Σταθερή ήταν η επωδός των καλεσμένων στα πάνελ το βράδυ των εκλογών, είτε πρόσκεινταν στη Νέα Δημοκρατία είτε στον Σύριζα, στο Πασόκ, και στο ΚΚΕ ακόμα: “Μας εκπλήσσει, μάς τρομάζει η άνοδος των ακροδεξιών μορφωμάτων! Η αρτιγέννητη Βουλή θα έχει αλίμονο χαρακτηριστικά γκραν γκινιόλ τσίρκου! Τεάτρ μακάμπρ…”.
Μοιράζομαι απολύτως εάν όχι τον τρόμο, την εντονότατη πάντως ανησυχία τους από το 4,64% ιδίως που συγκέντρωσαν οι “Σπαρτιάτες”. Δεν κατανοώ ωστόσο την έκπληξή τους. Εφόσον είναι γνήσια, ειλικρινής, σημαίνει ότι όλοι εκείνοι οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι δημοσιολόγοι, οι κατ’επάγγελμα παρατηρητές και αναλυτές της κοινωνίας, φοράνε παρωπίδες. Βλέπουν μονάχα ό,τι θέλουν να δουν. Ό,τι επιβεβαιώνει και ενισχύει την προκάτ αντίληψή τους. Και εάν -παρ’ελπίδα- μπει καμιά φορά στο οπτικό πεδίο τους κάτι που απειλεί να την κλονίσει, σπεύδουν να το ξορκίσουν χαρακτηρίζοντάς το περιθωριακό, γραφικό, ανάξιο σοβαρής ανάλυσης. “Με τις θρησκόληπτες γριές θα ασχολούμαστε; Με τους πιθηκανθρώπους “Μακεδονομάχους”;”
Ακόμα και η συλλήβδην κατάταξη των καινοφανών κομμάτων στον χώρο της ακροδεξιάς είναι αρκετά σχηματική. Κι ας επιβάλλεται για τις ανάγκες των γραφημάτων στα τηλεοπτικά κανάλια και της ταξιθεσίας στο κοινοβούλιο. Όπως δεν μπορείς να τσουβαλιάσεις στον ίδιο ακροαριστερό χώρο τους θιασώτες της ατομικής τρομοκρατίας, τα μπαχαλάκια και τους ελευθεριακούς αναρχικούς –οι οποίοι διαθέτουν αξιόλογη μόρφωση και φιλειρηνική στάση ζωής-, έτσι σφάλλεις οικτρά εάν αντιμετωπίζεις τους φανατικούς του Αγίου Παϊσίου και τα ορφανά του νεοναζί Κασιδιάρη σαν άλλες όψεις του ιδίου νομίσματος.
Τι να πούμε για τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία επιμένει να δηλώνει αριστερή, “αμεσοδημοκράτισσα”, ενώ προωθεί με τον πιο άγαρμπο, ενίοτε και βάναυσο, τρόπο τα γούστα της και τα προσωπικά της συμφέροντα;
Το γεγονός είναι ένα. Πως έξω από το τακτοποιημένο, καθαρό, ευήλιο σαλόνι μας υπάρχει ένας άλλος κόσμος. Ο οποίος δεν συμμερίζεται ούτε τις πιο θεμελιώδεις από τις δικές μας ιδέες. Δεν ομνύει στον Διαφωτισμό και στη Γαλλική Επανάσταση. Δεν αποδέχεται τον Δαρβίνο, τον Μαρξ, τον Φρόυντ ως ογκόλιθους της σύγχρονης σκέψης. Δεν θριαμβολογεί -όπως εμείς- για τις προόδους της επιστήμης. Γαλουχεί αντιθέτως τα παιδιά του με την αντίληψη πως τα θρησκευτικά είναι σημαντικότερα από τα μαθηματικά. Πως στην αλήθεια, στο νόημα της ζωής, θα φτάσεις όχι ερευνώντας. Μα πιστεύοντας.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι αναχωρητές ή μέλη κλειστών κοινοτήτων σαν τους Μορμόνους και τους Ορθόδοξους Εβραίους. Κυκλοφορούν στον δρόμο, ασκούν κανονικά επαγγέλματα – βγάζουν συνήθως με τίμιο ιδρώτα το ψωμί τους. Ίσως να κατοικούν στο από κάτω διαμέρισμα, να μοιραζόμαστε τα ίδια κοινόχρηστα, ιδίως εάν ζούμε σε αστικές, πολυσυλλεκτικές γειτονιές όπως η Κυψέλη. Διασταυρωνόμαστε, χαιρετιόμαστε. Δεν ανοίγουμε εντούτοις κουβέντα μεταξύ μας. Παρά μονάχα, πιθανόν, άμα μπούμε πελάτες στο ταξί τους.
