Ξανθιώτη και Ξανθιώτισσα,
πόσο χαρούμενος είσαι αλήθεια που φέρεις αυτό τον τίτλο;
Πόσο ικανοποιημένος είσαι με την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη σου και πως την φαντάζεσαι σε μια δεκαετία; Σε δύο; Σε τριάντα χρόνια; Πως νομίζεις πως θα την παραδώσεις στα παιδιά σου;
Είσαι εντάξει με τον τρόπο που ζεις;
Mε τις μετακινήσεις σου; Με την ποιότητα του περιβάλλοντος; Με την καθαριότητα και την ανακύκλωση; Και στην τελική, κυριολεκτικά, κοιμάσαι ήσυχος;
Για να στο κάνω λιανά, μπορείς να διανύσεις βρε αδερφέ μια μικρή απόσταση -έστω εκατό μέτρων- με το καρότσι του μωρού σου χωρίς καθόλου να κατέβεις από το πεζοδρόμιο; Μπορείς έτσι απλά να καβαλήσεις το ποδηλατάκι σου και να κατέβεις στο κέντρο να ψωνίσεις – χωρίς να τρέμεις μην τυχόν και σε μαζέψει κανένα αυτοκίνητο – και έπειτα να μπεις σε ένα μαγαζί για δυο λεπτά να ψωνίσεις έχοντας την βεβαιότητα πως θα το βρεις στην θέση του όταν βγεις ; Έχεις κάδους ανακύκλωσης στην γειτονιά σου ή έχουν μυστηριωδώς εξαφανιστεί; Όλα τα φρεάτια των αποχετεύσεων είναι στην θέση τους; Και τέλος, το πιο σημαντικό: τώρα που καλοκαίριασε μπορείς έστω και ένα βράδυ να ρημαδοκάτσεις στο μπαλκόνι σου να πιείς ένα ποτάκι χαλαρό; Τι πιο απλό και όμορφο! Και έπειτα να πέσεις ήσυχα ήσυχα να κοιμηθείς χωρίς να διακόψει τίποτα τον ύπνο σου. Αν το καταφέρνεις, σίγουρα είσαι πολύ μα πολύ τυχερός γιατί κάποιοι από εμάς είναι αναγκασμένοι να κοιμούνται με τις πόρτες κλειστές. Και επειδή αυτό δεν είναι αρκετό, να χώνουν στ’ αυτιά ωτοασπίδες, ακουστικά, μαξιλάρια και ό,τι άλλο βρουν μπροστά τους, αδύναμοι να αντιδράσουν μπρος την εκκωφαντική και κακόγουστη ηχορύπανση , στα πανηγύρια, στα γλέντια και προσφάτως στους πυροβολισμούς (ως νέα μόδα) που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι ζεις σε χώρα τριτοκοσμική και μάλιστα σε εμπόλεμη κατάσταση. Και τότε με τα μάτια μαυρισμένα από την αϋπνία παίρνεις για πολλοστή φορά το εκατό -παρόλο που είσαι βέβαιος πως θα λάβεις την προκαθορισμένη απάντηση “Λυπάμαι / δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο εκτός από συστάσεις / για ελάτε λίγο στην θέση μας” και άλλα τέτοια. Και τότε εσύ θέλεις να φωνάξεις, να ουρλιάξεις, μαύρες σκέψεις περνούν από το μυαλό σου, κάποτε βάζεις και τα κλάματα από την απελπισία, πως θα πας στην δουλειά την άλλη μέρα; Γιατί, δεν είναι μοναχά αυτή η συγκεκριμένη νύχτα ώστε να δώσεις λίγο τόπο στην οργή. Την επόμενη; Την μεθεπόμενη; Υπερβολές θα πεις; Μακάρι να ήταν. Είναι η ωμή πραγματικότητα.
Και αν νομίζεις πως τα όσα γράφω δεν αφορούν εσένα που μένεις πέρα από την πλατεία, στον Κόσυνθο, στην Κυψέλη, στην Καλλιθέα ή στην Χρύσα, είσαι πολύ γελασμένος. Το πρόβλημα αφορά κι εσένα. Σύντομα θα το βρεις μπροστά σου αν δεν κάνεις κάτι να αντιδράσεις και σου εύχομαι να μην είναι πολύ αργά.
Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει κατακαημένε μου Ξανθιώτη, αλλά ζεις υπό καθεστώς «χούντας». Διότι, όταν παραβιάζονται οι πιο βασικές σου ελευθερίες κι εσύ απλώς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, πώς να το πεις αυτό; Δημοκρατία πάντως όχι.
Σοβαρά όμως, πιστεύεις πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα; Πως το παιχνίδι είναι χαμένο; Αν αυτό συμβαίνει, τότε είσαι άξιος της μοίρας σου και για ότι συμβεί στο μέλλον θα το πληρώσεις ακριβά. Μα πάνω απ’ όλα, θα το πληρώσουν τα παιδιά σου.
Και είναι κρίμα δηλαδή γιατί εγώ, την πόλη αυτή την λάτρευα. Μα όσο περνούν τα χρόνια, δεν θέλω να φαντάζομαι τον εαυτό μου άλλο εδώ πέρα.
Να ξέρεις, για την κατάσταση δεν φταίει ο δήμαρχος, ούτε ο περιφερειάρχης, ούτε κανένας επίδοξος και αδίστακτος βουλευτής. Ξεκάθαρα φταις εσύ. Κι εγώ βέβαια. Αρχικά επειδή τους ψηφίσαμε και έπειτα επειδή δεν κάναμε κάτι όταν αποδείχτηκε περίτρανα η αχρηστία και η ασυδοσία τους. Επειδή ασπαζόμαστε παθητικά τα όσα συμβαίνουν με την βολική δικαιολογία του δυστυχώς, δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Εγώ κάνω κάτι, έστω και ελάχιστο. Γράφω αυτό το κείμενο μήπως και σε ταρακουνήσω.
Εσύ;
Ένας ακόμη πληττόμενος πολίτης της Ξάνθης με τα χίλια χρώματα