Του Θανάση Μουσόπουλου
Πολλές φορές έχω διατυπώσει την άποψη ότι τα «καλά» βιβλία δεν απευθύνονται σε ένα μόνο κοινό. Τι θα πει «βιβλίο για παιδιά». Το βιβλίο του Τζακ Λόντον «Το κάλεσμα του δάσους» (κυκλοφορεί στα ελληνικά με δύο τίτλους και σε πολλές εκδόσεις και μεταφράσεις), το έχω διαβάσει πολλές φορές. Χρησιμοποιώ την 3η έκδοση του 1995 (ΜΙΝΩΑΣ) σε μετάφραση Γιάννη Γ. Θωμόπουλου, που περιέχει και συμπλήρωμα με τεστ, ασκήσεις, παιχνίδια που αναφέρονται στο μυθιστόρημα.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η ζωή του συγγραφέα που χαρακτηρίστηκε ως ουτοπιστής σοσιαλιστής. Η ιδεολογία του, οι πεποιθήσεις του συρρικνώνονται στα ακόλουθα:
«Θα προτιμούσα να είμαι στάχτη παρά σκόνη!
Θα προτιμούσα η σπίθα μου να καίγεται σε μία λαμπρή φλόγα παρά να καταπνίγεται από ξηρά σήψη.
Θα προτιμούσα να είμαι ένας υπέροχος μετεωρίτης, κάθε άτομο μου σε μια υπέροχη λάμψη, παρά ένας κοιμισμένος και μόνιμος πλανήτης..
Η σωστή λειτουργία του ανθρώπου είναι να ζει, όχι απλά να υπάρχει. Δεν θα τα χαραμίσω τις ημέρες μου στην προσπάθεια να τις παρατείνω. Θα χρησιμοποιήσω τον χρόνο μου».
*
Ο Τζακ Λόντον γεννήθηκε το 1876 στο Σαν Φρανσίσκο των Ηνωμένων Πολιτειών. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και τον πατριό του, από τον οποίο πήρε το όνομα Λόντον, καθώς ο πατέρας του τους εγκατέλειψε. Πέρασε σκληρά και δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, ενώ τα οικονομικά προβλήματα τον ανάγκασαν σε ηλικία δεκατριών ετών να πηγαίνει το πρωί στο σχολείο και τα απογεύματα να κάνει διάφορες δουλειές. Στην ηλικία των δεκαπέντε έφυγε από το σπίτι του και μπάρκαρε σε πλοίο. Μεγάλη επιθυμία του συγγραφέα ήταν να φοιτήσει στο Πανεπιστήµιο της Καλιφόρνια και έτσι το καλοκαίρι του 1896, ύστερα από μια μεγάλη και επίμονη προσπάθεια, τα κατάφερε. Όμως έναν χρόνο μετά, λόγω οικονομικών προβλημάτων και πάλι, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, µε αποτέλεσμα να µην αποφοιτήσει ποτέ.
Η ζωή του ήταν ταραχώδης και γεμάτη περιπέτειες. Από το ταξίδι του στην Αλάσκα με τους χρυσοθήρες το 1897 εμπνεύστηκε το «The call of the wild» (Το κάλεσμα της άγριας φύσης ή του δάσους). Με την επιστροφή του στην Καλιφόρνια το 1898 δημοσίευσε τις δύο πρώτες ιστορίες του. Έκτοτε έγραψε πάνω από πενήντα βιβλία, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, πολιτικούς λόγους κ.ά. Ασχολήθηκε με την πολιτική και προσπάθησε δύο φορές να εκλεγεί δήμαρχος στο Όκλαντ, αλλά δεν τα κατάφερε. Το 1910 αγόρασε ένα αγρόκτημα χιλίων στρεμμάτων και άρχισε να ασχολείται με την αγροτική παραγωγή. Τα διηγήματά του γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία και του εξασφάλιζαν τη συντήρηση του αγροκτήματος. Ωστόσο, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον αλκοολισμό. Πέθανε στον ύπνο του στις 22 Νοεμβρίου του 1916, σε ηλικία μόλις σαράντα ετών.
Σήμερα, το αγρόκτημά του είναι ιστορικό πάρκο, το Jack London State Historic Park.
*
Στο «Κάλεσμα του δάσους» ο Τζακ Λόντον εμπνευσμένος από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες στην Αλάσκα, παρουσιάζει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βιαιότητα της φύσης σ΄ έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από τη σκληρότητα και την απληστία των ανθρώπων. Όπως και στον Ασπροδόντη, αφηγείται την ιστορία από την πλευρά των ζώων, έχοντας ως κεντρικό πρωταγωνιστή ένα σκύλο που απήχθη από το σπίτι του στο Νότο για να πουληθεί παράνομα και να σταλεί για δουλειά στην Αλάσκα. Ο τρόπος σκέψης του Μπακ, ο τρόπος που δουλεύει, οι σχέσεις των σκύλων μεταξύ τους, οι σχέσεις των σκύλων με τα αφεντικά-ανθρώπους και οι συνθήκες στις οποίες εκτυλίσσεται η ιστορία μας θυμίζουν τη σκληρή δουλειά των φτωχών εργατών και των σκλάβων κάνοντας μας να παραλληλίσουμε τον Μπακ και τα υπόλοιπα σκυλιά με ανθρώπους. Το βιβλίο, πέρα από τα μηνύματα που περιέχει αποτελεί μια συναρπαστική περιπέτεια για μικρούς και μεγάλους, η οποία έχει μεταφερθεί και στη μικρή και μεγάλη οθόνη με εξαιρετική επιτυχία.
