Ο νεαρός ηθοποιός Γιλμάζ Χουσμέν, μουσουλμάνος από την Ξάνθη, ξεχωρίζει ήδη για το ταλέντο και την προσωπικότητά του
Δεν μπορεί παρά να είναι κάπως πιο προσωπική η εισαγωγή αυτής της συνέντευξης, αφού τον Γιλμάζ Χουσμέν τον γνωρίζω από την εφηβεία του, από Τότε που κατέπλησσε το κοινό της Ξάνθης με το πηγαίο ταλέντο του σε θεατρικές παραστάσεις όπως το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» από το τοπικό εργαστήρι «Ανατολικά του Νέστου», που ανέβηκε το 2016 σε σκηνοθεσία της Πολυξένης Καρακατσάνη και του Βασίλη Λειβαδίτη .
Έκτοτε, ο νεαρός ηθοποιός έγινε ο πρώτος μουσουλμάνος απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και ξεχωρίζει στη θεατρική «πιάτσα» με τις ερμηνείες, τη σπιρτάδα και το ήθος του. Μέχρι τα τέλη Μαΐου μπορείτε να τον δείτε στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου, ένα έργο που παρουσιάζεται στο θέατρο Σφενδόνη σε σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου.
Πώς μπήκε το θέατρο στη ζωή σου; Γιατί έγινες ηθοποιός;
«Για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά σε καμία από τις δύο ερωτήσεις. Δεν είμαι από τις περιπτώσεις που έλεγαν από μικρά παιδιά ότι θέλουν να γίνουν ηθοποιοί. Δάσκαλος έλεγα πάντα πως ήθελα να γίνω ή αρχιτέκτονας. Κάπου στα 14 όμως θυμάμαι να κυνηγάω μια αγαπημένη μου καθηγήτρια Αγγλικών στο γυμνάσιο για να κάνουμε μία παράσταση κι έτσι το ένα έφερε το άλλο: θεατρικές ομάδες και θεατρικά εργαστήρια, όπου έμαθα πως υπάρχουν δύο κρατικές Δραματικές Σχολές, αυτές του Εθνικού και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όπου είναι πολύ δύσκολο να μπεις αλλά σου δίνεται η δυνατότητα να σπουδάσεις δωρεάν. Έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και πέρασα.
Ανακαλύπτοντας σιγά-σιγά στη Σχολή περί τίνος μπορεί να πρόκειται άρχισα να αρθρώνω τους λόγους για τους οποίους μπορεί να επέλεξα να γίνω ηθοποιός. Όταν συνειδητοποίησα πως το θέατρο — όπως το αντιλαμβάνομαι — αφορά, ή ακόμα και απαιτεί, την απολύτως προσωπική μου εμπλοκή μέσα σε μία ιστορία και τη δημόσια κατάθεσή της, ως άνθρωπος μιας γενιάς που δεν σχετίζεται και πολύ με την έννοια της εμπλοκής, τρόμαξα. Αργότερα, το θεώρησα με έναν τρόπο πολιτική πράξη».
Ποιες είναι οι δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίζει ένα παιδί που έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες όταν μεγαλώνει μακριά από κάποιο μεγάλο αστικό κέντρο;
«Η έλλειψη πρόσβασης και ερεθισμάτων, το ότι δεν έχεις προσλαμβάνουσες… όλα αυτά που μπορούν να σου προκαλέσουν έλξη ή αποστροφή από αυτό που εσύ ενστικτωδώς έχεις αποφασίσει πως θες να κάνεις. Επίσης, ακριβώς επειδή δεν έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις πολλά και πολλών ειδών καλλιτεχνικά θεάματα, αργείς να πάρεις τη χαρά της συνειδητοποίησης πως όλες οι τέχνες μοιάζουν μεταξύ τους και τα σημεία όπου διαφέρουν είναι αυτά τα οποία καθιστούν την καθεμιά τους μαγική. Έτσι, όποια τέχνη κι αν ακολουθήσεις, το ζήτημα είναι πως μπαίνεις σε έναν κόσμο, όχι σε έναν μικρόκοσμο».
Πες μας λίγα λόγια για τον ρόλο σου στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου που σκηνοθετεί η Άντζελα Μπρούσκου. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή αυτού του έργου;
«Στην παράσταση υποδύομαι έναν εκ των δύο μαρκησίων της Αυλής, τον Κλιτάντρ. Διεκδικώ την καρδιά της Σελιμέν (Παρθενόπη Μπουζούρη), με αντιπάλους μου τον άλλον Μαρκήσιο, Ακάστ (Κωνσταντίνος Γεωργαλής), και τον ίδιο τον “Μισάνθρωπο” (Θάνος Παπακωνσταντίνου) ή τέλος πάντων όποιον έχει αποφασίσει αυτή την εβδομάδα η Σελιμέν πως θέλει να του κάνει τα γλυκά μάτια για να τον εκμεταλλευτεί προς προσωπικό της όφελος. Σε αυτό το έργο δεν ξέρεις ποιος, κατεβάζοντας τη μάσκα του, έχει το τρομακτικότερο πρόσωπο.
