«Αν εξαιρέσουμε τη Διώρυγα της Κορίνθου, τον σιδηρόδρομο, τους δρόμους και τις γέφυρες που κατασκεύασα και που δεν μπορούν να τα ξηλώσουν, όλα τα άλλα τα ξήλωσαν». Στη φράση αυτή του Χαρίλαου Τρικούπη, λίγο πριν τον θάνατό του και μετά την αδυναμία επανεκλογής του ως Βουλευτή («ανθ’ ημών Γουλιμής»), συμπυκνώνεται η πορεία των 200 χρόνων του νέου ελληνικού κράτους, με αφετηρία την Επανάσταση του 1821.
Ο Τρικούπης αναφερόταν κυρίως στο έργο εκσυγχρονισμού της μικρής Ελλάδας, την οποία προσπάθησε να οικοδομήσει με τη διάκριση των εξουσιών, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τη στελέχωση του Δημοσίου από τους καλύτερους που διέθετε η χώρα, οργανώνοντας ένα κράτος με βάση τα τότε Ευρωπαϊκά πρότυπα, κυρίως του Αγγλικού. Ό,τι δημιούργησε, ξηλώθηκε από τον αντίπαλό του Δηλιγιάννη, που όταν τον ρωτούσαν ποιο είναι το πρόγραμμά του, απαντούσε «το αντίθετον του Τρικούπη».
Το νέο κράτος ξεκίνησε κυριολεκτικά ως «καμένη γη», αφού ο Ιμπραήμ έκαψε πόλεις, χωριά, σπίτια, δέντρα, καλλιέργειες, στην πραγματικότητα ό,τι είχε απομείνει από τα προηγούμενα χρόνια της επανάστασης και των εμφυλίων πολέμων. Ανύπαρκτοι δρόμοι, γεφύρια, σχολεία, θεραπευτήρια και φυσικά καθόλου χρήματα, με ανθρώπους να λιμοκτονούν κυριολεκτικά.
Ό,τι έγινε σ’ αυτά τα χρόνια, που έφεραν την Ελλάδα του 2004 στην 30ή θέση των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, που έφεραν το μικρό ελληνικό έθνος να εκπροσωπείται με δύο κράτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οφείλεται στις προσπάθειες κάποιων, λίγων στον αριθμό, αποφασισμένων ηγετών με εξίσου αποφασισμένες ομάδες συνεργατών που διέθεταν. Και όλα αυτά, ενώ μεσολαβούσαν πόλεμοι, εμφύλιοι και χρεοκοπίες.
Προσπάθειες εθνικής ολοκλήρωσης, ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού, που αρκετές από αυτές έμειναν ανολοκλήρωτες, επειδή την κρίσιμη στιγμή επικρατούσαν δυνάμεις λαϊκίστικες και ανίκανες, χωρίς όραμα και σχέδιο για τη χώρα. Δυνάμεις που εκμεταλλεύονταν τη κόπωση του λαού από την προσπάθεια ενδυνάμωσης της πατρίδας, έπαιρναν την εξουσία και κατέστρεφαν πολλά από αυτά που είχαν γίνει.
Η Ελλάδα που δημιουργεί και προοδεύει, προχωρούσε παράλληλα και ταυτόχρονα με την Ελλάδα που καθυστερούσε και καθυστερεί σημαντικά.
Όμως το θέμα εδώ και πάντα, δεν είναι η θεωρητική παραδοχή γι’ αυτό που συμβαίνει.
Η σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων πολιτικών ευθυνών του πολιτικού συστήματος, μας έφερε ξανά αντιμέτωπους με τις δύο Ελλάδες. Την Ελλάδα που εκσυγχρονίζεται και δημιουργεί και εκείνη που αρνείται κάθε βήμα και πράξη που θα μπορούσε να μας πάει μπροστά.
