Η Ελλάδα κινείται με σταθερούς αλλά αργούς ρυθμούς στο θέμα της κλιματικής προσαρμογής
Η Σουηδία και η Φινλανδία, οι δύο πρώτες «πράσινες» χώρες στην Ε.Ε.
Παύλος Μαραγκός
pmaragkos@empros.gr
Η περιοχή της Μεσογείου βρίσκεται συχνά στο επίκεντρο των αλλαγών της κλιματικής αλλαγής καθώς, σύμφωνα με έρευνες που έχουν προηγηθεί, έχει αποδειχθεί ότι θερμαίνεται με μεγαλύτερο ρυθμό από ό,τι τα υπόλοιπα μέρη στον πλανήτη. Η Ελλάδα, με την οικονομία της να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό και τη γεωργία, είναι μια από τις χώρες που θα αντιμετωπίσουν τεράστιες προκλήσεις τις επόμενες δεκαετίες.
Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Μεσογείου, μετρώντας σχεδόν 14.000 χιλιόμετρα συνολικά, και υπάρχουν πολλά τμήματα τα οποία παρουσιάζουν ανησυχητικά σημάδια διάβρωσης. Ο γεωργικός τομέας, ο οποίος αποτελείται κυρίως από μικρής κλίμακας οικογενειακές εκμεταλλεύσεις και απασχολεί περισσότερους από 500.000 ανθρώπους, αντιμετωπίζει επίσης δυσκολίες λόγω της αλλαγής των βροχοπτώσεων, της αύξησης των καυσώνων και της ξηρασίας.
Πολλοί ερευνητές αλλά και θεσμικά όργανα της ΕΕ όπως η Commission έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για τις σοβαρές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα πριν από μια δεκαετία. Ωστόσο, η χώρα συνεχίζει να υστερεί όσον αφορά στις μεταβατικές πολιτικές, οι οποίες θα αποτελέσουν τον κύριο παράγοντα απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει τώρα να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο, γεγονός που καθιστά τις προκλήσεις ακόμη πιο επείγουσες και δύσκολες.
Η Ελλάδα υφίσταται ήδη τις μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες που σχετίζονται με το κλίμα από οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ. Το 2020, η απώλεια ανά κάτοικο ανήλθε σε 91 ευρώ, τρεις φορές τον μέσο όρο της ΕΕ, και σημαντικά μεγαλύτερη από ό,τι στη Γαλλία, τη δεύτερη περισσότερο πληγείσα χώρα, με 62 ευρώ ανά κάτοικο, σύμφωνα με τη Eurostat.
Εξαρτημένη η Ελλάδα από το πετρέλαιο – Πέμπτη ανάμεσα σε 27 χώρες της Ε.Ε.
Υψηλά παραμένει η Ελλάδα, ανάμεσα σε 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσον αφορά στην εξάρτησή της από το πετρέλαιο για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών κατακτώντας την πέμπτη θέση.
Στην ΕΕ το 2021, τα προϊόντα πετρελαίου, που αντιπροσωπεύουν το 35% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, αποτέλεσαν την πρωτεύουσα πηγή ενέργειας. Η ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο κατατάσσονται στη δεύτερη θέση με 23% έκαστο, ακολουθούμενα από την άμεση χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (που δεν μετατρέπονται σε ηλεκτρική ενέργεια, για παράδειγμα ηλιακή θερμική, γεωθερμία ή βιοαέριο για θέρμανση χώρων ή παραγωγή ζεστού νερού) (12%) , προερχόμενη θερμότητα (όπως τηλεθέρμανση) (5%) και στερεά ορυκτά καύσιμα (3%).
Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η πραγματική κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι υψηλότερη από 12%, επειδή άλλες ανανεώσιμες πηγές, όπως η υδροηλεκτρική ενέργεια, η αιολική ενέργεια ή τα ηλιακά φωτοβολταϊκά, περιλαμβάνονται στην ηλεκτρική ενέργεια στην συγκεκριμένη έρευνα της Eurostat.
Σύμφωνα με στοιχεία Eurostat, η Ελλάδα καλύπτει τις ενεργειακές της ανάγκες χρησιμοποιώντας πετρέλαιο ή παράγωγα πετρελαίου σε ποσοστό 49,9%, ηλεκτρική ενέργεια κατά 28,4%, φυσικό αέριο 7,9% ενώ παράλληλα η χρήση της ανανεώσιμης ενέργειας φτάνει το 12,3%.
Παράλληλα ο ευρωπαϊκός μέσο μέρος σχετικά με την κατανάλωση πετρελαίου είναι 34,4%, η ηλεκτρική ενέργεια καταλαμβάνει 22,8%, το φυσικό αέριο 23%, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας 11,8%. Στα κράτη μέλη της ΕΕ, το πρότυπο τελικής κατανάλωσης ενέργειας ποικίλλει σημαντικά. Το 2021, τα προϊόντα πετρελαίου αποτελούσαν περισσότερο από το 55% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στο Λουξεμβούργο και την Κύπρο. Η ηλεκτρική ενέργεια αντιπροσώπευε πάνω από το 30% στη Μάλτα και τη Σουηδία, ενώ το φυσικό αέριο αντιπροσώπευε περισσότερο από 30% στην Ολλανδία, την Ουγγαρία, το Βέλγιο και την Ιταλία. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν πάνω από το 25% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στη Φινλανδία, τη Σουηδία και τη Λετονία.
