Ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης είναι δύο χρόνια μεγαλύτερός μου. Είχα τη χαρά να τον γνωρίσω το 2011, ασχολήθηκα με το λογοτεχνικό έργο του, μιλώντας και γράφοντας γι’ αυτό. Αν θα ήθελα με μία φράση να χαρακτηρίσω την παρουσία του στην τέχνη του λόγου, θα έλεγα ότι είναι ένας δόκιμος συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων. Θα επιχειρήσω με το κείμενό μου να περιγράψω το ως τώρα έργο του.
Θα ξεκινήσουμε παρουσιάζοντας ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του Μιχάλη Μπουναρτζίδη.
«Γεννήθηκα το 1947 στην Ξάνθη, όπου και τέλειωσα το σχολείο. Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στη Γεωπονοδασολογική Σχολή. Έχω τίτλο Μεταπτυχιακών Σπουδών από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και έχω γράψει πολλές εργασίες, πάντα στις Θετικές Επιστήμες και στα Οικονομικά, μια και εργάστηκα στην ΑΤΕ απ’ όπου και πήρα σύνταξη το 2007. Η λογοτεχνία και το διάβασμα όμως, ήταν πάντα η προτεραιότητα και η ανάγκη μου, το γράψιμο ήρθε σχετικά αργά, αφού χωνεύθηκαν κάποιες χιλιάδες βιβλία. Το πρώτο μου βιβλίο, η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, εκδόθηκε το 2010 από την ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ, Α.Β.Ε.Ε. Το δεύτερο βιβλίο μου, Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ, εκδόθηκε το 2015 από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ».
Να προσθέσουμε ότι το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανός το τρίτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Τι σημαίνουν οι σημύδες;», ενώ το 2023 κυκλοφόρησε το τέταρτο «Αποδοχή κληρονομιάς», εκδ. Επτάλοφος, σελ. 294.
*
Συνεχίζοντας, στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στο κάθε μυθιστόρημα ξεχωριστά, παραθέτοντας πρώτα τα κείμενα των οπισθόφυλλων, ενώ κατόπιν θα δώσουμε το λόγο σε μελετητές του Μιχάλη Μπουναρτζίδη. Στο δεύτερο μέρος του κειμένου μας θα μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνεντεύξεις του και θα κλείσουμε με αποσπάσματα του έργου του.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
1. ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, 2010
«Δυο ιστορίες σαν μυθιστόρημα εξελίσσονται παράλληλα, ξεκινάνε το 1882 στην Αδριανούπολη και κοντά σ’ αυτήν, όταν έρχονται στη ζωή δυο άνθρωποι που έζησαν, στ’ αλήθεια, και σταματάνε το 1922 είναι τα χρόνια που ο ένας πόλεμος μετά τον άλλον, άλλαξαν τον κόσμο τους, στη Θράκη που γεννήθηκαν, στην Ελλάδα, στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη…
Κάποια πρόσωπα και κάποιες δικές τους αφηγήσεις, πάνε και υφαίνονται και μπλέκουν και γίνονται ένα, με την Ιστορία την γραμμένη, αυτή που συνέβη και δεν αλλάζει… έτσι προχωράνε οι δυο ιστορίες που μπορεί να έγιναν έτσι, αλλά μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει να ξέρουμε πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, όπως τα βλέπουμε και τα ζούμε σήμερα.
Πολλά «γιατί» βρίσκουν απαντήσεις, αναζητώντας τις σ’ όλο το χώρο ανάμεσα στη γραμμή που τρέχει απ’ τη Σαλονίκη στη Σόφια, μετά στην Οδησσό, κι από κει στην Πόλη και πίσω, «γιατί» που κρύβουν ιστορίες και δράματα, προσωπικά, οικογενειακά αλλά κυρίως εθνικά, κρύβουν διωγμούς, θάνατο, ανθρωπιά, ντροπές, εξιλέωση…».
Παρουσιάζοντας το πρώτο αυτό έργο του Μπουναρτζίδη ανάμεσα στα άλλα είχα σημειώσει:
Το έργο αναφέρεται στην ιστορία της ενιαίας Θράκης από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως τις πρώτες τραγικές δεκαετίες του 20ου αιώνα. Μέσα από το συναρπαστικό λόγο του συγγραφέα γνωρίζουμε την οδύσσεια του θρακικού – και όχι μόνο – ελληνισμού. Μπόρεσε και πάντρεψε δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα, την ιστορία και τη λογοτεχνία. Το βιβλίο κινείται μεταξύ των δύο και έχει τα χαρίσματα και της λογοτεχνίας (φαντασία και θελκτικότητα στον τρόπο γραφής), αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η ιστορική διάσταση. Σε άρθρο μου παρουσίας του μυθιστορήματος αναφέρω ότι εκτός από την ιστορία γνωρίζουμε μέσα από το βιβλίο αυτό και τη λαογραφία.
