Αμετάβλητα άφησε τα επιτόκια η ΕΚΤ μετά από δέκα διαδοχικές αυξήσεις
Την πρώτη «παύση» έπειτα από 10 διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), της οποίας το εκτελεστικό συμβούλιο συνεδρίασε στην Αθήνα, με οικοδεσπότη τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα.
Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες, έπειτα από τουλάχιστον έναν χρόνο διαδοχικών αυξήσεων, αποφάσισαν να αφήσουν το βασικό επιτόκιο στο 4,5%, το επιτόκιο καταθέσεων στο 4% και το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης στο 4,75%.
Η εν λόγω εξέλιξη συνιστά απόρροια της περαιτέρω επιβράδυνσης του ετήσιου πληθωρισμού (4,3% τον Οκτώβριο από 5,2% τον Σεπτέμβριο), αλλά και της επιδείνωσης των προοπτικών στην οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο ύφεσης στο β’ εξάμηνο.
Στους λόγους για τους οποίους το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια εξήγησε η επικεφαλής της Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία απέδωσε τα εύσημα για την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας στα επίπεδα προ της πανδημίας.
Η κα Λαγκάρντ κατά τη συνέντευξη Τύπου στην έδρα της Τράπεζας της Ελλάδος χαιρέτησε την εξαιρετική ικανότητα ανάκαμψης που επέδειξε η Ελλάδα, τονίζοντας ότι η χώρα μας επέστρεψε στην κατάσταση πριν την πανδημία, είναι μάλιστα σε καλύτερο επίπεδο και συγκρίνεται θετικά σε σχέση με άλλες χώρες.
Η Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε ότι «το γεγονός ότι κρατάμε τα επιτόκια σταθερά δεν σημαίνει ότι δεν θα τα αυξήσουμε ποτέ». Πρόσθεσε ακόμη ότι αυτό «θα εξαρτηθεί από τα οικονομικά δεδομένα της στιγμής» .
Επιπλέον υπογράμμισε ότι «οι μελλοντικές αποφάσεις της ΕΚΤ θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά της θα καθοριστούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη επίτευξη του στόχου για τον πληθωρισμό.»
Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία και πιο συγκεκριμένα στα ελληνικά ομόλογα, η Κριστίν Λαγκάρντ επισήμανε ότι πλέον αυτά είναι επιλέξιμα για να συμμετάσχουν στα προγράμματα επαναγοράς της ΕΚΤ, τα οποία όμως πλέον έχουν «παγώσει».
Εξήγησε πως η «ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη εάν τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής αποδειχθούν ισχυρότερα από τα αναμενόμενα. Ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση που προκλήθηκε από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Ισραήλ αποτελούν βασικές πηγές γεωπολιτικού κινδύνου.
Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αβεβαιότητα το μέλλον, γεγονός που ενδέχεται να επιβραδύνει περαιτέρω την ανάπτυξη».