Διατράνωσαν το πλήθος και τη δύναμή τους όταν ανέβασαν τη σειρά “Παΐσιος, από τα Φάρασα στον Ουρανό” στην κορυφή της τηλεθέασης. Και όταν, νωρίτερα, πύκνωσαν τις γραμμές του αντιεμβολιαστικού κινήματος. Δεν ήταν προφανώς το κοινό του εν λόγω (σκηνοθετικά αξιόλογου και καλοπαιγμένου) σήριαλ και η μάζα των αντιεμβολιαστών ομοιογενής. Δυσκολεύομαι ωστόσο να φανταστώ ψηφοφόρο της “Νίκης”, των “Σπαρτιατών” και της “Ελληνικής Λύσης” που να μη βλέπει στην τηλεόραση τον Παΐσιο. Ή ο οποίος να σηκώνει ευχαρίστως το μανίκι για να “τρυπηθεί με το μπόλι”.
Είναι αυτοκτονική η οίηση που επιδεικνύουν οι “πεφωτισμένοι” απέναντί τους. Όσο ευαίσθητοι δείχνονται απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη μειονότητα -στους μετανάστες, στους λοάτκι, στους κάθε λογής διαφορετικούς-, τόσο περιφρονούν τον διπλανό τους “που είναι φασίστας” ή “πιστεύει τρέλες”. “Θα έπρεπε” θα μου πείτε “να μπούμε σε διάλογο μαζί του; Θα ωφελούσε σε τίποτα;” Θα απαιτούσε -συμφωνώ- ιώβεια υπομονή, καντάρια ψυχραιμίας, να προσπαθήσεις να του αλλάξεις τα μυαλά. Αγάλι-αγάλι να τον πείσεις πως τα εμβόλια δεν έχουν μικροτσίπ. Ότι οι ρήσεις των “παππούληδων” και χαλκευμένες να μην είναι, δεν γίνεται να αποτελούν μπούσουλα για την καθημερινότητά μας.
Η παγκοσμιοποίηση, η ψηφιακή επανάσταση, η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης με ό,τι συνεπάγεται για την αγορά εργασίας ευνοούν αντικειμενικά τους κάθε λογής “αντισυστημικούς”. Το παρακολουθούμε εδώ και χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο πολιτικός διάλογος τείνει να εκφυλιστεί σε έναν ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των οπαδών του Qanon -που πιστεύουν ότι η Χίλαρι Κλίντον γδέρνει και τρώει μωρά σε σατανιστικές τελετές- και σε φανατικούς της πολιτικής ορθότητας, οι οποίοι λογοκρίνουν κλασσικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας, επειδή -λέει- ο Μάρκ Τουαίην, και ο Σαίξπηρ ακόμα, εμφορούνταν από ρατσιστικές απόψεις…
Η παράνοια φτάνει, με τη συνήθη χρονοκαθυστέρηση, και στην Ελλάδα. Από τη μία, ο νεολογισμός “η εαυτή μου” και η πρόσφατη δήλωση εγχώριας ανθυποστάρλετ ότι γέννησε βιολογικά κορίτσι που όμως θα αποφασίσει αργότερα για το κοινωνικό του φύλο. Από την άλλη, η “Νίκη” και η “Πλεύση” και οι “Σπαρτιάτες”. Κι εμείς να επιμένουμε, ρομαντικά πιθανόν, σε μια ανοιχτή, ανεκτική, δημοκρατική κοινωνία…
Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, η παράνοια μας βρόντηξε την πόρτα. Εάν επιμένουμε να τυρβάζουμε περί άλλα, να φοράμε παρωπίδες, στο γύρισμα του χρόνου θα τη σπάσει.
Χρήστος Χωμενίδης