία) αλλά είναι ανεξάρτητοι οργανισμοί και για το λόγο αυτό η Eurostat τα κατατάσσει στην κατηγορία των ιδιωτικών αλλά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους μέσω της επιδότησης των διδάκτρων και όχι μόνο, όπως αναφέρεται παρακάτω. Το ίδιο ισχύει και για τη Λετονία, στην οποία λειτουργούν δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Συμπερασματικά, «με εξαίρεση την Κύπρο, σε όλες τις άλλες χώρες που λειτουργούν ιδιωτικά πανεπιστήμια βασικός χρηματοδότης παραμένει το Κράτος (σε ποσοστό από 80% έως και 100%). Σε ιδιωτικά μη εξαρτώμενα από την κρατική χρηματοδότηση πανεπιστήμια φοιτούν περίπου 9,8% του συνόλου των φοιτητών της ΕΕ-27 (για το έτος 2021, 928.327 φοιτητές σε σύνολο 9.495.315 εγγεγραμμένων φοιτητών πλήρους φοίτησης)», συμπληρώνει ο ίδιος.
Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Δαμίγου, αντίστοιχη είναι και η εικόνα στις σπουδές μεταπτυχιακού επιπέδου. Σε σύνολο ΕΕ-27 πάνω από το 83% των μεταπτυχιακών φοιτητών πλήρους φοίτησης σπουδάζουν σε δημόσια πανεπιστήμια. Σε αρκετές χώρες (Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Κροατία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβενία, Σλοβακία, Φινλανδία και Σουηδία) τα ποσοστά είναι άνω του 90% έως και 100%.
Μύθος δεύτερος: «Πάρα πολλοί Έλληνες φεύγουν στο εξωτερικό»
Ένα δεύτερο επιχείρημα που προβάλλεται από την πλευρά της κυβέρνησης είναι πως η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα θα συμβάλλει όχι μόνο στην παραμονή στην Ελλάδα του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων που επιλέγουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, αλλά και στην προσέλκυση δεκάδων, αν όχι εκατοντάδων, χιλιάδων ξένων φοιτητών. Μια πιο ψύχραιμη και αντικειμενική ματιά στα δεδομένα και στα γεγονότα αναδεικνύει μια διαφορετική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Στατιστικού Ινστιτούτου της UNESCO (UNESCO Institute for Statistics – UIS), το 2021 σπούδαζαν στο εξωτερικό 37.530 Έλληνες φοιτητές. Οι Έλληνες φοιτητές σπουδάζουν κυρίως σε Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Κύπρο, Βουλγαρία, Τουρκία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ιταλία, Ρουμανία, Ελβετία, Σουηδία, Δανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ισπανία, Καναδά, Σλοβακία, Τσεχία, Φινλανδία και Αλβανία. Στον αριθμό αυτό είναι κρίσιμο να αναφέρουμε ότι συμπεριλαμβάνονται παιδιά ομογενών που ήδη διαμένουν σε χώρες του εξωτερικού, οι μεταπτυχιακοί φοιτητές όπως και φοιτητές που σπουδάζουν εξ’ αποστάσεως αλλά στην πραγματικότητα μένουν στην Ελλάδα.
Ο κ. Σπηλιώτης σημειώνει ότι «η αλήθεια είναι ότι, όπως δείχνουν σχετικές έρευνες, μόνο ένα μικρό ποσοστό (περίπου 5%) των φοιτητών που φοιτούν σε άλλη χώρα παρακολουθούν προπτυχιακά προγράμματα σπουδών. Οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι επιλέγουν να σπουδάσουν, σε προπτυχιακό επίπεδο, στο εξωτερικό σχετίζονται με το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχα τμήματα στη χώρα τους, ή δεν μπορούν να εισαχθούν στα τμήματα που επιθυμούν (χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα αποτελούν οι ιατρικές σχολές στη χώρα μας)», ενώ υπογραμμίζει ότι «το μεγαλύτερο ποσοστό μεταβαίνουν στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές, προσδοκώντας κατά κύριο λόγο, και σύμφωνα με σχετικές έρευνες, την επαγγελματική αποκατάσταση στη χώρα που επιλέγουν να σπουδάσουν. Η ίδρυση, επομένως, ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν θα έχει σημαντική επίδραση στη μείωση των αριθμών αυτών και η επίκληση της κυβέρνησης στους Έλληνες που σπουδάζουν στο εξωτερικό είναι προσχηματική. Αν επιθυμούσε πραγματικά να παραμείνουν οι φοιτητές αυτοί στην Ελλάδα δεν θα καταργούσε ούτε θα συγχώνευε τα προηγούμενα χρόνια δεκάδες Σχολές και Τμήματα πανελλαδικά, ούτε θα θέσπιζε την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής αφήνοντας δεκάδες χιλιάδες υποψήφιους εκτός ΑΕΙ».
Μύθος τρίτος: «Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αναβαθμίσουν, μέσω του ανταγωνισμού, τα δημόσια πανεπιστήμια»
Σχετικά με το επιχείρημα της «αναβάθμισης των δημόσιων πανεπιστημίων μέσω του ανταγωνισμού», ο πρόεδρος του ΕΣΔΕΠ Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης επιλέγει να θυμίσει ότι «ιδιωτικά πανεπιστήμια λειτουργούν ήδη στην Ελλάδα ως “κολλέγια”. Στα κολλέγια δεν υπάρχει καμία βάση εισαγωγής, δεν υπάρχει κανένας έλεγχος του εκπαιδευτικού δυναμικού και όμως υπάρχει προσπάθεια ώστε να γίνει εξομοίωση πτυχίων των κολλεγίων με αυτά των δημόσιων πανεπιστήμιων». Ο κ. Σπηλιώτης αναρωτιέται «πού πήγε η αξιοκρατία, πού πήγε η αξιολόγηση που έχουν φορτώσει στο δημόσιο πανεπιστήμιο;».