Έχοντας ο συγγραφέας υπόψη του πληθώρα πηγών, όχι μόνο συναρτά τη λογοτεχνία με την ιστορία [όπως προείπαμε] αλλά και με τη λαογραφία – τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις και την ψυχοσύνθεση ατόμων και συνόλων. Διαβάζοντάς το ξαναζωντάνεψαν μέσα μου οι ξανθιώτικες γειτονιές της δεκαετίας του ’50, όταν τα βραδάκια χριστιανές και χανούμισσες γειτόνισσες καπνίζοντας συζητούσαν και επικοινωνούσαν. Αυτό το κλίμα που και ο Μιχάλης μεταδίδει με επιτυχία με το γραπτό του.
Θεωρώ ότι για την ιστορία της ενιαίας Θράκης κατά το διάστημα 1880 – 1920 το βιβλίο τούτο είναι χρήσιμο βοήθημα για τα θρακιωτόπουλα που θέλουν να γνωρίσουν την ιστορία του τόπου τους, ‘όργανο θρακογνωσίας’, όπως σημειώνω, που μπορεί να εισαχθεί ως βοήθημα στα πλαίσια του μαθήματος της «τοπικής ιστορίας».
Η καθηγήτρια του Παντείου Σία Αναγνωστοπούλου χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα ως «βιβλίο ποταμός». Παρατηρεί ότι «η μεγάλη ιστορία διαπλέκεται με τις ιστορίες των «μικρών ανθρώπων». Όπου η μεγάλη ιστορία πέφτει σαν κεραυνός στις ζωές των ανθρώπων. Αυτή η συγκλονιστική διαπλοκή της μεγάλης, με τις μικρές ιστορίες αφηγείται ο συγγραφέας, τη διαπλοκή του μεγάλου ιστορικού χρόνου, με τους μικρούς χρόνους των καθημερινών ανθρώπων». Καταλήγει τονίζοντας ότι «οι συνέπειες της μεγάλης ιστορίας δεν έπεσαν μόνο στα κεφάλια των Μικρασιατών αλλά και των Θρακιωτών, δεν έπεσαν μόνο στα κεφάλια των Ρωμιών αλλά και όλων των πληθυσμών».
2. ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ, 2015
Πέντε χρόνια μετά το πρώτο βιβλίο του ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης εξέδωσε το μυθιστόρημα «Περιπλάνηση ενός βιολιού», που χαρακτηρίστηκε από τον Άγγελο Κουτσούκη (Ραδιοφωνικό Παραγωγό και Δημοσιογράφο) ως «ένα από τα πιο φιλόδοξα ελληνικά μυθιστορήματα» που έχει διαβάσει.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ
«Ο Αλέκο εφέντης φτάνει απ’ τη Φώκαια της Μικρασίας, το 1914, στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του, ανάμεσά τους και τον έφηβο Θωμά.
Η ζωή του Θωμά θα συνδεθεί μ’ ένα βιολί που προέρχεται κι αυτό από τη Μικρασία. Οι δυο τους ανταμώνουν στα χώματα του προσφυγικού καταυλισμού στο Ζεϊτενλίκ, σ’ έναν απρογραμμάτιστο χορό που ξεσήκωσε η γκάιντα κάποιου Θρακιώτη πρόσφυγα. Το βιολί γίνεται η αφορμή για ένα ακόμη αντάμωμα: ο Θωμάς γνωρίζει την Ελβίρα, τη θυγατέρα ενός Εβραίου υφασματέμπορα, στη Σαλονίκη του Διχασμού και της μεγάλης πυρκαγιάς.
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο Θωμάς, άντρας πια, και το βιολί συναντιούνται μ’ έναν ταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού στις παγωμένες ερημιές της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου.
