Εκτός κλίµατος αγοράς βρίσκεται εδώ και λίγο καιρό το εγχώριο εµπόριο στην περίπτωση του καλαµποκιού, µε τον αλωνισµό να βρίσκεται πολύ κοντά στο τέλος του στις περισσότερες περιοχές της χώρας
Η απουσία ζήτησης είναι ο βασικός παράγοντας τον οποίο επικαλούνται παράγοντες της αγοράς, κάτι που µάλλον δικαιολογείται από την ευρύτερη µετατόπιση «παραπίσω» του εφοδιαστικού προγραµµατισµού των εκµεταλλεύσεων. Με άλλα λόγια, η σηµερινή συνθήκη µάλλον δίνει σήµα για ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος από τις κτηνοτροφικές µονάδες, αφού αν συγκεντρωθεί η παραγωγή στα χέρια των εµπόρων, τότε τα σηµερινά χαµηλά των 18-19 λεπτών, µάλλον σηµατοδοτούν τα χαµηλά του εύρους τιµών για τη φετινή περίοδο.
Συγκεκριµένα, το ελεύθερο εµπόριο πιέζει τους παραγωγούς για τα 18 λεπτά το κιλό, ενώ σε απευθείας συναλλαγές αγροτών µε κτηνοτρόφους, ακούγονται µέχρι τα 19 λεπτά το κιλό, όταν πριν από περίπου ένα µήνα, η αγορά κινούταν στην περιοχή των 22 µε 23 λεπτών.
Σε αυτά τα επίπεδα παραµένουν οι τιµές για τα εισαγόµενα καλαµπόκια, σύµφωνα µε το ρεπορτάζ, αν και οι εισαγωγικές ροές είναι κάπως περιορισµένες, αφού στη Βουλγαρία, τη Ρουµανία και την Ουγγαρία οι παραγωγοί έχουν ευθυγραµµιστεί µε τα 220 ευρώ ο τόνος τιµή χωραφιού/αποθήκης. Σε αυτά τα επίπεδα τιµών, το ενδιαφέρον εισαγωγέων έχει περιοριστεί, αφού «δεν συµφέρει ο καρπός», µε αρκετούς να επιδίδονται πλέον στις εισαγωγές φυράµατος.
Πάντως, οι τιµές των υπόλοιπων βαλκανικών κρατών, δείχνουν µια συµφωνία και µε τις χρηµατιστηριακές τιµές στο Παρίσι, οι οποίες αν και πιέστηκαν από τη συγκοµιδή, διατηρούν το επίπεδο των 200 ευρώ ο τόνος στα συµβόλαια Νοεµβρίου που λήγουν σε λίγες ηµέρες. Αν στις τιµές αυτές προστεθούν τα έξοδα φορτώµατος, µεταφοράς, τότε προκύπτει ότι η φυσική αγορά βρίσκεται λίγο παραπάνω.
Σε διεθνές επίπεδο, οι τιµές καλαµποκιού υποχωρούν στο Σικάγο, τόσο εξαιτίας της πίεσης της συγκοµιδής, όσο, κυρίως, λόγω του περιορισµένου ενδιαφέροντος από την Κίνα, σε µια κατάσταση που είναι εµφανής σχεδόν σε όλα τα αγροτικά commodities µε εξαγωγικό ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν διευκολύνονται και από τη συναλλακτική ενίσχυση του δολαρίου.