Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ H Βεγγέρα και η κοινωνική ζωή στα ορεινά χωριά

H Βεγγέρα και η κοινωνική ζωή στα ορεινά χωριά

1

Πως περνούσαν τις βαριές νύχτες του χειμώνα

Λεπτομέρειες που έχουν χαθεί και μας τις θυμίζει ο Νίκος Τσούργιαννης

 

Η μεγάλη κάμαρα στον Μακεδονικού τύπο χωριατόσπιτο της ορεινής Ροδόπης ήταν πάντα έτοιμη για να δεχθεί την οικογένεια και όσους συγγενείς ή φίλους μαζεύονταν για να περάσουν οι κρύες και οι βαριές νύχτες του χειμώνα.

Η θέση αυτής της κάμαρας ήταν επιλεγμένη σχεδόν σε όλα τα χωριατόσπιτα στον πρώτο όροφο του δυτικού και του βόρειου μέρους του σπιτιού. Έτσι ώστε ένα πελώριο τζάκι να φιλοξενείται στον δυτικό τοίχο και ένα μετρίου σχήματος παράθυρο να φιλοξενεί ο βόρειος τοίχος της κάμαρας. Οι διαστάσεις της ήταν κάπου τέσσερα επί τέσσερα σπάνια τέσσερα επί πέντε και το πελώριο τζάκι που έπαιρνε τα κούτσουρα όρθια, πιθανώς και κανένα χάλκινο μαγκάλι από εκείνα που έμοιαζαν στις μικρές κολυμβήθρες, ήταν αρκετά για να θερμάνουν επαρκώς αυτήν την καμάρα που δεν ήταν και μικρή.

Το πάτωμα ήταν φτιαγμένο από χονδρά σανίδια από μεσέδες που είχαν κοπεί από το βουνό και με μεγάλες σιγάντζες πριόνια που δύο δύο μαραγκοί χρησιμοποιούσαν για να κόψουν τα σανίδια που αποτελούσαν το πάτωμα της μεγάλης αυτής της κάμαρας.

Η εφαρμογή των σανιδιών δεν ήταν τέλεια για αυτό ένας πελώριος μουσαμάς από αυτούς που χρησιμοποιούνται στις σκηνές κάλυπτε από την μία έως την άλλη άκρη το χωριάτικο αυτό δωμάτιο. Από πάνω από τον μουσαμά κιλίμια φτιαγμένα από γιδότριχα ήταν η δεύτερη στρωσιά μετά τον μουσαμά.

Στις γωνίες του δωματίου μερικοί κετσέδες δύο επί δύο ή και μεγαλύτεροι ήτανε ριγμένοι κατάχαμα και μερικές προβιές από κριάρια η τραγιά συμπλήρωναν τη συλλογή ούτως ώστε κανένας γέρος ή κανένα παιδί όταν του έκανε κέφι να μπορούσε να πάρει κανέναν υπνάκο ακουμπώντας το κεφάλι του στις μεγάλες μαξιλάρες που σε όλη την έκταση των τοίχων υπήρχαν για να ακουμπήσει κανείς τη μέση ή το κεφάλι του.

Στη βορειοανατολική γωνία της κάμαρας δύο ξύλινα τρίποδα με τα σανίδια που φιλοξενούσαν σχημάτιζαν ένα πολύ μεγάλο κρεβάτι που με ένα πολύ χοντρό στρώμα από μαλλιά και ένα ανάλογο μάλλινο πάπλωμα ήταν μόνιμα στρωμένο και μερικές φορές όταν το κρύο παρέλυε τα πάντα βόλευε όλη την οικογένεια που έμενε να κοιμηθεί σίγουρα και ζεστά.

Δύο γκαζόλαμπες στους δύο απέναντι τοίχους της κάμαρας κρεμόταν από το καρφί τους και φώτιζαν η καθεμία τον δικό της χώρο που δεν καθοριζόταν επαρκώς επειδή οι φλόγες από τα κούτσουρα του τζακιού φώτιζαν και ζέσταιναν την κάμαρα κατά ένα νοσταλγικό τρόπο.

Κάπου στην άκρη μιας γωνίας της κάμαρας ένας σοφράς, ένα χαμηλό τραπεζάκι όπου η οικογένεια και οι φίλοι κάθονταν γύρω-γύρω οκλαδόν σκεπασμένο με ένα κεντημένο τραπεζομάντηλο φιλοξενούσε μία μπρούτζινη επιτραπέζια γκαζολαμπα και κάποια βιβλία περιοδικά ή και κάποια εφημερίδα που κατά την διάρκεια της νύχτας κάποιος θα διάβαζε στην ομήγυρη.

