Πλούσιο και βραβευμένο το έργο της Βάσως Τριανταφυλλίδου – Κηπουρού. Γεννήθηκε το 1948 στο Πραγγί Διδυμοτείχου. Έζησε εκεί μόνο 10 χρόνια. Το 1958, η οικογένειά της εγκαθίσταται στην Ξάνθη, στον Π. Ζυγό. Σπούδασε στη Χαροκόπειο Ανωτάτη Σχολή Οικ. Οικονομίας (σημερινό Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) και επέστρεψε στην Ξάνθη όπου εργάστηκε αρχικά ως νηπιαγωγός και αργότερα, ως καθηγήτρια σε γυμνάσια της Δράμας, της Ξάνθης και της Αθήνας. Μετά τη συνταξιοδότησή της, ασχολείται συστηματικά με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα, με την ποίηση.
Το βιογραφικό και εργογραφικό της δελτίο, έχει συμπεριληφθεί στον 23ο και άλλους τόμους της Νέας Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Χάρη Πάτση (23ο σελ. 24-26,25ο σελ. 273 – 274, 26ο σελ.321 – 323, 27ο σελ. 389 – 391, 28ο σελ. 385 – 388, 29ο σελ. 423 – 426). Πολλά νεότερα στοιχεία περιέχονται στον πρόσφατο 31ο τόμο.
Στο κείμενό μας αυτό, αρχή του νέου έτους 2022, θα αναφερθούμε στην ποίησή της με αφορμή βράβευσή της για ποίημα σχετικό με τον εορτασμό του 1821. Ποιητικές της συλλογές ως τώρα: 1) «Ταξίδι ζωής» (Ποίηση), 2006. – 2) «Η αγάπη μακροθυμεί» (Ποίηση), 2009. – 3) «Κλωνί μου αγαπημένο» (Ποίηση), 2010. – 4) «Το Πιο Πικρό Αντίο» (Ποίηση), 2012. – 5) «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο», (σε ελεύθερη ποιητική απόδοση ), 2013.
Α΄ Έπαινος στη Βάσω Τριανταφυλλίδου- Κηπουρού για το ποίημα «Η έξοδος του Μεσολογγίου» που διακρίθηκε στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό
της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών έτους 2021, για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. – Αθήνα 24 – 11- 2021
Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Ξανθομαλλούσα Άνοιξη πέρασε μ’ ομορφάδα
σκόρπισε μύρα ακριβά, χάρισε τη λιακάδα.
Το αεράκι φύσαγε και τρέμανε τα φύλλα,
Μεσολογγίτες στη σκλαβιά ζούσαν μ’ ανατριχίλα.
Σκελετωμένοι, άμοιροι, λες βγήκαν απ’ το μνήμα
μύρια πουλιά στην ερημιά, τελειώσανε κι εκείνα.
Γάτες, ποντίκια, ερπετά τα φάγαν ένα – ένα
χορτάρι μέσα στους αγρούς δεν έμεινε κανένα.
Μεσολογγίτες στη σκλαβιά κι η πείνα τους θερίζει,
η μάνα βλέπει νηστικό το γιο της και δακρύζει.
Βαριά τους σφίγγει ο κλοιός του Κιουταχή τ’ ασκέρια
τους κόπηκε και η λαλιά, παρέλυσαν τα χέρια.
Τα Βάγια σαν ξημέρωναν μια νύχτα μυρωμένη,
γιουρούσι ετοιμάζανε να φύγουν οι καημένοι…
Ο τόπος γέμισε Τουρκιά, μ’ αρβανιτιά οι δρόμοι
το γένος ξεριζώθηκε το πνίξανε οι πόνοι.
Το σχέδιο προδόθηκε, τίποτε πια δε μένει
όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Και… ο Καψάλης πέταξε στου ουρανού τα μέρη
να πει με πόνο στο Θεό τη Λευτεριά να φέρει….
Συγχαίρω την αγαπητή Βάσω για το έργο της και τη βράβευσή του. Σε επόμενο κείμενο θα μιλήσω για δύο βιβλία της που αναφέρονται στη φετινή επέτειο του 1922 – της Μικρασιατικής Πληγής.