Η συγγραφέας Λίλη Λαμπρέλλη στον ρου μίας συνέντευξης τονίζει στο «Ε» την θέση που καταλαμβάνει στην ζωή της το λαϊκό παραμύθι
Λ. Λαμπρέλη: «Τα λαϊκά παραμύθια κρύβουν μια μεγάλη δύναμη, μιας και τουλάχιστον εμένα προσωπικά μου έχουν αλλάξει την ζωή»
Το βιβλιοπωλείο Πυργελή, η Φιλοπρόοδη Ένωση Ξάνθης και οι Εκδόσεις Πατάκη προσκαλούν το ενήλικο αναγνωστικό κοινό το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στις 18:00 στο Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης σε μια συνάντηση για το λαϊκό παραμύθι με τη συγγραφέα και αφηγήτρια παραμυθιών Λίλη Λαμπρέλλη. Η ίδια μιλώντας στο «Ε» λίγες μέρες πριν την παρουσίασή της στην Ξάνθη διασαφηνίζει τη μαγική δύναμη των λαϊκών παραμυθιών και συγκεκριμένα των μαγικών. Εν συνεχεία, κάνει μνεία στη θέση της γραφής στην ζωή της με κατάληξη στην συνάντηση του Σαββάτου.
«Ε»: Πώς επιδρά σε εσάς το λαϊκό παραμύθι; Ποια θέση κατέχει στην ζωή σας;
Λ.Λ.: Τα λαϊκά παραμύθια κρύβουν μια μεγάλη δύναμη, μιας και τουλάχιστον εμένα προσωπικά μου έχουν αλλάξει την ζωή και δη από το ’98 που γνωρίστηκα μέσα από μία συγκυρία με τον κόσμο αυτόν στην Γαλλία. Όχι μόνο με έχουν επηρεάσει ως άνθρωπο, αλλά έχουν επιδράσει παράλληλα και στον τρόπο της γραφής μου. Δηλαδή, το λαϊκό παραμύθι μπορεί να με βοηθήσει να γράψω καλύτερα, κάτι, βέβαια που το διαπιστώνω κάθε μέρα. Είναι ένας δρόμος γεμάτος με δώρα.
«Ε»: Ποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά φέρουν τα μαγικά/μυθικά λαϊκά παραμύθια;
Λ.Λ.:Η βασική κατηγορία λαϊκών παραμυθιών, τα μαγικά/μυθικά ενέχουν συμβολισμούς, είναι τα πιο παλιά στον μύθο, όπως και η Σταχτοπούτα. Ομολογώ πως κρύβουν μία σοφία μέσα τους, μολονότι έχουν λογοκριθεί. Μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία αναζήτηση χαμένων θησαυρών σε περίπτωση που το κάνει κάποιος με την καρδιά του. Ωστόσο, αν επιδίδεται σε αυτό διεκπεραιωτικά «περνά από δίπλα» απλώς, βλέπει το περιτύλιγμα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα έχουν μικρύνει, έχουν προσαρμοστεί, δηλαδή, στα μέτρα των παιδιών. Κυρίως τα μαγικά φτιάχτηκαν για τους εφήβους που θα περάσουν στην ενηλικίωση. Μπορώ να ξεχωρίσω τι έχει αλλοιωθεί και από την άλλη τι έμεινε ανέπαφο.
«Ε»: Αφήγηση ή γραφή; Ποια θεωρείτε πως είναι η πιο ασφαλής οδός για να εξωτερικεύσετε όσα έχετε κατά νου;
Λ.Λ.:Η γραφή είναι κάτι συναρπαστικό. Ειδικότερα, όσο περνούν τα χρόνια νιώθω ότι με «τραβά» όλο και περισσότερο. Όσον αφορά τα λαϊκά παραμύθια, με ευχαριστεί η παρηγορία. Με λίγα λόγια, η γραφή με ελκύει περισσότερο από το να αφηγηθώ ένα παραμύθι, διότι χρειάζεται μεγαλύτερη ενέργεια. Η αφήγηση έχει και το ρίσκο της ποιότητας της στιγμής, δεν είναι σίγουρο αν θα πάει καλά. Απεναντίας, η γραφή δίνει σε κάποιον τη δυνατότητα να γράψει πάντα σε μία λευκή σελίδα και μετά να το κοιτάξει. Είναι πιο ασφαλές. Άλλωστε, χρειάζομαι στην ζωή μου χρόνο, ο οποίος βέβαια προκύπτει μέσω της γραφής. Μία συγκυρία πάντα μου έδινε το βήμα να ετοιμάσω ένα ρεπερτόριο με αφηγήσεις. Το ίδιο ισχύει και με την γραφή.
