Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αφιερώματα Ο σύγχρονος λόγος του Κώστα Δρουγαλά – «Από πού έρχεται η νύχτα;»

Ο σύγχρονος λόγος του Κώστα Δρουγαλά – «Από πού έρχεται η νύχτα;»

0

Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος,συγγραφέας,ποιητής

Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν συναντώ νέους λογοτέχνες που ανανεώνουν την τέχνη του πεζού λόγου. Χαίρομαι επίσης όταν θαυμάζω τα εκδοτικά επιτεύγματα της Θράκης. Αυτά τα δύο στοιχεία συγκεντρώνει το νέο έργο του Κώστα Δρουγαλά που εξέδωσε πρόσφατα ο «Παρατηρητής της Θράκης». Αναφέρομαι στο βιβλίο «Από πού έρχεται η νύχτα;» που περιέχει ένδεκα διηγήματα, έκδοση 2022.

Στο κείμενό μου αυτό θα επιχειρήσω συνοπτικά να παρουσιάσω την πορεία του συναδέλφου φιλολόγου Κ. Δρουγαλά. Δημοσιεύματα του «Παρατηρητή» θα μας βοηθήσουν στην προσπάθειά μας.

Ο Κώστας Δρουγαλάς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1985. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όπου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Το 2016 κυκλοφόρησε  το μυθιστόρημα «Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν» (εκδ. Πικραμένος, 2017, 2η έκδοση). Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021, το μυθιστόρημα εντάχθηκε στη βιβλιογραφία του μαθήματος «Η πεζογραφία της κρίσης» στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ. Από το 2013 γράφει κριτικά κείμενα για την ιστοσελίδα bookpress.gr. Ζει κι εργάζεται ως καθηγητής στη Θεσσαλονίκη.

Το πρώτο βιβλίο του νέου συγγραφέα είναι το μυθιστόρημα / ή νουβέλα «Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν», είναι xαρακτηριστικό για το ύφος και το περιεχόμενο των έργων του Κ. Δρουγαλά. Θα προσεγγίσουμε το έργο αυτό μέσα από μία  συνέντευξη του συγγραφέα στο ραδιόφωνο του Παρατηρητή, στα 2016. Θα προσέξουμε τις απόψεις του Δρουγαλά που συνδέονται γενικότερα με τη δημιουργική του βούληση, όπως εμφανίζονται και στο βιβλίο του «Από πού έρχεται η νύχτα;».

Μιλώντας για τον Ντύλαν και το πρώτο έργο του σημειώνει: «Η αγάπη μου γι’ αυτόν εκδηλώθηκε στην Β’ Γυμνασίου. Σημειώνω ότι ο Ντύλαν εμφανίζεται ο ίδιος στο βιβλίο ως ονειροφαντασία, στο πλαίσιο των αναγκών τού πρωταγωνιστή του βιβλίου, ο οποίος κάθε φορά που νοιώθει ότι η πραγματικότητα τον αλλοιώνει, πλάθει με τη φαντασία του τον Μπομπ Ντύλαν που είναι το ίνδαλμά του, να εμφανίζεται απέναντί του και με κάποιο τρόπο να τον συμβουλεύει. Δηλαδή γίνεται κάτι σαν γκουρού, και τον βοηθάει να ανταπεξέλθει σε όλες τις καταστάσεις».

Στην παρατήρηση / ερώτηση του ΠτΘ:  «Εντυπωσιάζουν ορισμένοι όροι του βιβλίου σου, που έχουν να κάνουν και με την υφιστάμενη πραγματικότητα την οποία βιώνουμε όλοι και πολύ περισσότερο εμείς ως νεότεροι: ανεργία, κατάθλιψη, οικογενειακή βία, η περίπτωση του αστυνόμου ο οποίος μάχεται με το δικό του σκοτάδι, ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα. Ουσιαστικά καταγράφεις τη δική σου πραγματικότητα για όλα αυτά τα οποία ζούμε, μέσα από τους ήρωές σου;» Ο συγγραφέας επιβεβαιώνει ότι  «Αυτή ήταν η αρχική πρόθεση. Δεν ξέρω αν το κατάφερα τελικά […] Τα δύο προηγούμενα χρόνια είχα διαβάσει πολύ Τζον Στάινμπεκ και με κάποιο τρόπο μου άρεσε το γεγονός ότι υπήρχε κάποτε ένας συγγραφέας ο οποίος έγραφε πάρα πολύ απλά, και ήταν ίσως ο μοναδικός αποτυπωτής ολόκληρου αυτού του αμερικανικού παρελθόντος της οικονομικής κρίσης του κραχ του 1929, της μετέπειτα κατάθλιψης, της εσωτερικής μετανάστευσης στις ΗΠΑ και έτσι ήθελα να υπάρχει ως κάδρο στο βιβλίο η κρίση».