Στο τζάκι σε μία σιδερωστιά ένα χάλκινο καζάνι με βρύση ζέσταινε πάντα αρκετό νερό για κάθε είδους ανάγκη. Στην άκρη αυτής της φωτιάς ανάμεσα στη χόβολη και στα κάρβουνα μία πελώρια τσαγιέρα ζέστανε πάντα το συνηθισμένο τσάι. Βουνίσια μέντα που την μάζευαν το καλοκαίρι και την κατανάλωναν τον χειμώνα και ένα πιο μικρό τσαγιερό, είχε ζεστό φλαμούρι για κάποιους που ήθελα ποικιλία. Μια τενεκεδένια καφετιέρα στην άκρη του τζακιού με τρεις θέσεις για ζάχαρη, ρεβίθι και καφέ ήταν πρόχειρη να συμβάλει στην παρασκευή τους.

Σε ένα σκαμνί ένα φαρδύ ρηχό πανιέρι ήταν γεμάτο με καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, ξερά δαμάσκηνα, κράνα, μήλα και σύκα ώστε κατά βούληση ο καθένας να βολεύεται. Την επιμέλεια του χοντρού μάλλινου στρώματος και του παπλώματος που ήταν επάνω στο κρεβάτι είχε ένας τσάκα-Τσούκας από το Χαμιντιέ. Τώρα το λέμε Λειβαδίτη.

Ο Γιονάς δύο φορές ερχόταν στο χωριό και φρόντιζε τα στρώματα και τα παπλώματα μας μία την άνοιξη και μία το Φθινόπωρο. Φορούσε ένα παράξενο καπέλο, ήταν ψηλός, εντυπωσιακός και μιλούσε μία παράξενη γλώσσα που κανένας δεν την καταλάβαινε.

Για αυτούς που δεν την μιλούν ακουγόταν κάτι σαν τσάκα-τσούκα και για αυτό όλους αυτούς που έμειναν στο Χαμιντιέ τους έλεγαν τσακατσούκες, ίσως και από τα κουτάλια που χρησιμοποιούσαν όταν χόρευαν. Τους πόντιους τους έλεγαν υμέτερους κι αυτούς που μιλούσαν καλά και την τουρκική γλώσσα μπαφραλήδες. Μακριά ήταν η υψηλή κυρία, μπογιατζελού η κυρία που της άρεσε να βάφεται, φτιασιδού που φρόντιζε το πρόσωπό της με κρέμες και αλοιφές και συνήθως υπονοούσαν τη Σμυρνιά κυρία.

Ο Γιονάς είχε ένα παράξενο εργαλείο μακρύ και καμπύλο στη μία του άκρη, με κάτι χορδές σαν του τόξου που με αυτό το εργαλείο και την προσωπική του μαεστρία χτυπούσε τα κατσιασμένα μαλλιά επάνω σε μία μεγάλη κουρελού και τα έκανε σαν βαμβάκι. Στη συνέχεια με κάτι περίεργες μακριές βελόνες που είχαν την τρύπα στη μύτη για να περνάν άνετα τα νήματα έφτιαχνε πραγματικά αριστουργήματα.

Εκτός από τα παπλώματα με ένα μεγάλο μουλάρι που ερχόταν, μας κουβαλούσε κάτι απίθανες βουνίσιες πατάτες και αρκετές οκκάδες κονιαλίδικο μπαστουρμά που μόνο οι Καπαδόκες ήξεραν να παρασκευάζουν με μία αρχαία τέχνη που είχαν κουβαλήσει από την πατρίδα τους και όπου έλεγε ο Γιονάς ότι αυτό το μέρος που ήρθαν και κατοικούσαν τώρα ήταν ιδανικό γιατί δεν υπήρχαν μύγες.

Δύο πράγματα ζήλευα την εποχή εκείνη που ήμουν παιδί. Τον Γιονά και τον σκύλο μου τον αράπη. Τον Γιονά γιατί όλη τη μέρα η γιαγιά μου και η μάνα μου τον κερνούσαν, εκτός από το ρακί, γλυκό του κουταλιού, κανένα κουραμπιέ και ότι άλλο βρισκόταν στο σπίτι πότε η μάνα μου και πότε η γιαγιά μου. Πλησίαζα και εγώ μήπως ή η μία ή η άλλη φιλοτιμηθούν και με κεράσουν και πάντα εισέπραττα την γνωστή φράση « εσύ κεράστηκες προχθές, το γλυκό είναι για τσανθρώπους «, δηλαδή για τους μουσαφιραίους.