«Ε»: Τι θα ακούσουμε από εσάς στην εκδήλωση του Σαββάτου στο Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Ξάνθης;
Λ.Λ.: Στο πλαίσιο της εκδήλωσης σκοπεύω να μιλήσω για τα πολύ βασικά γνωρίσματα του λαϊκού παραμυθιού και συγκεκριμένα για τα μαγικά. Επίσης, πιθανόν να αναφερθώ στην γραφή μου και στις επιρροές που έχει δεχτεί από την προφορική παράδοση. Σίγουρα θα κλείσω με την αφήγηση ενός ή δύο παραμυθιών των εκδόσεων Πατάκη που αποτελούν το ρεπερτόριό μου από όλο τον κόσμο και από την Ελλάδα. Ιδίως δε τα μαγικά παραμύθια είναι μεγάλα και έχουν και μυθική αγριότητα. Οπότε, θα επιλέξω ενδεχομένως μία νουβέλα, κάτι πιο ήπιο και συνάμα πιο μικρό, αφού δεν θέλω να κουράσω το κοινό μου.
Γιατί λέω παραμύθια;
Γιατί άραγε οι παραμυθάδες νιώθουμε την ανάγκη να λέμε παραμύθια – αυτόν τον φαινομενικά ανώδυνο λόγο που όμως έχει τη δύναμη να (μας) μεγαλώνει;
Σίγουρα όχι για να εκφραστούμε καλλιτεχνικά – αν αυτός είναι ο στόχος μας, θα πρέπει να καταπιαστούμε με κάτι άλλο. Ούτε λέμε παραμύθια για να «κλέψουμε» μια εφήμερη θέση στο κέντρο του λόγου, έχοντας πιάσει ομήρους τους γύρω μας για όση ώρα διαρκεί η αφήγηση – αυτό μπορούμε να το επιχειρήσουμε με χίλιους άλλους (συνήθως πιο εύκολους) τρόπους. Τότε, γιατί;
Λέω παραμύθια για να καθαρίσω το μαύρο μου αίμα.
Όλοι οι παραμυθάδες το ξέρουμε καλά πως τα παραμύθια –και πάνω απ’ όλα τα μαγικά παραμύθια– μας καθαρίζουνε το αίμα, που πάει να πει πως είναι απελευθερωτικά. Όσο κι αν κάποιες φορές, με μια πρώτη ματιά, μοιάζουν παθητικοί οι ήρωές τους, πάντα έρχεται η στιγμή ν’ αντικρίσουν το βλέμμα του αγριμιού που είναι λουσμένο θάνατο, πάντα μαυρίζει το αίμα τους και πάντα στο τέλος, αποδεχόμενοι τη θνητότητα, μετακινούνται προς τη ζωή και το αίμα τους καθαρίζει.
Όσο για μένα, βρήκα τη δικιά μου απάντηση στο «γιατί λέω παραμύθια» πριν από κάμποσα χρόνια, μια μέρα που έβλεπα στην τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ για δεινόσαυρους. Επιστήμονες συζητούσαν για ένα απολίθωμα αυτού του παράξενου ζώου που είχε ίχνη φτερών και δεν ήξεραν αν ήταν ένα είδος που είχε πετάξει στο παρελθόν και βρισκόταν σε ένα στάδιο εξέλιξης όπου χάνονταν τα φτερά του ή το αντίθετο, αν επρόκειτο να πετάξει στο μέλλον. Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση, ψαχούλεψα την πλάτη μου, εκεί ανάμεσα στους ώμους, κι ένιωσα πως είχα τέτοια χνάρια. Έξαφνα, γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα ότι αυτό είναι ο παραμυθάς: ένα πλάσμα που ξέρει πως έχει χνάρια από φτερά. Άραγε να πετούσε κάποτε και με τις αφηγήσεις του θέλει να ιστορήσει μνήμες τ’ ουρανού ή ετοιμάζεται να πετάξει και μιλάει ακατάπαυστα γι’ αυτό, για να πάρει κουράγιο, επειδή δεν το αποφάσισε ακόμα;
Λαμπρέλλη, Λίλη (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ)
Πατρίδα μου το Αιγαίο. Σπούδασα νομικά. Δούλεψα μεταφράστρια για χρόνια πολλά. Είμαι παραμυθού.
Έγραψα το πρώτο δικό μου παραμύθι το 1986 και γράφω ακόμα. Είπα το πρώτο μου παραμύθι από την προφορική παράδοση το 1998 και λέω ακόμα. Παρέλαβα από πολλούς παραμυθάδες, με πιο σπουδαίο στην καρδιά μου τον Ανρί Γκουγκό – του χρωστάω. Συγγενείς μου είναι όλοι όσοι παθιάζονται με το λαϊκό παραμύθι, το κρυφό του νόημα και την αφήγησή του. Μοιράζομαι μαζί τους την παιδική ματιά του σαλτιμπάγκου. Περπατώ μαζί τους χέρι χέρι σ’ ένα σκοτεινό μονοπάτι που (άραγε ψέματα ή αλήθεια;) οδηγεί στο φως…
Χρύσα Κιατίπη
chkiatipi@empros.gr