Αν μας επιτρεπόταν να περιγράψουμε τη ζωή και τη συγγραφική πρακτική του Μαρσέλ Προυστ (1871-1922) με όρους φυσιολογίας, θα λέγαμε πως αυτές υπακούουν σε ένα και μοναδικό ρυθμό, αυτόν της αναπνοής
Το «Ε» προτείνει τα βιβλία του Μαρσέλ Προύστ με τίτλο «Αναζητώντας Τον Χαμένο Χρόνο» από τις εκδόσεις Εστία.
Πολιτικός κρατούμενος, μαζί με άλλους, στις φυλακές της Αίγινας, ο Παύλος Ζάννας παρακινείται, σχεδόν υποχρεώνεται να μεταφράσει το έργο. Ο φυλακισμένος αγκιστρώνεται στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο όπως κάποιος που προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία του ψυχισμού του, και αποπειράται να μεταφράσει αυτό το αχανές, δύσκολο και εκπληκτικό έργο. Μέρα με τη μέρα, σε δύσκολες συνθήκες κράτησης βυθίζεται σε ένα κείμενο το οποίο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, δεν είναι μεταφράσιμο. Και, μέσα από μια θαυμαστή αναστροφή των πραγμάτων, προσφέρει στον Μαρσέλ Προύστ μια μετάφραση υποδειγματική όσο και συγκινητική.
Η έκδοση αυτή απόρροια του συντονισμού της εργασίας δύο γενιών ελλήνων μεταφραστών και μελετητών του έργου του Μαρσέλ Προυστ βρίσκει τη φυσική της εκκίνηση στο ακόλουθο ερώτημα: Αν ο αιφνίδιος θάνατος του Παύλου Ζάννα άφησε ημιτελή τη μετάφραση ενός από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά έργα του αιώνα μας και στέρησε την ελληνική γραμματεία από κάποια πολύτιμα μαθήματα, υπάρχει άραγε κάποιος λόγος που να μας ωθεί στο να επανέλθουμε, να συνεχίσουμε, να ολοκληρώσουμε και, στο μέτρο των δυνάμεών μας, να ανανεώσουμε το ίδιο το πλαίσιο έκδοσης; Με άλλα λόγια, μέσα από ποια σειρά διαπιστώσεων και σκέψεων μπορεί να οδηγηθεί κανείς στην απόφαση για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας έκδοσης;
Αν μας επιτρεπόταν να περιγράψουμε τη ζωή και τη συγγραφική πρακτική του Μαρσέλ Προυστ (1871-1922) με όρους φυσιολογίας, θα λέγαμε πως αυτές υπακούουν σε ένα και μοναδικό ρυθμό, αυτόν της αναπνοής: από τη μια πλευρά, μια βαθιά και αργόσυρτη εισπνοή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο μαθητευόμενος καλλιτέχνης φαίνεται να εκδηλώνει μόνο κάποιες τυπικές μορφές δραστηριότητας, απαραίτητες για όποιον χαρακτηρίζει τον εαυτό του συγγραφέα. Από την άλλη πλευρά, μια, εκ πρώτης όψεως, βίαιη και σχετικώς σύντομη εκπνοή, κατά τη διάρκεια της οποίας παράγεται και δημοσιεύεται εν μέρει το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Στη δεύτερη περίπτωση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια περίπλοκη διεργασία συγγραφής (1907-1922) και έκδοσης (1913-1927), στο μέτρο που ο δημιουργός της παύει να είναι απλώς το ψυχολογικό υποκείμενό της και μοιάζει να ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με το αντικείμενο της εργασίας του, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που θυσιάζει στο όνομά της και την ίδια τη ζωή του.
Αν οι όροι με τους οποίους περιγράψαμε, αντίστοιχα, την εποχή της «εισπνοής» και την εποχή της «εκπνοής» διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους, χρειάζεται ωστόσο να επαναλάβουμε πως υπακούουν σε ένα και μοναδικό ρυθμό: είμαστε πλέον σε θέση να διαπιστώσουμε πως πολλά από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία της πρώτης εποχής μεταμορφώνονται σταδιακά καθώς πλάθονται σιγά σιγά κάποια μυθιστορηματικά πρόσωπα και καταστάσεις και, κυρίως, καθώς συγκροτείται μια συνθετική προσέγγιση του έργου τέχνης που στοχεύει στην αποκατάσταση της ιστορικότητας των μορφών ψυχικής παράλυσης ή πλάνης που γνώρισε και διαδοχικά ξεπέρασε η ίδια η λογοτεχνική εμπειρία.