Εκείνη που ψηφιοποιεί το κράτος και μας εισάγει δυναμικά στον 21ο αιώνα, που κατασκευάζει και έχει σύγχρονους αυτοκινητόδρομους και αεροδρόμια, που διαθέτει αμυντική ισχύ ζηλευτή απέναντι σ’ έναν επιθετικό γείτονα, που μετά από 150 χρόνια έχει δύο παράλληλες ηλεκτροδοτημένες σιδηροδρομικές γραμμές, και εκείνη την Ελλάδα που οδηγεί δύο τρένα να συγκρούονται, ενώ υπάρχουν οι παράλληλες γραμμές.
Το ερώτημα είναι, πώς θα μπορούσαν να συντονιστούν, επιτέλους, αυτές οι δύο Ελλάδες, για να ακολουθήσουμε συντεταγμένα μια διαρκή πορεία ενσωμάτωσης και διάκρισης, ανάμεσα στις πιο προηγμένες χώρες του κόσμου;
Το «ποτέ ξανά», μόνο τότε μπορεί να αποκτήσει νόημα. Ο τόπος είναι μικρός και, ευτυχώς, στο επίπεδο των πολιτικών δυνάμεων, γνωριζόμαστε όλοι καλά μεταξύ μας.
Στην πορεία προς τις εκλογές, δεν υπάρχουν πλέον «αδοκίμαστοι» για να ξεγελάσουν τον κόσμο. Όλοι δοκιμάστηκαν. Ακόμα και αυτοί που εμφανίζονται ως αντισυστημικοί.
Εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις, που με αφορμή το «ολοκαύτωμα» των Τεμπών, κάνουν διαρκώς φασαρία και υποδαυλίζουν τις συγκρούσεις, είναι γιατί δεν θέλουν να ξαναδούμε την αληθινή μας εικόνα και τις πραγματικές αιτίες των καθυστερημένων πλευρών της πατρίδας μας.
Όπως με την άσκηση πρωτοφανούς βίας την περίοδο 2010-2014, δεν άφησαν τη χώρα να συζητήσει ήρεμα τις αιτίες της πρόσφατης χρεωκοπίας της, για να μπορέσουν σε συνθήκες αναταραχής και παραλογισμού να υποσχεθούν ότι «με ένα νόμο και ένα άρθρο» θα έφερναν τους χαμένους παραδείσους, έτσι και τώρα θέλουν η σύγχυση να συγκαλύψει την ανεπάρκεια και τις ανικανότητά τους να προτείνουν κάτι που θα θεραπεύει τις καθυστερήσεις στην πορεία της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, δεν θέλουν ν’ αλλάξει το παραμικρό. Είναι αυτοί, που όταν κυβέρνησαν, πήγαν τη χώρα πολλά χρόνια πίσω.
Αυτές τις μέρες, που κυριαρχεί στη διάθεση του κόσμου η αντίδραση προς το πολιτικό σύστημα, κάποιοι ονειρεύονται τη διάλυσή του και άρα την υποταγή του σε ολιγαρχικές επιδιώξεις, μέσα από παρδαλά κυβερνητικά σχήματα. Κάτι, που αν επιτευχθεί, θα αποδειχτεί προφανώς ολέθριο.
Είναι αναγκαίο, λοιπόν, όσο προχωράμε προς τις εκλογές, να αποφύγουμε τη σύγχυση που κάποιοι προσπαθούν να μας επιβάλουν. Το ερώτημα πρέπει να διατυπώνεται καθαρά: Ποιος ηγέτης μπορεί να συντονίσει καλύτερα τις δύο Ελλάδες; Ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει και να υπερβεί τις δυνάμεις της καθυστέρησης; Και, τελικά, ποιος μπορεί να αλλάξει την Ελλάδα και να την εισάγει οριστικά στον 21ο αιώνα; Και επαναλαμβάνω: Όλοι «παροικούμε την Ιερουσαλήμ» και όλοι είμαστε γνωστοί μεταξύ μας.
Γιώργος Φλωρίδης