Αλήθεια, πόσο εύκολο είναι να ταχθεί κανείς απόλυτα υπέρ ή απόλυτα κατά σε ένα κοινωνικό ζήτημα ή μια κοινωνική κατάσταση; Υπάρχουν κάποια κοινωνικά ζητήματα, που διαχρονικά προκαλούν προβληματισμό και έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις σε πολλές από τις περισσότερες κοινωνίες του κόσμου μας.
Στις ΗΠΑ η πρόσφατη απόφαση (Dobbs εναντίον Jackson, 2022) του Ανώτατου Δικαστηρίου (Supreme Court) ανέτρεψε την παλαιότερη απόφαση Roe εναντίον Wade (1973), η οποία και είχε καθιερώσει το δικαίωμα των γυναικών στη διακοπή της κύησης, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί εκ νέου η αντιπαράθεση που είχε ξεσπάσει κατά την δεκαετία του 70 σχετικά με το δικαίωμα της γυναίκας στην άμβλωση. Ήδη μερικές από τις πιο συντηρητικές πολιτείες των ΗΠΑ, που κυβερνώνται δηλαδή σε τοπικό επίπεδο από εκπροσώπους του ρεπουμπλικανικού κόμματος, υιοθέτησαν νομοθεσία εναντίον της τεχνητής διακοπής της κύησης, χωρίς εξαιρέσεις.
Επίσης, με άλλη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (New York State Rifle & Pistol Association εναντίον Bruen, 2022) δίνεται η δυνατότητα πλέον στους Αμερικανούς πολίτες να κυκλοφορούν φέροντας όπλα, ακυρώνοντας ως αντισυνταγματικό έναν νόμο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης από την δεκαετία του 1920 που αφορούσε την οπλοκατοχή. Η απόφαση μάλιστα αυτή έρχεται σε μια εποχή που οι ΗΠΑ συγκλονίζονται από καθημερινά περιστατικά ένοπλης βίας και γίνεται προσπάθεια για να τεθούν για πρώτη φορά σε νομοθετικό επίπεδο περιορισμοί στην δυνατότητα της εύκολης προμήθειας όπλων από σχετικά καταστήματα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Γιατί επανέρχονται ζητήματα που ενδεχομένως για πολλά χρόνια θεωρούνταν πως με τον έναν ή άλλον τρόπο είχαν ρυθμιστεί;
Η προσωπική μου άποψη είναι πως τα ζητήματα αυτά ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελέσουν κοινό πεδίο αναφοράς στην συνείδηση των Αμερικανών πολιτών. Δίκαιο το οποίο δεν λογίζεται ως τέτοιο από την συντριπτική πλειονότητα των πολιτών δεν είναι δίκαιο. Και για το ζήτημα της άμβλωσης και για το ζήτημα της πρόσβασης στα όπλα, η αμερικανική κοινωνία εξακολουθούσε, παρά τις όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις, να είναι διχασμένη και να μην έχει πειστεί αποτελεσματικά για την αναγκαιότητα μιας καθολικά κοινής αποδεκτής ρύθμισης. Αυτό βέβαια αντανακλά και τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της αμερικανικής κοινωνίας που εξακολουθεί να είναι διχασμένη στα περισσότερα από τα κοινωνικά ζητήματα που απασχολούν την καθημερινότητα. Έτσι η αμερικανική κοινωνία μπορεί να αποδέχεται έναν κορυφαίο μαύρο αθλητή, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να σηκώνει το όπλο εναντίον του φτωχού μαύρου που τολμά να διαμαρτυρηθεί για την υπέρμετρη άσκηση αστυνομικής βίας.
Πέραν τούτων, υπάρχουν παράλληλα και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην όξυνση των κοινωνικών αυτών αντιπαραθέσεων.
Σαφώς υπάρχει μεγάλη ευθύνη των ίδιων των κομμάτων, ιδίως του ρεπουμπλικανικού κόμματος, που δέχτηκε στους κόλπους του εκπροσώπους της θρησκευόμενης και λαϊκίστικης δεξιάς (tea party, Donald Trump). Και να σκεφτεί κανείς πως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1850, όταν όλοι οι πολιτικοί που αντιδρούσαν στην δουλεία, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να εμποδίσουν την επέκτασή της στις περιοχές του Κάνσας και της Νεμπράσκα, όπως υποχρέωνε ο νόμος Kansas-Nebraska-Act, που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος. Τότε οι αντιρατσιστές πολιτικοί αποφάσισαν στις συναντήσεις τους να δημιουργήσουν ένα νέο κόμμα, το Ρεπουμπλικανικό, το οποίο και δημιούργησαν στο Μίσιγκαν τον Ιούλιο του 1854.