Θεωρώ πολύ σημαντική την αναφορά του συγγραφέα στον Τζον Στάινμπεκ. Και κάτι πρόσθετο: στην ερώτηση του ΠτΘ: «Ποιο είναι το μάξιμουμ των δυνατοτήτων που επιτυγχάνεται στις τελευταίες σελίδες;» ο Κ. Δρουγαλάς είναι όχι μόνο σαφής αλλά και (θα έλεγα) άμεσος: «Η συντροφικότητα και η αλληλεγγύη ίσως είναι τα δύο βασικά πράγματα για να διεκδικήσει ένας άνθρωπος κάτι παραπάνω».

Ανέφερα αποσπάσματα από την παλιότερη συνέντευξη του συγγραφέα, γιατί μας βοηθά να μπούμε στον κόσμο της δημιουργίας και στη βούλησή του ως δημιουργού, όπως εμφανίζεται και στα νεότερα διηγήματά του.

Περνούμε στη συλλογή διηγημάτων «Από πού έρχεται η νύχτα;».  Θα παρουσιάσουμε πρώτα το διαφωτιστικό κείμενο του οπισθόφυλλου:

«Από πού έρχεται η νύχτα;

Αυτό είναι το ερώτημα, συνειδητό ή ασύνειδο, που διαπερνά τα μυαλά και τα σώματα των πρωταγωνιστών στις 11 ιστορίες του βιβλίου.

Ένας άνεργος ηθοποιός ντυμένος Χίτλερ φωτογραφίζεται στις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου για το μεροκάματο· ένας κυνηγός την πιο κρίσιμη ώρα συλλογίζεται τον παππού του και το Άουσβιτς· ένας χωρισμένος πατέρας μαθαίνει για το ροζ βίντεο της κόρης του· ένας απογοητευμένος σύζυγος έρχεται αντιμέτωπος για πρώτη φορά με τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα· μία ψυχοθεραπεύτρια αποφασίζει να μπει στο αμάξι ενός πρώην ασθενή της· ένας άντρας αποφασίζει να κουρέψει το γρασίδι απ’ όλα τα σπίτια της γειτονιάς για να αναδείξει ένα κρυμμένο Θεματικό Πάρκο· ένας άντρας αναζητά την καλύτερή του φίλη, και ίσως το άλλο του μισό, στην άκρη της γης.

Οικογενειακά μυστικά· η βία των συνόρων· η πατρική φροντίδα η μοναξιά του αποχωρισμού· ο ματαιωμένος έρωτας· λέξεις, γραμμένες στο νερό. Και κάπου εκεί, πολύ ψηλά, αγνή κι αμόλυντη, η αγάπη: πιο ψηλά κι από τα τείχη που φρουρούν άχαρους νόμους και πικρούς κανόνες, σαν το φεγγάρι που φωτίζει τη νύχτα μέσα μας».

Για το βιβλίο αυτό γράφτηκαν θετικά – εγκωμιαστικά θα έλεγα – σχόλια. Θα επιχειρήσουμε να σχολιάσουμε κάποια, ενδεικτικά.

Στην Κομοτηνή στις 8 Φεβρουαρίου 2023, κατά την παρουσίαση του βιβλίου, διαβάζουμε στο σχετικό δημοσίευμα του Παρατηρητή ότι έγινε ενθουσιώδης συζήτηση μεταξύ των παρευρισκόμενων «σε σχέση με τα ζητήματα που ο ίδιος πραγματεύεται και στη δεύτερη αυτή συγγραφική του προσπάθεια, ζητήματα όπως αυτά του φασισμού, της μοναξιάς, της κατάθλιψης, της επικράτησης της εικόνας και του εύκολου χρήματος, ζητήματα δύσκολα μεν, επίκαιρα δε, στη σημερινή εποχή των πολλαπλών κρίσεων που απασχολούν και σίγουρα μας αφορούν άπαντες».

Από τους εισηγητές, η φιλόλογος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια της Νεοελληνικής Ειδίκευσης του ΤΕΦ του ΔΠΘ Μελτέμ Ιμάμογλου αναφέρθηκε σε Ιστορίες που βάζουν τον αναγνώστη σε σκέψεις και δείχνουν με απλό και κατανοητό τρόπο πώς δικαιολογεί το άτομο μια δική του απαράδεκτη συμπεριφορά, ιστορίες που θέτουν το ερώτημα «τελικά η νύχτα έρχεται ως ατομική εμπειρία ή μερικές φορές ως συλλογική ευθύνη;».