Ο άντρας και το βιολί περιπλανιούνται στην ταραγμένη Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Ζουν παρέα στα χαμαιτυπεία του Βερολίνου, της μητρόπολης των παθών, την εποχή της ανόδου των ναζί. Τα γυρίσματα της μοίρας τούς φέρνουν στην αναρχική Βαρκελώνη του 1936, στα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου, την ημέρα της κηδείας του Μπουαναβεντούρα Ντουρούτι. Περίπου τρία χρόνια μετά, η περιπλάνηση συνεχίζεται…».
Θα παρουσιάσουμε κάποιες απόψεις και προσεγγίσεις του βιβλίου από τον Άγγελο Κουτσούκη και τον Δήμο Χλωπτσιούδη, ενώ σε επόμενη ενότητα του άρθρου θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από το μυθιστόρημα.
Ο Άγγ. Κουτσούκης για το περιεχόμενο του βιβλίου και τους ήρωές του σημειώνει: «Από την Θεσσαλονίκη του 1914 μέχρι την Βαρκελώνη του Ισπανικού εμφύλιου και το 1936 οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στις αρχές του πιο σκοτεινού αιώνα στην ιστορία της ανθρωπότητας, έζησαν γεγονότα που άλλαξαν την μoρφή του κόσμου όπως τoν γνώριζαν μέχρι τότε. Μαζί τους και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου […] Οι ήρωες του βιβλίου στροβιλίζονται μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν και επιζούν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς οικογένεια, χωρίς ταυτότητα παρά μόνο με την δική τους υπόσταση».
Ο Δ. Χλωπτσιούδης αντίστοιχα παρατηρεί ότι ο συγγραφέας : «ταξιδεύει τον αναγνώστη στις πιο άγριες εποχές της μεσοπολεμικής Ευρώπης, σε εποχές ανατροπών. Ο Μπουναρτζίδης αποκαλύπτει την άλλη εικόνα της ηπείρου μακράν της εικόνας της belle époque και της μποέμικης διασκέδασης. Αντίθετα, μας ταξιδεύει στην Ευρώπη των ανατροπών, των ένοπλων συγκρούσεων, επαναστάσεων κι εμφυλίων».
Θα φωτίσουμε την ιδεολογική/πολιτική ματιά του μυθιστορήματος.
Ο Κουτσούκης σχετικά δηλώνει: «Έχει διαβάσει πολύ, έχει ψάξει ακόμα περισσότερο μέχρι να φτάσει να γράψει αυτά που γράφει. Αυτό που γράφει, το κατέχει, είναι βιωμένο, είναι πέρα από την ιστορία, είναι η πολιτική θεώρησή της […] Βέβαια, ιδιαίτερη σημασία σε ένα μυθιστόρημα που επενδύει στα ιδεολογικά αδιέξοδα, τα γεγονότα που με τον ένα ή άλλο τρόπο διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ευρώπη και τις ενδοεπαναστατικές έριδες – στην Ισπανία και την μετεπεναστατική Ρωσία – έχει η αφηγηματική ροή που προχωρά γίνεται με κινηματογραφική ροή».
Αντίστοιχα ο Χλωπτσιούδης παρατηρεί: «Ο συγγραφέας σε αντίθεση με τους περισσότερους ομοτέχνους του προτίμησε να ασχοληθεί με τα πεδία των αιματηρών συγκρούσεων τριών ιδεολογιών που ευελπιστούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, ή έτσι διέδιδαν: τον υπαρκτό σοσιαλισμό, την αναρχία και τον εθνικοσοσιαλισμό όταν ακόμα γεννιόταν. Δίνει μία εικόνα τόσο των συγκρούσεων των επαναστατικών δυνάμεων της εποχής όσο και της ανάδυσης των πλέον αντιδραστικών και ρατσιστικών ιδεολογιών που γέννησε ο Μεσοπόλεμος, όπως αυτές καθρεφτίζονταν στη συμμετοχή τους στον Ισπανικό Εμφύλιο».
Και οι δύο αναφέρονται στην «κινηματογραφική» ματιά του Μπουναρτζίδη: «Τα περιγραφικά του πλάνα θυμίζουν σκηνές της μεγάλης οθόνης· λεπτομέρεια φωτογραφική με κινηματογραφική προσέγγιση που όμως δεν αποσπά την προσοχή του αναγνώστη από τα σημαντικά. Ακόμα και η ίδια η περιγραφή του χώρου συνδέεται άμεσα με τη δράση ή την ψυχολογία του ήρωα» (Δ. Χλωπτσιούδης).