Όπως δεν ξέρεις ποιος, εν τέλει, δικαιώνεται. Η διεφθαρμένη κοινωνία και το σύστημα που έχει δημιουργήσει ή αυτός που αντιστάθηκε; Αυτός που αντιστέκεται, αντιστέκεται μόνο για τον εαυτό του και την προστασία των αισθημάτων του ή προς όφελος ενός συνόλου που δεν αφορά μόνο μια “αυλή ενός βασιλιά”; Είναι τρόπος επανάστασης η αποκοπή;».
Το παλαιότερο ανέβασμα αυτού του κειμένου από την ίδια σκηνοθέτρια θεωρείται ιστορικό. Πώς αντιμετωπίζεις τη μυθολογία του ελληνικού θεάτρου, μιας τέχνης που είναι εκ φύσεως εφήμερη; «Με σεβασμό και θράσος. Αντιφατικά δηλαδή. Τόσο αντιφατικά όσο της αρμόζει. Όσον αφορά τώρα στη συμμετοχή μου σε μια παράσταση της οποίας παλαιότερο ανέβασμα θεωρείται ιστορικό δεν μου έχει δημιουργηθεί κάποιο αίσθημα ευθύνης για κάτι που συνέβη κάποτε, όσο για κάτι που συμβαίνει τώρα στη σκηνή μαζί με τους — μακράν εμπειρότερους από εμένα — συναδέλφους μου. Σαφώς και εδώ εμπλέκεται η ίδια η σκηνοθέτρια της παράστασης, η οποία επαναδιαπραγματεύεται το έργο ως μία καλλιτέχνις που αφουγκράζεται την εποχή στην οποία ζει τώρα, και αυτό — κατά την ταπεινή μου γνώμη — είναι τόσο σαφές όσο και αξιοθαύμαστο».
Η γενιά στην οποία ανήκεις μοιάζει να μην μπορεί να πάρει ανάσα από τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας: οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος. Πώς φαντάζεσαι το μέλλον;
«Δεν μου δίνεται εύκολα η δυνατότητα να φαντάζομαι κάτι φωτεινό πάντως. Όταν βλέπω φως στο τούνελ το κάνω γιατί νιώθω πως έχω υποχρέωση απέναντι στη νιότη και τα όνειρά μας να το κάνω. Σε τέτοιες στιγμές φαντάζομαι πως μπορούμε να φέρουμε τα κάτω πάνω».
Ποια παράσταση που έχεις δει δεν θα ξεχάσεις ποτέ; «Είναι τρεις, δεν μπορώ να επιλέξω μόνο μία διότι θα αδικήσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις που μου προκάλεσαν οι άλλες: “Άλκηστη” σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου, “Τρεις αδελφές” σε σκηνοθεσία Τιμοφέι Κουλιάμπιν και “Άνθρωποι και ποντίκια” σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη».
Τι άλλα επαγγελματικά σχέδια έχεις;
«Το καλοκαίρι θα συμμετέχω στην παράσταση “Ακούω ήχον κώδωνος” σε κείμενο και σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου που θα περιοδεύσει στην Ελλάδα. Είναι μεγάλη η τιμή που αισθάνομαι για τη συνεργασία μου με έναν αληθινό άνθρωπο του θεάτρου όπως ο κύριος Παπαγεωργίου. Όσο για το πρώτο μισό του ερχόμενου χειμώνα, υπάρχει στα σκαριά μια συνεργασία για την οποία δεν μπορώ να πω πολλά ακόμα πέρα από το ότι είμαι τρομερά χαρούμενος και ανυπόμονος».
Ποιους συναδέλφους σου – από την κοντινή σε εσένα γενιά – θαυμάζεις;
«Ξέρω ‘γώ; Όλους. Ανήκουμε σε μια γενιά που η τύχη δεν μας έχει φερθεί και με τον ευνοϊκότερο τρόπο. Το να συνεχίζεις να δημιουργείς, να ιδρώνεις, να σκέπτεσαι, να κάνεις πρόβες και παραστάσεις ενώ η αίσθηση της ματαιότητας στα πάντα γύρω μας ολοένα μεγαλώνει αντί να μικραίνει, είναι κάτι το αξιοθαύμαστο, αν όχι συγκινητικό. Την ομοιότητα του ανθρώπου με το θέατρο στο κομμάτι που αφορά το “ζει για να πεθάνει”, θα έπρεπε να την καταλάβουμε πολύ αργότερα και παρ’ όλα αυτά συνεχίζουμε και μάλιστα σε εποχές που το θέατρο δεν μοιάζει να έχει την ίδια σημασία που είχε κάποτε. Ναι, όλους τους θαυμάζω».
Του Γιώργου Νάστου
Από το ΒΗΜΑgazino