Αλλά εκείνο που με πείσμωνε ιδιαίτερα ήταν γιατί η γιαγιά μου κερνούσε τον Γιονά και λουκούμι και ο παππούς μου ο Νικολής μου έλεγε ότι τα λουκούμια τα αγόραζε για μένα και για εκείνον το ρακί. Δηλαδή η γιαγιά μου κερνούσε τον Γιονά με το δικό μου κέρασμα. Πώς να το αντέξω;

Τον σκύλο μου τον αράπη τον ζήλευα Γιατί όλη τη μέρα ξάπλωνε όπου του έκανε κέφι. Πότε στον ήλιο και πότε στη σκιά. Όσο ήθελε και κατά βούληση. Δεν ξέρετε τη δυστυχία είναι να είσαι μικρός γιατί όλοι σε έχουν σαν την εύκολη λύση. «Εσύ που είσαι μικρός τρέξε εδώ. Εσύ που είσαι μικρός τρέξε εκεί. Πάνε στη θεία. Πάνε στον μπακάλη. Διώξε τις κότες κάνε εκείνο, κάνε το άλλο». Και μόλις τελειώσεις με τον έναν κάποιος άλλος θυμάται να του κάνεις κάτι άλλο.

Εγώ ευτυχώς είχα και τον ξάδερφό μου τον Γιώργο και μοιραζόμασταν τη δουλειά. Αλλά ούτε εγώ, ούτε ο Γιώργος μπορούσαμε να καταλάβουμε, κάποιες φορές μας έστελναν στη θεία μου την Τριανταφυλλιά για να τη ζητήσουμε «χασομέρι», ένα απίθανο πράγμα που ποτέ δεν το είδαμε. Όταν μεγαλώσαμε καταλάβαμε ότι οι μανάδες μας για να μας ξεφορτωθούν μας έστελναν στη θεία μου για να μας χασομερίσει, δηλαδή να μας απασχολήσει.

Εκτός από τον Γιονά και τον Αράπη υπήρχαν και κάτι ψυχές τις οποίες λυπόμουνα. Ήταν καμιά πενηνταριά περίπου κοριτσάκια του μαχαλά που μόλις σταματούσαν το μπουσούλημα και σηκώνονταν στα ποδαράκια τους, μέχρι που γινόταν πανέμορφες νυφούλες για να ακολουθήσουν τη ζωή και τη μοίρα τους, αδελφές, ξαδέλφες, συμμαθήτριες και συγχωριανές ήταν περισσότερο από εμάς, τα αγόρια του χωριού, σκλαβάκια της ανάγκης και της προσφοράς. Ήταν οι άμισθοι βοηθοί του νοικοκυριού και της καθαριότητας εκείνων των μεγάλων σπιτιών και των απέραντων αυλών που κάθε βράδυ φιλοξενούσαν γελάδια, γαϊδούρια, κατσίκια και την άλλη μέρα με τις χορταρένιες σκούπες έπρεπε όλο αυτό το αλάνι της αυλής να σκουπισθεί, να τακτοποιηθούν τα πάντα και το κάθε ένα κοριτσάκι ανάλογα με το μπόι και τη δύναμή του να πάει και να γυρίσει πέντε – έξι φορές στην κεντρική βρύση του χωριού, για να κουβαλήσει το απαραίτητο νερό για τη λάτρα και την χρήση της οικογένειας. Πίσω από κάθε δουλειά δύο – τρία κοριτσάκια, δούλες της ανάγκης, προσπαθούσαν τα ακατόρθωτα.

Σήμερα κάποιες οργανώσεις οικολογικές, φιλόζωες, φίλες των ιδιαιτεροτήτων των μειοψηφιών και των άλλων υποσυνόλων ενδιαφέρονται για τις χρυσόμυγες, τις ακρίδες, τις κατσαρίδες, τους ντάβανους και τις αλογόμυγες και καλά κάνουν. Για κείνα τα παιδιά της εποχής μας αγόρια και κορίτσια, δεν υπήρχε κανένας ΟΗΕ να ενδιαφερθεί και δεν ήμασταν μειοψηφία, ήμασταν η πλειοψηφία του πληθυσμού. Η κάθε οικογένεια τότε είχε από τέσσερα έως οκτώ παιδιά. Και μόνο ο καπνός ήταν υπόθεση παραγωγής από τα μωρά μέχρι τους παππούδες.

