Ο κατώτατος μισθός των ανειδίκευτων εργαζομένων φτάνει στο κατώφλι των μισθών των ειδικευμένων
“Καμπανάκι” έχει χτυπήσει σε όλες τις επιχειρήσεις της χώρας, και ειδικά στις μεσαίες και μεγάλες, το μπαράζ των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό το 2022-2023 αλλά και οι προεκλογικές δεσμεύσεις για ακόμα “καλύτερους μισθούς” στον ιδιωτικό τομέα.
Βάσει νόμου, την άνοιξη του 2024 θα αυξηθεί πάλι ο κατώτατος μισθός, ενώ νωρίτερα, δηλαδή στις αρχές του νέου έτους −εφόσον η ανεργία πέσει φέτος κάτω από το 10%−, θα πρέπει να ξεπαγώσουν οι “τριετίες”, τη στιγμή που ήδη έχει ξεκινήσει “κύμα” επιχειρησιακών συμβάσεων, μία σημαντική μερίδα των οποίων προβλέπει αυξήσεις πάνω από τον κατώτατο μισθό.
Εκείνο, όμως, που ανησυχεί προπαντός τους κύκλους των μεσαίων-μεγάλων επιχειρήσεων είναι κατά τα τελευταία έτη οι σχετικά υψηλές −σύμφωνα τουλάχιστον με τις προτάσεις που έκαναν οι περισσότερες εργοδοτικές οργανώσεις (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ κ.λπ.) αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδος− αυξήσεις στον κατώτατο μισθό με τον οποίο αμείβονται οι ανειδίκευτοι, καθώς οδηγούν σε μεγάλες πιέσεις για υψηλότερες αυξήσεις στο ειδικευμένο προσωπικό, το οποίο κατά βάση απασχολείται σε μεγάλες επιχειρήσεις, θίγοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Εκτιμήσεις αναφέρουν ότι, οι τελευταίες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό (9,5% το 2022 και 9,4% από την 1η Ιανουαρίου 2023) τον οδηγούν πολύ πάνω από το 50% μέσου και το 60% του διάμεσου μισθού στην Ελλάδα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο κατώτατος μισθός των ανειδίκευτων εργαζομένων φτάνει στο κατώφλι των μισθών των ειδικευμένων. Έτσι, εμφανίζεται το φαινόμενο ο ανειδίκευτος να παίρνει πάνω-κάτω τον ίδιο μισθό με τον ειδικευμένο. Υπό τους όρους, λοιπόν, των συνεχών μεγάλων αυξήσεων στον κατώτατο μισθό, γεννιέται ένα σπιράλ αυξήσεων και στους μισθούς όσων αμείβονται μισθό πάνω από τον κατώτατο.