Σύμφωνα με την έκθεση οικονομολόγων του ΔΝΤ, οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη έχουν μέχρι στιγμής προστατευθεί περισσότερο από τους εργαζομένους από το αρνητικό κόστος
«Το κόστος εισαγωγής αυξήθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι επιχειρήσεις μετέφεραν περισσότερο από αυτήν την άμεση αύξηση του κόστους στους καταναλωτές»
«Για τον πληθωρισμό ευθύνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία». Η φράση αυτή ακούγεται συχνά και αποτυπώνει ένα μέρος της αλήθειας, αλλά μονάχα ένα μέρος της, σύμφωνα άλλωστε με την έκθεση που δημοσίευσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με τίτλο «Euro Area Inflation after the Pandemic and Energy Shock: Import Prices, Profits and Wages» και γράφοντες είναι διακεκριμένοι οικονομολόγοι όπως οι Niels-Jakob H. Hansen, Frederik G. Toscani, Jing Zhou.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θιασώτης της Οικονομικής Σχολής του Σικάγο, στην συγκεκριμένη έκθεση εντοπίζει ότι πολύ σημαντική αιτία για την αύξηση του πληθωρισμού, με πολύ απλά λόγια, αποτελεί η απληστία των επιχειρήσεων. Σύμφωνα, λοιπόν, με την έκθεση του ΔΝΤ, «τα υπερκέρδη αποτελούν σχεδόν το μισό της αύξησης του πληθωρισμού στην Ευρώπη τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς οι εταιρείες αυξήσαν τις τιμές περισσότερο από τον αυξανόμενο κόστος της εισαγόμενης ενέργειας», κάτι που σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αύξησαν τις τιμές όχι μόνο για να καλύψουν τη ζημία από το κόστος ενέργειας αλλά τις αύξησαν με τέτοιο τρόπο ώστε, εν μέσω πληθωρισμού, να παράγουν υπερκέρδη.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη κορυφώθηκε στο 10,6% τον Οκτώβριο του 2022, καθώς το κόστος εισαγωγής αυξήθηκαν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι εταιρείες μετέφεραν την μερίδα του λέοντος από αυτήν την άμεση αύξηση του κόστους στους καταναλωτές. Όπως υπογραμμίζουν οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ, «ως το 45% των αυξήσεων τιμών από τις αρχές του 2022 στην Ευρωζώνη αντιστοιχεί στα κέρδη των επιχειρήσεων, με ένα 40% να αντιστοιχεί στα κόστη εισαγωγής, ένα 25% στα κόστη εργασίας και με τους φόρους να έχουν μια ελαφριά αποπληθωριστική επίδραση».
Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη έχουν μέχρι στιγμής προστατευθεί περισσότερο από τους εργαζομένους από το αρνητικό κόστος. Τα κέρδη (προσαρμοσμένα για την πληθωρική επίδραση) ήταν περίπου 1% υψηλότερα από το προπανδημικό επίπεδο το πρώτο τρίμηνο του έτους. Παράλληλα, η αποζημίωση των εργαζομένων (επίσης προσαρμοσμένη) ήταν περίπου 2% χαμηλότερη από την τάση.
Οι τρεις οικονομολόγοι του ΔΝΤ που υπογράφουν τη μελέτη οδηγούνται στη κοινή διαπίστωση ότι για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για πληθωρισμό 2% μέχρι το 2025, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποδεχτούν πολύ μικρότερα κέρδη.
Όσον αφορά στους μισθούς των εργαζόμενων, τονίζει η μελέτη ότι θα πρέπει να αυξηθούν στο μέλλον. Αυτή η καθυστέρηση στις αυξήσεις μισθών είναι λογική: οι μισθοί συνήθως αυξάνονται σε δεύτερο χρόνο ύστερα από περιόδους κρίσεων. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή οι διαπραγματεύσεις μισθών γίνονται σπάνια. Ωστόσο, μετά την μείωση των μισθών των εργαζόμενων κατά περίπου 5% το 2022, οι εργαζόμενοι απαιτούν αυξήσεις μισθών άμεσα ώστε να ανακτήσουν την αγοραστική τους δύναμη.
Οι κύριες ερωτήσεις είναι πόσο γρήγορα θα αυξηθούν οι μισθοί και εάν οι εταιρείες θα απορροφήσουν το κόστος των μισθών χωρίς να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές των προϊόντων.
Βέβαια σε αυτό το σημείο έγκειται το παράδοξο του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με την μελέτη του ΔΝΤ, αν οι ονομαστικοί μισθοί αυξηθούν με ρυθμό περίπου 4,5% τα επόμενα δύο χρόνια και η παραγωγικότητα εργασίας παραμείνει σχεδόν σταθερή τα επόμενα χρόνια τότε το ποσοστό κερδοφορίας των επιχειρήσεων θα πρέπει να επιστρέψει στα προπανδημικά επίπεδα για να επιτευχθεί η στόχευση πληθωρισμού της ΕΚΤ έως το μέσο του 2025.
Εάν όμως οι μισθοί αυξηθούν σημαντικότερα – για παράδειγμα, με ρυθμό 5,5% που απαιτείται για να επανέλθουν οι πραγματικοί μισθοί στα προπανδημικά επίπεδα έως το τέλος του 2024 – το ποσοστό κερδοφορίας θα πρέπει να πέσει στα χαμηλότερα επίπεδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Με λίγα λόγια, η αύξηση του ονομαστικού μισθού σε τέτοιο επίπεδο ώστε να επανέλθει η αγοραστική δύναμη του εργαζόμενου στα επίπεδα προ πανδημίας, θα πρέπει να συνοδευτεί με την μεγαλύτερη ύφεση κερδοφορίας των επιχειρήσεων εδώ και 30 χρόνια.
Καταληκτικά, η έκθεση υποστηρίζει ότι οι μακροοικονομικές πολιτικές πρέπει να παραμείνουν αυστηρές για να διατηρηθούν οι προσδοκίες και η περιορισμένη ζήτηση. Αυτό θα προκαλέσει τις επιχειρήσεις να αποδεχτούν τη συμπίεση του ποσοστού κερδοφορίας και οι πραγματικοί μισθοί θα μπορέσουν να επανέλθουν με έναν μέτριο ρυθμό.
Παύλος Μαραγκός
pmaragkos@empros.gr