Σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στρέφονται οι πολίτες
Ιδιωτικής ετικέτας υπολογίζεται ότι είναι το 31,8% των προϊόντων που αγοράζουν οι καταναλωτές από το σούπερ μάρκετ, ποσοστό που αποτελεί το υψηλότερο που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της σχετικής ετήσιας έρευνας που πραγματοποιεί το εργαστήριο μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, θυμίζοντας τις εποχές της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Η επιστροφή της εν λόγω καταναλωτικής συνήθειας, η οποία ειδικά τη διετία της πανδημίας είχε ατονήσει, συνδέεται άμεσα με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Το εάν η αιτία για τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος είναι διαφορετική σε σύγκριση με την περίοδο της προηγούμενης, μικρή σημασία έχει για τα νοικοκυριά. Στις εποχές των μνημονίων ήταν η επιβολή δημοσιονομικών μέτρων, η μείωση των μισθών και η ανεργία που οδηγούσε σε συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος, τώρα είναι η ακρίβεια που «ροκανίζει» τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Ο πληθωρισμός τον Μάρτιο εκτοξεύθηκε στο 8,9%, σε επίπεδα που η ελληνική κοινωνία είχε να ζήσει από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα της φετινής έρευνας είναι ότι οι καταναλωτές επιλέγουν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, παρά το γεγονός ότι τα θεωρούν χαμηλότερης ποιότητας –σε σχέση με άλλες εποχές– σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επώνυμα. Ετσι, το 31,6%, έναντι 31,2% στην περυσινή έρευνα θεωρεί ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι χαμηλότερης ποιότητας, το 10,9% (έναντι 16,3% πέρυσι) τα θεωρεί ότι είναι ανώτερης ποιότητας από τα επώνυμα, ενώ το 57,5% (από 52,5% πέρυσι) πιστεύει ότι η ποιότητα ανάμεσα στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και στα επώνυμα δεν διαφέρει.
Η βαρύτητα που δίνεται πλέον στο κριτήριο της τιμής φαίνεται από το γεγονός ότι το 86,4% θεωρεί ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν καλύτερη τιμή, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό πέρυσι ήταν αρκετά χαμηλότερο και δη 72,9%. Η αντίληψη για τη χαμηλότερη τιμή έχει δύο αιτίες: πρώτον, αν και έχουν γίνει σημαντικές ανατιμήσεις και στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, εξακολουθούν να έχουν χαμηλότερη τιμή από τα αντίστοιχα επώνυμα – στην πλειονότητα τουλάχιστον των περιπτώσεων. Δεύτερον, λόγω του πολύ αυξημένου κόστους παραγωγής που αντιμετωπίζουν οι προμηθευτές, περιορίζουν σημαντικά τις προσφορές, έτσι ώστε να μειώσουν την πίεση που ήδη ασκείται στα περιθώρια κέρδους. Ακριβώς για τους δύο αυτούς λόγους, άλλωστε, αναμένεται ότι το «comeback» των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας θα έχει σημαντική χρονική διάρκεια. Υπενθυμίζεται ότι το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, σύμφωνα με την έρευνα καταναλωτικής συμπεριφοράς του ΟΠΑ (σ.σ. η έρευνα του ΟΠΑ αφορά τον αριθμό των τεμαχίων) τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης ήταν αρκετά χαμηλό (21,5% το 2011) για να αυξηθεί με την πάροδο των ετών και να φτάσει το 31,5% το 2016. Τα επόμενα χρόνια υποχώρησε, ενώ στα χρόνια της πανδημίας μειώθηκε ακόμη περισσότερο η συμμετοχή τους στο καρότσι, με τους καταναλωτές να δίνουν έμφαση στα επώνυμα προϊόντα, διότι τα θεωρούσαν πιο ποιοτικά.
Ένας από τους κλάδους που δέχονται νέο πλήγμα, πριν καν προλάβουν να επανακάμψουν από την πανδημία, είναι και αυτός της εστίασης και εν γένει της διασκέδασης. Σύμφωνα με τον Δείκτη Κλίματος Αγοράς Εργασίας της ΓΣΕΕ, το 80% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δηλώνει ότι έχει μειώσει τις δαπάνες για ψυχαγωγία. Οι χαμηλές επιδόσεις του λιανεμπορίου στις εκπτώσεις, παρά το γεγονός ότι τα φυσικά καταστήματα ήταν ανοιχτά σε αντίθεση με πέρυσι, δείχνει επίσης την τάση των νοικοκυριών να περικόπτουν δαπάνες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά, από συσκευές έως είδη ένδυσης και υπόδησης.