Ξαφνικά η φρεσκοσκουπισμένη αυλή μοσχομύρισε κάτω εκεί στη γωνία της αυλής που ήταν το μαγειρείο της γιαγιάς Κυριακούλας και ο φούρνος, κάτι συνέβη. Ο Γιώργος, ο ξάδερφός μου, με κοίταξε με απορία και εγώ το ίδιο. Χωρίς να το καταλάβουμε γλειφόμασταν, χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Από νωρίς η γιαγιά μας είχε παρακαλέσει να της κουβαλήσουμε μερικές κλάρες γιατί τις ήθελε. Μάλλον να ανάψει τον φούρνο.

Ο Γιώργος και εγώ τρέξαμε και προλάβαμε τη γιαγιά που δεν είχε προλάβει να ξανακλείσει τον φούρνο. Ένας φούρνος γεμάτος σιταρένια παξιμάδια και δύο – τρία ταψιά γεμάτα με τσακλαμά. Χορταρένιες πίτες -με καβουρτιστά αγριόχορτα λάπαθα, μυρώνια, παπαρούνες, καυκαλήθρες με φρέσκα κρεμμυδάκια, άνηθο και μάραθο με δυόσμο και με όλα τα αρωματικά χόρτα που η Θεά Ροδόπη χαρίζει στους Θρακιώτες – με μπόλικο τυρί και αυγά που μόνο η γιαγιά μου η Κυριακούλα μπορούσε να τις πετύχει τόσο ωραία. Μας έδωσε από δύο παξιμάδια, από ένα μεγάλο κομμάτι τσακλαμά και αφού συμφωνήσαμε να μη το πούμε ούτε στον παπά, το βράδυ θα τρώγαμε όσο θέλαμε στη βεγγέρα. Θα ερχόταν η νονά μου, η θεία μου η Αργυρώ, η θεία μου η Αρετή και τα ξαδέλφια μας και έπρεπε να τους περιποιηθούμε γιατί πως θα περνούσε ολόκληρη νύχτα.

Ο Γιώργος και ο Νίκος έφαγαν τα παξιμάδια και το τσακλαμά, σκούπισαν το στόμα τους κάνα δυο φορές στα μανίκια τους και έψαχναν για νερό. Δεν μπόρεσαν να βρουν ένα μαστραπά που είχε η γιαγιά στο μαγειρείο και ο Γιώργος αφού σήκωσε ένα σανιδένιο καπάκι που σκεπάζει τον κουβά με το καθαρό νερό στήριξε τα χέρια τους στις άκρες του κουβά και βούτηξε τη μούρη του και ήπιε όσο νερό ήθελε, όπως οι κατσίκες και τα άλλα ζώα της αυλής. Το ίδιο έκανε και ο Νίκος. Ευτυχώς δεν πήρε χαμπάρι ο Κρίτσος ο γαϊδουράκος για να πιει το υπόλοιπο. Αλλά πού να χορτάσει με μισό κουβά νερό αφού ήθελε δυο-τρεις κουβάδες. Αυτός ήταν και ο λόγος που ποτέ τα μεγάλα ζώα δεν τα πότιζαν στην αυλή, αλλά στο ποτάμι. Και η δικαιολογία ήταν πάντα κάποιος γαϊδουράκος να έχει στην πλάτη του ένα πιτσιρίκι, όπως τώρα τα μηχανάκια, με την δικαιολογία ότι πήγαινε το γάιδαρο στο ρέμα για να τον ποτίσει.

Το Δίδυμο Γιώργος – Νίκος ήταν όλο ζωή και ενέργεια. Δεν ήξεραν που να την ξοδέψουν. Θυμήθηκαν ότι ο Παναγής τους είχε πει ότι ο Θεμιστοκλής είχε χτυπήσει το σκύλο του Γιώργου, τον Άρη. Ένα δυνατό κουτζούκικο σκυλί γιατί όταν πάλευε με το σκύλο του Θεμιστοκλή, τον Μητσαρά, πάντα νικούσε ο Άρης. Ο Μητσαράς ήταν ένα ωραίο σκυλί από καλή ράτσα, άλλα η ράτσα δεν είναι η μόνη που επηρεάζει την αγωνιστικότητα του κάθε σκύλου. Από τον μπάρμπα Γιάννη, τον πατέρα του Θεμιστοκλή που είχε μία πολύτεκνη οικογένεια δεν περίσσευαν πολλά κομμάτια για να θραφεί και ο Μητσαράς. Και έτσι ήταν ένα ισχνό κοκκαλιάρικο σκυλί που προσπαθούσε να επιβιώσει. Πού να το καταλάβει όμως αυτό Θεμιστοκλής; Ευτυχώς που ο Μητσαράς έκανε τα κουμάντα του και έτσι επιβίωνε.

