Η χώρα, λίγες μόνο ημέρες μετά τις δραματικές πυρκαγιές του καλοκαιριού, από τις πλέον καταστροφικές που έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα, βιώνει τις τραγικές συνέπειες ακραίων πλημμυρών. Μεγάλες εκτάσεις σε κατοικημένες και μη περιοχές του Πηλίου, του Βόλου, της Αγχιάλου, της Λάρισας, των Φαρσάλων και της Καρδίτσας δέχθηκαν τεράστιες ποσότητες βροχών που εκδηλώθηκαν με πολύ μεγάλη ένταση προκαλώντας ανυπολόγιστες ζημιές που περιλαμβάνουν δυστυχώς και πολλές απώλειες ανθρώπινων ζωών. Οι πολίτες πανικοβλημένοι, αμήχανοι, με αίσθημα απόλυτης ανασφάλειας και εγκατάλειψης βιώνουν την αδυναμία της Πολιτείας να προστατεύσει τις ζωές και τις περιουσίες τους.
Οι ανυπολόγιστες, πολυδιάστατες και τραγικές επιπτώσεις των αλλεπάλληλων φυσικών καταστροφών απαιτούν επιτακτικά απαντήσεις για τις αιτίες της κρατικής ανεπάρκειας και αποτελεσματικές λύσεις για να αποφευχθούν εκ νέου τέτοιου είδους καταστροφές στο άμεσο μέλλον.
Με διάθεση συμβολής στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, το Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του Ινστιτούτου ΕΝΑ με σειρά άρθρων και αναλύσεων ασχολήθηκε συστηματικά τα τελευταία έτη με το πρόβλημα των πλημμυρών και των επιπτώσεών τους στα οικοσυστήματα και στις λειτουργίες τους με έμφαση στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από την Πολιτεία. Η κλιματική αλλαγή με τα χαρακτηριστικά κρίσης είναι πλέον παρούσα μέσω ακραίων καιρικών φαινομένων που αυξάνουν σε συχνότητα και ένταση . Είναι πλέον σαφές ότι η χώρα μας βιώνει τις σφοδρές επιπτώσεις της με την εκδήλωση παρόμοιων φαινομένων για πολλοστή φορά τα τελευταία λίγα χρόνια αλλά με μεγαλύτερη ακόμα ένταση σήμερα. Υπενθυμίζουμε τις πλημμύρες στη Μάνδρα το Νοέμβριο του 2017 και στη Θεσσαλία το Σεπτέμβριο του 2020 («Ιανός»). Είναι χαρακτηριστικό ότι η Θεσσαλία βιώνει αυτή την καταστροφή τρία μόλις χρόνια μετά την προηγούμενη (Ιανός), η εμπειρία της οποίας υποτίθεται ότι αξιοποιήθηκε για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της περιοχής, με τη διαμόρφωση νέων σύγχρονων υποδομών.