Επίσης υπάρχει μεγάλη εξάρτηση από τα οικονομικά λόμπι (όπλα, ενέργεια κ.α.). Το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο το 2010 εξέδωσε απόφαση (Citizens United εναντίον Federal Elec¬tion Commis¬sion) σύμφωνα με την οποία άτομα και εταιρίες έχουν την δυνατότητα να ενισχύουν οικονομικά χωρίς πλαφόν όποιον πολιτικό ή κόμμα επιθυμούν. Ας μη λησμονούμε ότι και ο ίδιος ο τέως πρόεδρος Donald Trump είναι ένας από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες των ΗΠΑ.
Το κυριότερο όμως είναι η έλλειψη της ανεξαρτησίας των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου. Από την στιγμή που δίνεται η δυνατότητα στον κάθε Αμερικανό Πρόεδρο να διορίζει ή να παύει τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου και να διαμορφώνει έτσι την σύνθεσή του, ευνόητο είναι πως οι δικαστές που θα διοριστούν θα ταυτίζονται με τις προσεγγίσεις του Προέδρου που τους διόρισε. Οι αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με το επιτρεπτό της οπλοφορίας και την απαγόρευση στην άμβλωση λήφθηκαν με ψήφους 6 υπέρ δικαστών (όλων διορισμένων από ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, οι 3 από τον Τραμπ) έναντι 3 δικαστών (όλων διορισμένων από δημοκρατικό πρόεδρο). Το ερώτημα επομένως που τίθεται είναι το εξής: Θα πρέπει οι δικαστές να δικάζουν με βάση τις απόψεις των κομμάτων που τους διόρισαν ή να αποφασίζουν με γνώμονα την συνείδησή τους και το δίκαιο;
Οι παραπάνω αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ συνιστούν μια κατάφωρη παραβίαση της δικαστικής ανεξαρτησίας, που αποδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως ο θεσμός της δικαιοσύνης στις ΗΠΑ σίγουρα είναι απόλυτα εξαρτώμενος από την πολιτική ηγεσία.
Στην Ευρώπη, εξαιτίας του διαφορετικού νομικού συστήματος (civil law) έναντι του αμερικανικού (αγγλοσαξωνικού ή common law), δεν υφίστανται οι μεγάλες διαφοροποιήσεις σε κοινωνικά θέματα, στον βαθμό τουλάχιστον που συμβαίνει στις ΗΠΑ. Και αυτό διότι κατά κανόνα οι ευρωπαϊκές χώρες δεν νομοθετούν απόλυτα υπέρ ή απόλυτα κατά σε ένα ζήτημα, αλλά, ενώ τηρούν μια γενική αρχική στάση, στην συνέχεια ακολουθούν την εξειδίκευση και την περιπτωσιολογία. Επίσης οι αποφάσεις των κορυφαίων δικαστηρίων των ευρωπαϊκών χωρών δεν έχουν την πολιτική έκταση και χροιά των αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Επιπρόσθετα η δομή της ίδιας Ευρωπαϊκής Ένωσης (κοινά όργανα, δικαιοδοτικά και μη) εγγυάται μάλλον περισσότερο την δυνατότητα σχηματισμού μιας περισσότερο συνεκτικής και κοινά αποδεκτής στάσης.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι βασικός πυλώνας για την εδραίωση της δημοκρατίας σε μια χώρα είναι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, δηλαδή η ανεπηρέαστη από την πολιτική ηγεσία επιλογή των προσώπων που θα αποτελούν τους δικαστές του δικαστικού συστήματος. Αυτό προϋποθέτει τόσο την επιλογή των ικανότερων αυτών προσώπων από τις δεξαμενές των ίδιων των δικαστών και των εισαγγελέων, όσο και την μη παρέμβαση στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους.
Σε κάθε περίπτωση το μεγάλο στοίχημα για τις δημοκρατίες είναι να διατηρηθεί η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, η ισχυρή διάκριση της Δικαιοσύνης με τις άλλες δύο αρχές (νομοθετική και εκτελεστική) και ο περιορισμός των ρευμάτων του λαϊκισμού, δεξιού και αριστερού. Πρόκειται για μια μεγάλη πρόκληση και μάχη για τις δημοκρατίες εκείνες που θέλουν να λέγονται και να είναι φιλελεύθερες.
Νίκος Σεργκενλίδης
Δικηγόρος