Η επίσης φιλόλογος Βίκυ Τριανταφυλλιά τόνισε ότι ο  συγγραφέας αγαπά τους ήρωές του, και στις πιο δύσκολες στιγμές «Με χαλαρωτικό μασάζ το χιούμορ απελευθερώνει ενδορφίνες και μας κερνάει με μια ανθρωπιά τόσο ζεστή και με μια τρυφεράδα νόστιμη σαν παιδική καραμέλα».

Τέλος ο σημαντικός λογοτέχνης Χρήστος Χαρτοματσίδης στην εμπεριστατωμένη εισήγησή του σημειώνει ότι «Ο Δρουγαλάς ξέρει να συντηρεί την ένταση και την αγωνία. η γραφή του είναι ζωντανή και  ο λόγος του ρέει». Ενώ σε άλλο σημείο τόνισε με έμφαση ότι τον συγγραφέα «Τον έλκει το άκρως περίεργο, το προκλητικό, το ασυνήθιστο».

Η συγγραφέας Διώνη Δημητριάδου με πολλή αγάπη γράφει για το βιβλίο του Κ. Δρουγαλά (5 Φεβρουαρίου 2023, Bookpress). Θα παραθέσουμε τρία σημεία:

«Το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί «σκοτεινό» και ανέλπιδο, καθώς εστιάζει στα καθοριστικά σημεία καμπής της ευθύγραμμης ζωής, χωρίς ορατό και εύκολα προσβάσιμο τον ορίζοντα διαφυγής. Κι όμως, συχνά αρκεί η συμφιλίωση με τα νέα δεδομένα, ακόμη και μια αμυδρή ελπίδα ότι κάθε στροφή της ζωής ίσως φέρει μια νέα προοπτική. Άλλοτε πάλι πρέπει οι ήρωες να πάρουν σκληρές αποφάσεις, μήπως και καταφέρουν να ισιώσουν ξανά τη ζωή τους, με την επίγνωση όμως πως ποτέ πια τίποτα δεν θα είναι το ίδιο – μια μορφή συμφιλίωσης κι αυτή»

Όσο αφορά τη γλώσσα του Δρουγαλά σημειώνει ότι  «Χειρίζεται τη γλώσσα με τρόπο που να συνταιριάζουν οι λέξεις του με τη θεματική του κάθε διηγήματος». Άλλοτε σκληρή «όταν απαιτείται η ρεαλιστική αποτύπωση των γεγονότων», «αλλού πιο ήπιες εκφράσεις δείχνουν ευαισθησίες καλυμμένες κάτω από πιο σκληρές και επίπεδες συμπεριφορές», ενώ «αλλού η γλώσσα ακολουθεί τους συνειρμούς του ήρωα, προκειμένου να αποτυπωθεί όλη η βασανιστική αμφιβολία για την ορθότητα μιας πράξης (όπως στο διήγημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του όπλου»).

Η Διώνη Δημητριάδου χαρακτηρίζει πρωτότυπο τον τρόπο του συγγραφέα, που δημιουργεί «Μια ενδιαφέρουσα προσωπική γραφή».

Θα κλείσουμε την προσέγγισή μας  στο έργο του Κώστα Δρουγαλά, παραθέτοντας κάποια αποσπάσματα από τα διηγήματά του.

Ξεχώρισα πολλά,  θα  ξεκινήσω με το διήγημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του όπλου», που το ξεχώρισε και η Δ. Δημητριάδου.

«Κινούνταν αθόρυβα, επειδή τ’  αγριόγιδα εντόπιζαν την κίνηση. Ο φαντομάς της Πίνδου. Αυτός ήταν.

Κοντοστάθηκε μπροστά σ’ έναν βράχο. Χάιδεψε την επιφάνειά του. Μικρά στίγματα από οπλές, σαν μολυβιές. Ξεκρέμασε το όπλο και το πέρασε στον άλλον ώμο. Μέρες τώρα του πονούσαν τα χέρια απ’ τους ώμους ως τα δάχτυλα, αλλά αρνούνταν να επισκεφθεί κάποιον ειδικό. Παιδική φοβία οι γιατροί» (σελ. 51)

