Περισσότερες από πέντε διαρρήξεις σημειώθηκαν μετά τα μεσάνυχτα της Δευτέρας σε καταστήματα της πόλης
Οι δράστες αναζητώντας χρήματα, καταστρέφουν περιουσίες. Ανεπαρκής η αστυνόμευση, λένε οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων
Καθημερινός είναι πλέον ο φόβος των καταστηματαρχών της πόλης ότι θα βρουν παραβιασμένη την πόρτα του μαγαζιού τους, βγάζοντας το πρωί τα κλειδιά απ’ την τσέπη για να μπουν στην επιχείρησή τους. Υπάρχουν περιπτώσεις καταστημάτων εστίασης που έχουν γίνει στόχος διαρρηκτών περισσότερες από δύο ή τρεις φορές σε διάστημα λίγων μηνών. Ο στόχος των διαρρήξεων είναι συνήθως ένας. Να βρουν μετρητά, άντε και κανένα τσίπουρο ή κοκα κόλες. Κι όμως γι’ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα που εισέρχονται παράνομα στα καταστήματα και σπάνια βρίσκουν περισσότερα από λίγα ψιλά στην ταμειακή, καταστρέφουν πόρτες, σπάνε τζάμια από εισόδους ή παράθυρα, παραβιάζουν συρτάρια και αφήνουν πίσω τους μια αίσθηση ανασφάλειας στους επαγγελματίες που νιώθουν να βρίσκονται στο έλεος κάθε «καταδρομικής» που θα κάνουν οι μικρές, συνήθως, συμμορίες διαρρηκτών. Μάλιστα, αναρωτιούνται αν είναι επαρκής η αστυνόμευση στην πόλη, αφού συμβαίνει συχνά στόχος των «επιδρομών» να είναι τα καταστήματα του κέντρου.
Όμοια είναι και η περίπτωση της Τρίτης, όταν τουλάχιστον πέντε μαγαζιά εστίασης και όχι μόνο, παραβιάστηκαν και οι επαγγελματίες κλήθηκαν σε άμεσο χρόνο να επιδιορθώσουν τις ζημιές και να διαχειριστούν τρόπους προστασίας από μια νέα «επίθεση».
Από την πλευρά της αστυνομίας, εκτιμάται ότι η αστυνόμευση γίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο μέτρο που επιτρέπουν τα μέσα και οι πόροι. Υπάρχει η παραδοχή ότι τα περιστατικά διαρρήξεων έχουν αυξηθεί το τελευταίο διάστημα, καθώς και ότι οι δράστες, κάποιες φορές και ανήλικοι, είναι συχνά τα ίδια γνώριμα πρόσωπα, που μένουν αμετανόητα και χωρίς τρόπους να αποθαρρύνονται, ώστε να μειωθούν οι «καταδρομικές» αναζητήσεις. Τα σχόλια από εμπλεκόμενους και γνωρίζοντας συχνά είναι πανομοιότυπα: «Η νομοθεσία δε δίνει άλλες δυνατότητες». Κι αυτό γιατί, ακόμη και όσοι συλλαμβάνονται, δικάζονται, κάποιες φορές και εφόσον υπάρχουν επαρκή στοιχεία, καταδικάζονται, και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι και το επόμενο βράδυ ξεκινούν από εκεί που είχαν σταματήσει.
Αν δεν αναλάβουμε αποφασιστικές πρωτοβουλίες για την πρόληψη, αν δε διεκδικήσουμε αποτελεσματικότερη αστυνόμευση (αντί των ελέγχων για την εφαρμογή των μέτρων), δεν μπορεί κανείς να ελπίσει ότι θα σταματήσει η εκθετική αύξηση των διαρρήξεων στην περιοχή μας.
Ελένη Διαφωνίδου