Ο τομέας των μεταφορών αντιπροσωπεύει σχεδόν το 30% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ε.Ε.
Η ενέργεια καταναλώνεται από διάφορους τομείς της οικονομίας: νοικοκυριά (ενέργεια που καταναλώνεται στις κατοικίες των πολιτών), μεταφορές (σιδηροδρομικές, οδικές, εσωτερική αεροπορία ή εσωτερική ναυτιλία), βιομηχανία, υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών και δημόσιων υπηρεσιών) και τη γεωργία και τη δασοκομία.
Εξετάζοντας ποιοι τομείς στην ΕΕ καταναλώνουν τη μεγαλύτερη ενέργεια, ο τομέας των μεταφορών (29% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας) κατανάλωσε την περισσότερη ενέργεια το 2021, ακολουθούμενος από τα νοικοκυριά (28%), τη βιομηχανία (26%), τις υπηρεσίες (14%), και τη γεωργία και τη δασοκομία (3%)
Η ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα σε μεγάλο ποσοστό εξακολουθεί να παράγεται από την καύση ορυκτών καυσίμων
Όσον αφορά στην προέλευση της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει η Ελλάδα ένα μεγάλο ποσοστό της τάξης του 59,4% προέρχεται από ορυκτά καύσιμα ενώ μέσω φωτοβολταϊκών 9,6%, μέσω ανεμογεννητριών 19,2% και μέσω υδροηλεκτρικών σταθμών 10,9%.
Την ίδια στιγμή η Ε.Ε. παράγει ηλεκτρική ενέργεια από ορυκτά καύσιμα σε ποσοστό 36,2% ενώ δεύτερη πηγή αποτελεί η πυρηνική ενέργεια με 25,2%. Οι δύο πιο «πράσινες» χώρες αναδεικνύονται το Λουξεμβούργο και η Σουηδία οι οποίες στηρίζονται στο στοιχείο του νερού ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ηλεκτρική ενέργεια.
Η κρίση χρέους άφησε τις τοπικές διοικήσεις υποχρηματοδοτούμενες
Σύμφωνα με το Clean Energy Wire και τον Γιάννη Παπαδημητρίου, η Ελλάδα κινείται με σταθερούς αλλά αργούς ρυθμούς στο θέμα της κλιματικής προσαρμογής από την ίδρυση της ΕΣΠΚΑ το 2016. Δεν υπάρχουν πραγματικά έργα προσαρμογής σε εξέλιξη, παρά μόνο η συνεχιζόμενη προσπάθεια δημιουργίας ενός πλαισίου που τελικά θα οδηγήσει στον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών προσαρμογής.
Ένα από τα κύρια προβλήματα μέχρι στιγμής, τα οποία εντοπίζει η έρευνα του Clean Energy Wire (2023), είναι ότι τα σχέδια προσαρμογής πρέπει να εκπονηθούν και να εφαρμοστούν σε περιφερειακό επίπεδο – αλλά πολλές τοπικές αρχές είναι ανεκπαίδευτες, υποχρηματοδοτούμενες και υποστελεχωμένες. Αυτό είναι εν μέρει είναι αποτέλεσμα της κρίσης χρέους της Ελλάδας της δεκαετίας του 2010, η οποία άφησε τη χώρα χωρίς τους διοικητικούς και οικονομικούς πόρους για την εφαρμογή μιας κατάλληλης στρατηγικής προσαρμογής, συμπεριλαμβανομένου ενός μηχανισμού παρακολούθησης για την πρόοδο των έργων μετάβασης. Για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτηση στο χρηματοδοτικό μέσο της ΕΕ για τη δράση για το περιβάλλον και το κλίμα (LIFE) για να ζητήσει τη χρηματοδότηση που απαιτείται για να συντονιστεί η στρατηγική προσαρμογής, να βοηθήσει τις περιφερειακές αρχές να συντάξουν τα σχέδιά τους, να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα γνώσης για τις επιπτώσεις αλλαγή του κλίματος και δημοσιοποίηση των κλιματικών δεδομένων.
Ο δρόμος προς την ενεργειακή μετάβαση είναι μακρύς και δύσβατος για την Ελλάδα καθώς δεν φτάνει να κάνουμε απλά επενδύσεις, αλλά μια στοχευμένη μετάβαση με τέτοιο τρόπο που θα αποπνέει σεβασμό σε όλα τα είδη ζωής αλλά και στο ίδιο το περιβάλλον. Η ενεργειακή μετάβαση προς τις ΑΠΕ οφείλει να γίνει σε συνεννόηση με όλους τους φορείς ώστε ναι μεν το βήμα προς την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα να γίνει πραγματικότητα χωρίς να πληγεί ο τουρισμός δε, κυρίως ο ορεινός, από τον οποίο τροφοδοτείται αποκλειστικά η οικονομία στις ορεινές περιοχές τις χώρας.