«Κι ύστερα σκεφτόταν πως ήταν κρίμα που ο παππούς του χάθηκε σ’ έναν θάλαμο αερίων, αλλά δεν είναι κι όλα Άουσβιτς στη ζωή, μην τρελαθούμε κιόλας, κι αυτά άλλωστε έγιναν πριν εβδομήντα και βάλε χρόνια… Κι ύστερα σκεφτόταν πως άλλο να βγαίνεις για κυνήγι κι άλλο να προκαλείς μια ολόκληρη σφαγή. Άλλο να σε λένε Λεβή Σαλτιέλ και το παρατσούκλι που σου ’χουν κολλήσει τα παιδιά πίσω απ’ την πλάτη σου να είναι «Το αγριοκάτσικο» εξαιτίας της κυνηγητικής σου φύσης, κι άλλο να σε χαρακτηρίζουν «Αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος» ή «Άγγελο του θανάτου στο Άουσβιτς». Κι έτσι, μ’ αυτά και μ’ εκείνα, στήριξε καλά το όπλο στον ώμο, σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη.

Έτσι ήταν γραφτό να πεθάνει το αγριόγιδο. Ούτε ο χρυσαετός θα το σήκωνε ψηλά στον ουρανό, ούτε ο λύκος του θανάτου θα το δάγκωνε στον λαιμό, ούτε τα κέρατα του αντίζηλου απ’ την αγέλη θα το κάρφωναν στο στέρνο. Θα πέθαινε από ανθρώπινη συνήθεια κι από μία σφαίρα τριάντα έξι γραμμαρίων.» (σελ. 55 – 56).

Εξαιρετικό είναι το διήγημα «Όρια ωραία και όρεα».

«Η Αμάγια δεν κατάλαβε το παραμικρό· κολυμπούσε σπρώχνοντας το άψυχο σώμα του πατέρα της, περιμένοντας, με μια ελαφριά αδημονία, τη σειρά της για να παίξει. Δεν περίμενε ποτέ πως ο μπαμπάς της μπορούσε να κρατήσει τόσην ώρα την ανάσα του κάτω απ’ το νερό. Τον θαύμασε· ήταν τόσο καλός όσο και μια θαλάσσια χελώνα.

Είχαν πλησιάσει τόσο κοντά στην ακτή, που μέχρι και η Αμάγια πατούσε. “Μπαμπά; Μπαμπά; Θέλω κι εγώ να παίξω”. Όμως ο μπαμπάς συνέχισε να κρατάει την ανάσα του, κι η Αμάγια δεν μπορούσε να το εξηγήσει με λόγια, αλλά το ένιωθε βαθιά μέσα της πως κάτι πήγαινε λάθος μ’ αυτό το παιχνίδι, κι έμπηξε τα κλάματα» (σελ. 100).

Το τελευταίο απόσπασμα είναι από το διήγημα «Η ίδια μέρα που θα γίνουμε». Το επέλεξα  γιατί αναφέρεται στην … Ξάνθη.

«Θα ταξίδευε στην Ξάνθη με το πούλμαν της  ομάδας για τον τελικό κυπέλλου του Πρωταθλήματος Νέων, αλλά ο πατέρας του επέμενε να πάνε παρέα με το οικογενειακό Βόλβο» (σελ. 104).

«Βγήκε έξω κι άρχισε να ρωτάει τους διερχόμενους οδηγούς αν πήγαινε κάποιος για την Ξάνθη. Κανείς δε του έδωσε σημασία, αν εξαιρέσουμε τα φοβισμένα βλέμματα και τις κόρνες και τις βρισιές πίσω απ’ τα κατεβασμένα παράθυρα. Κάθισε σ’ ένα άδειο τραπέζι ενός καφέ κι άρχισε να κλαίει. Δεν τον ένοιαζε που τον έβλεπαν, δεν τον ένοιαζε καθόλου. Είχε χάσει τον τελικό κυπέλλου. Ήταν ένα τίποτα. Ο κανένας. Σκούπισε τα δάκρυά του κι επέστρεψε σπίτι, αυτή τη φορά περπατώντας αργά, σαν να ήταν ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη» (σελ. 106).

Πιστεύω ότι απέδωσα τον πλούτο και το ήθος του λόγου του Κώστα Δρουγαλά. Μου έμεινε – σαν κεντρική ιδέα – η φράση:

«Δεν έχει σημασία πόσο μακριά θα βρισκόμαστε, φρόντισε απλώς να είσαι καλά, γιατί αν δεν είσαι, ούτε εγώ θα είμαι» (σελ. 185).

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αφιερώματα
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Δημοψηφίσματα και ΜΜΕ – Πώς το 2015 το “Ναι” των Μέσων έγινε στις κάλπες “Όχι”» του Γιώργου Πλειού

Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από το ελληνικό δημοψήφισμα, το βιβλίο δίνει ιδιαίτερη…