Παράλληλα, ο κ. Δαμίγος σε σχετικό του άρθρο αναφέρει ότι η ενίσχυση του ανταγωνισμού δεν έχει απαραίτητα θετικό πρόσημο. Το 2004, έρευνα του Observer έδειξε ότι τα βρετανικά πανεπιστήμια που βρίσκονταν υπό οικονομική πίεση λόγω ανταγωνισμού απένεμαν πτυχία σε φοιτητές που θα έπρεπε να αποτύχουν στις εξετάσεις, με αντάλλαγμα τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους δίδακτρα. Στο πιο γνωστό παράδειγμα, ο καθηγητής R. Wynne, επικεφαλής του Τμήματος σχεδιασμού, μηχανικής και πληροφορικής του Πανεπιστημίου του Bournemouth, έστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο διδακτικό προσωπικό καλώντας τους διδάσκοντες να «ελαχιστοποιήσουν» τον αριθμό των αποτυχόντων φοιτητών στις εξετάσεις λόγω της πτώσης των αιτήσεων. Το σκάνδαλο των «πτυχίων προς πώληση» άγγιξε ακόμη και διάσημα ιδρύματα και αφορούσε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, ξένους και εγχώριους φοιτητές. Καθηγητές σε ιδρύματα σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Οξφόρδης, του Λονδίνου και του Swansea, δήλωσαν στον Observer ότι το σκάνδαλο υπονομεύει τα ακαδημαϊκά πρότυπα, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν δημοσίως για να μην χάσουν τη δουλειά τους.
Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα πλήξουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της περιφέρειας και ειδικά της Θράκης
Με δεδομένο ότι τα περιφερειακά Πανεπιστήμια προσφέρουν τα μέγιστα στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας, στην ευημερία των κατοίκων της περιοχής, ο κ. Σπηλιώτης αναφέρει ότι «η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα πλήξει τα πανεπιστήμια της περιφέρειας». Λαμβάνοντας υπόψη ότι περισσότερος από τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας διαμένει στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα και πέριξ αυτών, «ο γονέας θα επιλέξει να στείλει το παιδί του να σπουδάσει σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη, έστω και αν πληρώνει δίδακτρα και η σχολή αμφιβόλου ποιότητας, από το να το στείλει να σπουδάσει στην Θράκη».
Επιπρόσθετα, ο Παντελής Κυπριανός από το Πανεπιστήμιο Πατρών και πρώην πρόεδρος της ΑΔΙΠ σημειώνει, σε πρόσφατο άρθρο του, ότι «η ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων το πιθανότερο είναι να αφαιρέσει φοιτητές από τα “πλέον περιφερειακά”, το Αιγαίο, το Ιόνιο, τη Θράκη, τα Γιάννενα, τη Δυτική Μακεδονία».
Μπορούμε, άραγε, να φανταστούμε κάθε χρόνο να έρχονται στην Ξάνθη 500 φοιτητές λιγότεροι; Μάλλον όχι γιατί το οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο που φέρνουν μαζί τους οι νέοι φοιτητές αποτελεί μία σημαντική «αιμοδοσία» στην τοπική κοινωνία.
«Για τα περιφερειακά πανεπιστήμια, η ενδεχόμενη ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων καθιστά το μέλλον σκληρό και πικρό», τονίζει στο «Ε» ο πρόεδρος ΕΣΔΕΠ Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης. Εξετάζοντας μία άλλη πλευρά του ζητήματος, ο κ. Σπηλιώτης ανέφερε τον προβληματισμό του «ποιος εγγυάται ειδικά στην Θράκη ότι δεν θα έρθει κάποια στιγμή το τουρκικό βαθύ κράτος να ιδρύσει πέντε-δέκα καλά χρηματοδοτημένες σχολές ενώ παράλληλα τα δημόσια πανεπιστήμια θα παραπαίουν;».
Η Ξάνθη πρέπει να αγκαλιάσει το πανεπιστήμιο
Όπως αναφέρει ο κ. Σπηλιώτης η τοπική κοινωνία δεν έχει δώσει την απαραίτητη σημασία που θα έπρεπε στο πανεπιστήμιο της. «Θα έπρεπε το πανεπιστήμιο να αποτελεί ένα κόσμημα για την πόλη με πεζοδρόμια και ανακαινισμένη την κεντρική είσοδο του από την πλευρά της Ασπίδας. Αντ’ αυτού είναι παρατημένη και όποιος ξένος ερχόταν αναρωτιόταν για την εγκατάλειψη».
«Το δημόσιο πανεπιστήμιο, με τα στραβά του βεβαίως, είναι ένας θύλακας ελεύθερης σκέψης και δημοκρατικών λειτουργιών ενώ δεν είναι τυχαίο ότι στον μοναδικό χώρο που δεν μπόρεσε η Χρυσή Αυγή, την περίοδο της ακμής της, να στήσει οργανώσεις είναι το πανεπιστήμιο», σημειώνει καταληκτικά.