Η γειτόνισσά τους, η χήρα η Τσαπουρνίδενα είχε μερικές κότες και πουλούσε τα αυγά για να πάρει κάτι από τον γυρολόγο τον Φώτη που πουλούσε τα πάντα. Ο Μητσαράς, λοιπόν, είχε πάρει χαμπάρι τις φωλιές της Τσαπουρνίδενας, έκλεβε κάνα δυο αυγά και έτσι την έβγαζε καθαρή, μέχρι που η Τσαπουρνίδενα έβαλε την μεγάλη της κόρη την Κατίνα να φυλάει τις φωλιές. Όταν τελείωναν οι κότες μάζευε τα αυγά και έτσι ο Μητσαράς έμεινε χωρίς κροκ. Έτσι λοιπόν ο Θεμιστοκλής έκανε ένα φοβερό ατόπημα. Χτύπησε τον Άρη χωρίς λόγο και έπρεπε να πληρώσει. Αποφασίστηκε να τον δείρουμε και ξεκινήσαμε να τον ψάχνουμε. Χωρίς να καταλάβουμε όμως πέσαμε πάνω στον δάσκαλο του σχολείου, ο οποίος άκουσε τις αναμεταξύ μας συνομιλίες και κατάλαβε το σχέδιό μας. Για να το αποτρέψει μας ζήτησε να τον πάμε στο σπίτι μας όπου θα γινόταν η βεγγέρα. Και έτσι ο Θεμιστοκλής δεν χρειάστηκε να ταλαιπωρηθεί. Πήγαμε τον δάσκαλο στο σπίτι που πρέπει να ήταν ο τελευταίος μία και οι άλλοι είχαν ήδη μαζευτεί.

Ο Θείος Μήτσος διάβαζε τις τελευταίες ειδήσεις κάπως δυνατά για να ακούν και οι άλλοι οι άντρες που βρίσκονταν στο δωμάτιο. Αλλά και η θεία μου η Ανδριάνα, η οποία παρακολουθούσε τον τύπο της εποχής εκείνης, άκουγε και κάθε τόσο μιλούσε εκφράζοντας την δυσαρέσκεια της ή την ικανοποίηση της, ανάλογα με αυτά που άκουγε. Τότε το να υπάρχουν μία ή δύο εφημερίδες σε κάθε χωριό, ήταν ένα θαύμα. Συνήθως δύο ήταν οι εφημερίδες που ερχόντουσαν στην κοινότητα. Η Μακεδονία και ο Ελληνικός Βορράς από τη Θεσσαλονίκη και καμιά φορά το Θάρρος της Δράμας. Πολύ πρωί, σχεδόν νύχτα ξεκινούσε μία υπερταχεία από τη Θεσσαλονίκη για Αλεξανδρούπολη. Σε ένα βαγόνι της αμαξοστοιχίας, φορτωνόταν κάθε πρωί οι καθημερινές εφημερίδες. Ένας υπάλληλος των εφημερίδων σε κάθε σταθμό κατέβαζε δύο πακέτα, ένα της Μακεδονίας με ισάριθμο αριθμό εφημερίδων όσοι και οι ημερήσιοι συνδρομητές της και ένα πακέτο του Ελληνικού Βορρά με την ίδια λογική. Στις πόλεις κατέβαζαν μεγάλα δέματα για τους εφημεριδοπώλες. Μερικές φορές ένας δεύτερος υπάλληλος κατέβαζε και το Θάρρος της Δράμας που δεν πήγαινε πιο μακριά από την Κομοτηνή. Αλλά ήταν μία εφημερίδα Βενιζελική με θερμούς αναγνώστες. Αυτός που παραλάμβανε τις εφημερίδες σε κάθε σταθμό, άνοιγε πακέτα και με το πρώτο γαϊδουράκι που ερχόταν από το κάθε χωριό στο σταθμό, φρόντιζε να στείλει τον Βορρά ή την Μακεδονία ή και το Θάρρος στους αναγνώστες τους με τον συγχωριανό που κατέβηκε εκείνη τη μέρα στο σταθμό.