Το κλασσικό έργο του ουτοπικού σοσιαλιστή Τζακ Λόντον προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται όχι τόσο στη φυσιολατρία αλλά στη μέθοδο του αδυνάτου (Μπάκ) να εξουδετερώσει ένα δυνατό (αρκούδα). Ο Μπάκ (ο ήρωας Λύκος) γνωρίζει την αδυναμία του σε σχέση με την δυνατή αρκούδα, αλλά αυτήν τη αδυναμία του την μετατρέπει σε προτέρημα. Οργανωμένα, με επιμονή, ευελιξία και ευρηματικότητα ο Μπάκ εφαρμόζει διάφορες τακτικές, τις αναπροσαρμόζει και δεν αφήνει την αρκούδα σε “χλωρό κλαρί”. Τελικά την εξαντλεί και κατορθώνει να της “μπήξει τα αιχμηρά δόντια του στο λαιμό της”. Στη συνέχεια ο Μπακ γίνεται μέλος της “αγέλης των λύκων” και αρχηγός της. Μόνος του δεν μπορεί να ζήσει…
Ο Μπάμπης Δερμιτζάκης σχετικά με το βιβλίο γράφει (2020):
Δεν είναι και πολλά τα μυθιστορήματα που ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένα ζώο, ακόμη και στα παιδικά. Εδώ κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας σκύλος, ο Μπακ.
Ζούσε μια άνετη ζωή μέσα στο πλουσιόσπιτο, μέχρι που ένας από το υπηρετικό προσωπικό, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, τον έκλεψε και τον πούλησε. Από τότε αρχίζουν οι περιπέτειές του. Θα φάει ξύλο, θα ζευτεί στο έλκηθρο, θα παλέψει άγρια με άλλα σκυλιά, για να γνωρίσει επί τέλους την αγάπη από το τελευταίο του αφεντικό, ένα χρυσοθήρα. Όμως αυτές οι ταλαιπωρίες είχαν ξυπνήσει τα άγρια, προγονικά του ένστικτα, τόσο απαραίτητα στον αγώνα για την επιβίωση μέσα στην άγρια φύση.
«Τη νύχτα είχε χιονίσει κι η τρύπα του ήταν εντελώς σκεπασμένη. Το χιόνι τον πίεζε απ’ όλες τις μεριές κι ένα κύμα φόβου φούσκωσε μέσα του – ο φόβος του αγριμιού στην παγίδα. Ήταν ένα σημάδι ότι ξαναγυρνούσε πίσω μεσ’ απ’ τη δική του ζωή στη ζωή των προγόνων του· γιατί εκείνος ήταν ένας πολιτισμένος σκύλος, ένας υπερβολικά πολιτισμένος σκύλος που, μη ξέροντας από παγίδες, δεν φοβόταν κιόλας».
Ο δρόμος για την επιστροφή στην άγρια φύση έχει ανοίξει μπροστά του.
«Κι όταν τις παγωμένες νύχτες σήκωνε τη μουσούδα του στ’ αστέρια κι ούρλιαζε σαν λύκος, ήταν οι πεθαμένοι πρόγονοί του που έστρεφαν τη μουσούδα στ’ αστέρια και ούρλιαζαν μέσα απ’ τους αιώνες και μέσα απ’ αυτόν».
«Βαθιά μέσα στο δάσος ακουγόταν ένα κάλεσμα, και κάθε φορά που το άκουγε, έτσι μυστηριακά συναρπαστικό και θελκτικό, ένιωθε την ανάγκη να γυρίσει την πλάτη του στη φωτιά και το πατημένο χώμα ολόγυρά της, να τρυπώσει στο δάσος και να προχωρήσει στο άγνωστο, δίχως να ξέρει γιατί· κι ούτε αναρωτιόταν γι’ αυτό, άκουγε μόνο το προστακτικό κάλεσμα που ερχόταν απ’ την καρδιά του δάσους».
*
Στα θερινά αναγνώσματα διάλεξα, ανάμεσα στα άλλα αυτό το έργο που Λόντον που με καταγοήτευσε, και ένα ακόμη, Μαρίν Σαλιό – Μπραμλί «Ο δήμιος του Σεν-Πιερ», για το οποίο θα μιλήσω σε επόμενο κείμενό μου.
ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!