Επομένως δεν μπορούμε ούτε να ισχυριζόμαστε πλέον ότι πρόκειται για «πρωτόγνωρα φαινόμενα» ούτε ότι δεν γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε για να τα αντιμετωπίσουμε. Ήδη από το 2018, η χώρα διαθέτει Ειδικά Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμυρών (ΣΔΚΠ) που συντάχθηκαν σε εφαρμογή της οδηγίας 2007/60/ΕΚ, δημοσιευμένα στο ΦΕΚ Β’ 2685/2018. Στα Σχέδια αυτά υπάρχουν αναλυτικές περιγραφές όλων των τομέων που σχετίζονται με το πρόβλημα και των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται για την αντιμετώπισή τους. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η αξία και σημασία τους έχει υποεκτιμηθεί σε απαράδεκτο βαθμό από τις αρμόδιες υπηρεσίες (εν προκειμένω της Περιφέρειας Θεσσαλίας). Αυτό το επισημάναμε με αφορμή τις προηγούμενες πλημμύρες στη Θεσσαλία (Ιανός, 2020). Τα αποτελέσματα της καταστροφής που βιώνουμε τώρα κατά την άποψή μας πρέπει να αναζητηθούν (και) στον έλεγχο του βαθμού υλοποίησης των προβλεπόμενων στα ΣΔΚΠ του 2018. Σημειώνεται ότι από τον Φεβρουάριο του 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη σε βάρος της χώρας μας για τη μη συμμόρφωση στην οδηγία 2007/60/ΕΚ και τη μη επικαιροποίηση των χαρτών κινδύνων πλημμυρών με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα προβλήματα που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή και η αντιμετώπιση των επιπτώσεών της βρίσκονται εδώ και πολλά πλέον χρόνια στο κέντρο του ενδιαφέροντος των εργασιών και νομοθετικών πρωτοβουλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τον περασμένο Ιούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε ειδικότερα την πρόταση νόμου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποκατάσταση της Φύσης . Δυστυχώς, οι πολιτικές δυνάμεις του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο συμμετέχει και η Νέα Δημοκρατία, που έχει από το 2019 την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας, δεν συντάχθηκαν με την πλειοψηφία καταψηφίζοντας την πρόταση. Διερωτόμαστε, λοιπόν, τι μέλλει γενέσθαι για τη χώρα μας, η οποία με βάση τον ευρωπαϊκό νόμο για την αποκατάσταση της φύσης δεσμεύεται να αποκαταστήσει μέχρι το 2030 τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα σε ποσοστό 20% μέχρι το 2030, 60% μέχρι το 2040 και τουλάχιστον 90% μέχρι το 2050 για όλα τα οικοσυστήματα που χρήζουν αποκατάστασης και με δεδομένο ότι η σημερινή κυβέρνηση τάχθηκε κατά της κορυφαίας αυτής πολιτικής προτεραιότητας.
Είναι καιρός λοιπόν να αντιληφθούμε όλοι ότι πρέπει επιτέλους να ξεκινήσει άμεσα και αποφασιστικά η εφαρμογή Σχεδίων Διαχείρισης των Κινδύνων από την Κλιματική Αλλαγή (εν προκειμένω των κινδύνων από τις πλημμύρες). Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν έργα των οποίων η ολοκλήρωση υπερβαίνει κατά πολύ το διάστημα μίας θητείας όλων των εκλεγόμενων αιρετών εξουσιών (Κυβέρνησης, Περιφερειών και Δήμων) και επομένως απαιτούν ευρείες συναινέσεις για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης υλοποίησης κρίσιμων πολιτικών για το μέλλον της χώρας μας. Επίσης οι πολίτες, οι τοπικές κοινωνίες, οι κλάδοι της οικονομίας και το σύνολο των κοινωνικών φορέων της χώρας πρέπει άμεσα να κατανοήσουν ότι δεν μπορούν να έχουν παθητική στάση έναντι των εξελίξεων και ότι απαιτείται η συστηματική ενεργοποίηση και συνεργασία τους με στόχο να δρομολογηθούν και υλοποιηθούν όλες οι αναγκαίες βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ενέργειες για την έγκαιρη και αποτελεσματική προσαρμογή της χώρας στα νέα κλιματικά δεδομένα με όρους βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας από το 1995 εργάζεται στην Αγροτική Έρευνα, μέχρι το έτος 2018, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Από το 2002 – έως τη συνταξιοδότησή του διετέλεσε Διευθυντής του Ινστιτούτου Χαρτογράφησης Εδαφών, το οποίο μετονομάσθηκε σε Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών μετά τη συγχώνευση του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό ΔΗΜΗΤΡΑ. Επί πολλά χρόνια ασκούσε χρέη Διευθυντή και στα Ινστιτούτα Προστασίας Φυτών Βόλου και Πάτρας καθώς και στο Κέντρου Ελέγχου Βάμβακος Καρδίτσας