Αρχική ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Σε ανάκαμψη η ελληνική οικονομία, χωρίς να «συνέρχεται» πλήρως από την πανδημία

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: Σε ανάκαμψη η ελληνική οικονομία, χωρίς να «συνέρχεται» πλήρως από την πανδημία

0

Σημαντική υποχώρηση κατέγραψε η απασχόληση στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, με μείωση των θέσεων απασχόλησης κατά 10.000 το 2020

Η ελληνική οικονομία θα γνωρίσει μια ισχυρή ανάκαμψη το τρέχον έτος η οποία ωστόσο δεν θα επαρκεί για να επαναφέρει την οικονομική δραστηριότητα στο επίπεδο του 2019, αφού θα υπολείπεται κατά 3 δισ. ευρώ, τονίζει στο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ το οποίο έδωσε στη δημοσιότητα την Ενδιάμεση Έκθεση για την ελληνική οικονομία και απασχόληση για το 2021.

Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτιμά ότι θα θολώσει η διατηρησιμότητα της δυναμικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022. Η αρνητική εξέλιξη του 4ου κύματος της πανδημίας Covid-19 σε συνδυασμό με τις αρνητικές επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών ενεργοποιούν αντίρροπες δυνάμεις στην επέκταση της εγχώριας ζήτησης, και μέσω αυτής στην οικονομική δραστηριότητα.

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021, όπως αποτυπώνεται στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (αύξηση πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος [ΑΕΠ] κατά 7,1%), δεν επαρκεί για να επαναφέρει την οικονομική δραστηριότητα στο επίπεδο του 2019, αφού θα υπολείπεται κατά 3 δισ. ευρώ. Παρά τις θετικές προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης το 2022, το αναπτυξιακό κενό μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης εξακολουθεί να είναι τεράστιο. Το δεδομένο αυτό απαιτεί σύνεση και όχι επικοινωνιακό ενθουσιασμό στην αξιολόγηση των τριμηνιαίων μεταβολών του ΑΕΠ.

 

Αύξηση αποταμιεύσεων νοικοκυριών αλλά ανομοιογενής

Από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης έως το α’ τρίμηνο του 2021 οι αποταμιεύσεις του συνόλου των νοικοκυριών παρουσίασαν σταθερή αύξηση λόγω προληπτικής διακράτησης ρευστότητας, περιορισμένων καταναλωτικών επιλογών εξαιτίας lockdown και ενίσχυσης των εισοδημάτων μέσω επιδομάτων. Ωστόσο, η αύξηση αυτή είναι ανομοιογενής, αφού το 63% των νοικοκυριών είτε δεν μπορεί να αποταμιεύσει είτε βρίσκεται στην ανάγκη δανεισμού.

Η προοπτική αξιοποίησης των υψηλότερων αποταμιεύσεων στην κατανάλωση αφορά κυρίως τη συμπεριφορά των νοικοκυριών στα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, που έχουν χαμηλότερη ροπή προς κατανάλωση. Τα φτωχά νοικοκυριά δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις για να τις χρησιμοποιήσουν για την περαιτέρω αύξηση της καταναλωτικής τους δαπάνης. Η δυναμική της κατανάλωσης θα εξαρτηθεί από: α) την εξέλιξη της απασχόλησης και των αμοιβών, β) το εάν οι αυξημένες αποταμιεύσεις γίνουν προληπτική προτίμηση ρευστότητας για την αποπληρωμή χρηματοπιστωτικών και άλλων υποχρεώσεων των νοικοκυριών λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, γ) το μέγεθος της διάβρωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λόγω της ακρίβειας.

Το 2020 η Ελλάδα εξακολουθούσε και έχει μακράν τα υψηλότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην ΕΕ (σχεδόν ένα στα τέσσερα δάνεια ήταν μη εξυπηρετούμενο). Το α’ τρίμηνο του 2021 αυξήθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των μικρομεσαίων, των μικρών και των ατομικών επιχειρήσεων, ενώ των μεγάλων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώθηκαν. Ένα μεγάλο τμήμα του επιχειρηματικού τομέα βρίσκεται εγκλωβισμένο σε παγίδα αφερεγγυότητας, ρευστότητας και χαμηλής ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του.

 

Εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον, υψηλό έλλειμμα Ελλάδας

Παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ τους πρώτους έξι μήνες του έτους, το εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον και οι μεγάλες ανισορροπίες βασικών ισοζυγίων της Γενικής Κυβέρνησης έχουν αυξήσει το ρίσκο φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου, δημιουργώντας προβληματισμό για τις προοπτικές βιώσιμης σταθεροποίησης του μακρο-χρηματοπιστωτικού συστήματος της οικονομίας, δεδομένης μάλιστα και της υψηλής εξάρτησής της από τις έκτακτες χρηματοδοτικές παρεμβάσεις της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Η Ελλάδα, έχοντας εμφανίσει το 2020 το δεύτερο υψηλότερο έλλειμμα στη ζώνη του ευρώ σε όρους ΑΕΠ, αναμένεται και φέτος να καταγράψει ένα από τα υψηλότερα ελλείμματα∙ συγκεκριμένα, το δεύτερο υψηλότερο μετά τη Μάλτα. Επίσης, η Ελλάδα είναι και η χώρα που σημείωσε το 2020 τη μεγαλύτερη άνοδο του ποσοστού του δημόσιου χρέους (+25,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2019).