Βλέπουμε έτσι καθαρότερα για ποιους λόγους το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο εγκαινιάζει μια νέα πρακτική της λογοτεχνίας: το έργο τέχνης, καθώς θεματοποιεί με τον τρόπο του την έγχρονη διάσταση μιας ύπαρξης, παύει να είναι αποκλειστικά και μόνο ένα αισθητικό αντικείμενο, με τις ιδιαίτερες λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές και πολιτισμικές αναφορές του·όπως επίσης, στον βαθμό που δεν αντιμετωπίζει το θέμα του χρόνου στο πλαίσιο μιας αφηρημένης οντότητας αλλά ως ζήτημα συγκεκριμένης πρακτικής, το μυθιστόρημα είναι δυνατόν να περιέχει και μια στοχαστική και κριτική διάσταση: δεν κολυμπάμε «μέσα στον χρόνο», φαίνεται να μας λέει ο Προυστ, αλλά είμαστε στον χρόνο σαν όντα που παγιδεύονται σε αυτόν και συνάμα στήνουν παγίδες, που μέσα από τις παγίδες αυτές κατορθώνουν να συγκροτήσουν τη ζωή τους στο μέτρο που μπορούν να τη στοχάζονται ενόσω τη φτιάχνουν προσδίδοντάς της μίαν εκφραστική διάσταση, δηλαδή με την πραγμάτωση, μέσα από το έργο τέχνης, μιας πολλαπλής και αποτελεσματικής διάρκειας.
Διαπιστώνουμε λοιπόν πόσο στενά συνδέονται στον Προυστ η συγκρότηση του έργου τέχνης με το ζήτημα της έγχρονης διάστασης μιας ζωής. Παρατηρούμε επίσης πόσο στενά συνυφασμένα είναι μεταξύ τους τα αυτοβιογραφικά, τα φιλολογικά και τα στοχαστικά ζητήματα. Κατανοούμε, δηλαδή, με ποιον τρόπο διαγράφονται οι όροι μια δυναμικής διεργασίας που διασχίζει, με τα κενά και τις ρήξεις της, τον αιώνα μας και την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σπείρα του χρόνου: οι πρώτες κριτικές αναγνώσεις (όπως και οι παραναγνώσεις) του μυθιστορήματος εγείρουν το ζήτημα της αξιοπιστίας του κειμένου που κρατάμε στα χέρια μας, η φιλολογική αποκατάσταση αυτού του κειμένου (1954, 1987-1989) οδηγεί στην αναζήτηση των βιογραφικών όρων παραγωγής του και στην ανάγκη χρονολόγησης και έκδοσης της επιστολογραφίας του συγγραφέα (1970-1993). Τέλος, παράλληλα με το πέρας αυτού του φιλολογικού κύκλου, εμφανίζεται και η διατύπωση νέων κριτικών ερωτημάτων που ανανεώνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον για το εγχείρημα του Προυστ με τις συμβολές ιστορικών, κοινωνικών επιστημόνων, ψυχαναλυτών και φιλοσόφων.
Τμήμα αυτής της δυναμικής διεργασίας που συγκροτεί σταδιακά το διεθνές αναγνωστικό κοινό του έργου αποτελεί και η πολύτιμη μεταφραστική και κριτική εργασία (1969-1988) του Παύλου Ζάννα, που όχι μόνο συνιστά πράξη αντίστασης εναντίον της τυραννίας αλλά και προτείνει ένα μακροπρόθεσμο, θετικό πρότυπο διαπολιτισμικής πρακτικής. Υπ’ αυτή την έννοια, η καινούργια ελληνική έκδοση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αντλεί την ενέργειά της από τον ίδιο τον πυρήνα του μεταφραστικού εγχειρήματος του Παύλου Ζάννα ενώ αποπειράται παράλληλα να ενσωματώσει δημιουργικά και κάποιες νέες διαστάσεις του ζητήματος.