Το δημοσιονομικό σοκ της πανδημικής κρίσης επηρέασε τον βαθμό φερεγγυότητας του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο το 2020 υποβαθμίστηκε στο μη αξιόπιστο χρηματοπιστωτικό καθεστώς ultra-Ponzi. Στο ίδιο καθεστώς αναμένεται να διατηρηθεί και φέτος. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί προβληματισμό ως προς τη δυνατότητα του Δημοσίου να ικανοποιεί μέσω ροών πρωτογενούς ρευστότητας τις υποχρεώσεις του για πληρωμές τόκων, προκαλώντας έτσι αυξητικές πιέσεις στις δανειακές του ανάγκες και πιθανά στον όγκο του χρέους του.

 

Αγορά εργασίας και πανδημία

Η αγορά εργασίας, υποβοηθούμενη από την άρση των περιοριστικών μέτρων και την εποχικότητα της τουριστικής δραστηριότητας, εμφανίζει τους τελευταίους μήνες εικόνα σταθεροποίησης. Τον Σεπτέμβριο του 2021 ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε στα 4.081,8 χιλ. άτομα (+140,9 χιλ. άτομα έναντι του Σεπτεμβρίου του 2020).

Το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 στο 13%, συνεχίζοντας την πτωτική πορεία που καταγράφει από τον Μάιο με το άνοιγμα της οικονομίας. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί εδώ και πάνω από δέκα έτη∙ συγκεκριμένα, από τον Αύγουστο του 2010.

Παρά τη βελτιωμένη εικόνα τους τελευταίους μήνες, οι προκλήσεις στην αγορά εργασίας παραμένουν σημαντικές, δεδομένης και της αβεβαιότητας που προκαλεί η εξέλιξη της πανδημίας τους προσεχείς μήνες.

Η πανδημία φαίνεται να επιβάρυνε τα πιο νεαρά, και άρα τα πιο δυναμικά, τμήματα του εργατικού δυναμικού.

Εννέα από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2020 μείωση της απασχόλησης (στις ηλικίες 15-64 ετών) έναντι του 2019, με τη μεγαλύτερη μείωση να εμφανίζουν οι περιφέρειες της Κρήτης και του Νοτίου Αιγαίου (-23,3 χιλ. άτομα και -15,6 χιλ. άτομα αντίστοιχα). Σημαντική υποχώρηση κατέγραψε η απασχόληση και στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (-10 χιλ. άτομα) και στα Νησιά του Ιονίου (-5,7 χιλ. άτομα). Αντίθετα, ενίσχυση της απασχόλησης παρατηρήθηκε στην Περιφέρεια Αττικής (+23,6 χιλ. άτομα), καθώς στις περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας (+2,2 χιλ. άτομα), Πελοποννήσου (+1,9 χιλ. άτομα) και Θεσσαλίας (+0,4 χιλ. άτομα).

Η μείωση των απασχολουμένων στις ηλικίες 15-64 ετών το 2020 αφορούσε κυρίως άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, με την απασχόληση μεταξύ των αποφοίτων προσχολικής, πρωτοβάθμιας και κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να υποχωρεί στο σύνολο της χώρας έναντι του 2019 κατά 67,9 χιλ. άτομα. Αύξηση της απασχόλησης παρατηρήθηκε αντίθετα στους αποφοίτους ανώτερης δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας μη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (+11,2 χιλ. άτομα) και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (+12,4 χιλ. άτομα). Έξι από τις δεκατρείς περιφερειακές ενότητες της χώρας, συγκεκριμένα η Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο, η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, τα Νησιά Ιονίου, η Στερεά Ελλάδα και η Ήπειρος, κατέγραψαν το 2020 μείωση της απασχόλησης σε αποφοίτους όλων των επιπέδων εκπαίδευσης.

Το ποσοστό των νέων ηλικίας 15-29 ετών που βρίσκονται εκτός εργασίας, (τυπικής και άτυπης) εκπαίδευσης ή κατάρτισης (NEETs) διαμορφώθηκε το 2020 στην Ελλάδα στο 18,7%, έναντι 17,7% το 2019. Το ποσοστό αυτό κινήθηκε αυξητικά στο σύνολο των περιφερειών της χώρας, με εξαίρεση τη Δυτική Μακεδονία και την Αττική.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

«Ασθενές» το οικονομικό κλίμα στις επιχειρήσεις της Ξάνθης

Έλλειψη ρευστότητας, εργατικού δυναμικού και μειωμένη κατανάλωση Πολλές επιχειρήσεις κλείν…