Υπήρχε ένας σεβασμός και όλοι προσπαθούσαν να διευκολύνουν την κυκλοφορία του τύπου εκείνη την εποχή. Αν συνέβαινε από κάποιο χωριό κανένας συγχωριανός να μην κατέβει με το γαϊδουράκι του, την επόμενη μέρα κάποιος θα κατέβαινε και θα παραλάμβανε τις εφημερίδες και της προηγούμενης ημέρας. Θα καθυστερούσε πιθανώς κάνα δυο μέρες η ενημέρωση, αλλά δεν θα ματαιώνοταν τελείως. Έτσι απόψε ο θείος ο Μήτσος είχε να διαβάσει μερικές καθυστερημένες Μακεδονίες, μία και σαν δημοκρατικός διάβαζε τη Μακεδονία, ενώ οι συντηρητικοί τον Ελληνικό Βορρά. Όλοι άκουγαν τον θείο Μήτσο που διάβαζε και πρέπει να ήταν καλός αναγνώστης γιατί τα κατάφερνε καλά στην ανάγνωση.

Η γιαγιά κέρασε τις πρώτες μέντες και προέτρεψε τις θείες και τους θείους – στο χωριό τότε το «κύριοι» και «κυρίες» είχε αντικατασταθεί από τους «θείους» και τις «θείες»- να παίρνουν κατά βούληση από τα υπάρχοντα κεράσματα. Τον τσακλαμά, τα παξιμάδια, τους ξηρούς καρπούς και τα φρούτα που ήταν τοποθετημένες στους μεγάλους δίσκους. Οι γυναίκες είχαν τις δικές τους συζητήσεις. Τα κεντήματα, τα νοικοκυριά αρκετά κουτσομπολιά και από τους τρεις μαχαλάδες που θα’ πρεπε να περάσουν πολλές βεγγέρες για να τελειώσουν.

Τα παιδιά όσα οι μανάδες τους δεν μπόρεσαν να τα αφήσουν κάπου, άντε να ήταν δύο – τρία, όλα μαζί, βρήκαν και αυτά ένα τρόπο να περάσουν ευχάριστα τη νύχτα. Αν και η προτίμηση τους ήταν τα μανταρίνια, ένα σπάνιο φρούτο εκείνα τα χρόνια στα χωριά μας. Έπαιξαν ντάμα, τριάδα, ματρακά και κατρακά και σχεδόν πολύ νωρίς ξάπλωσαν και κοιμήθηκαν σε μία γωνιά με κετσέ και μαξιλάρες.

Οι άνδρες μετά τις εφημερίδες, μίλησαν για την πολιτική κατάσταση και έκαναν αναλύσεις που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι εκείνα τα χρόνια γινόντουσαν στα χωριατόσπιτα της υπαίθρου. Άλλωστε μπορούσαν να γίνουν τέτοιες συζητήσεις, γιατί όλοι τους συμφωνούσαν πολιτικά ιδεολογικά, μία και στις βεγγέρες δεν πήγαιναν άνθρωποι που δεν ταίριαζαν μεταξύ τους. Πιο καλά φαίνεται ότι περνούσαν οι κυρίες γιατί εκτός από τα κουσέλια και τα κουτσομπολιά, συνεχώς και κάποιο βάζο με γλυκό του κουταλιού άνοιγε, προκειμένου η κατασκευάστρια να εισπράξει τα «Μπράβο» και οι κυρίες να γευτούν ακόμα ένα καλούδι από αυτά που προσφέρθηκαν. Δοκίμαζαν γλυκό του κουταλιού κυδώνι, ωραίο πελτέ από κυδώνι από τους σπάνιους, γλυκό σταφύλι, γλυκό φιρίκι που μόνο η θεία μου η Αργυρώ τα κατάφερνε να το κάνει τόσο ωραίο. Είχε ένα χρώμα σαν κεχριμπάρι. Μελιτζανάκι ακόμα και καρπούζι γλυκό έφερε η θεία Αρετή.

Δε θα σας πω για τα λικέρ που η κάθε μία κουβάλησε από ένα μπουκαλάκι. Λικέρ βύσσινο, λικέρ κράνα, λικέρ μέντα, λικέρ ρόδι και χίλια δυο άλλα που στο τέλος μερικές ναρκώθηκαν από το δοκίμασε – δοκίμασε. Πήραν ένα μικρό ύπνο και όταν οι άλλες γέλασαν για το διάλειμμά τους ξύπνησαν και γέλασαν όλες μαζί και αποφάσισαν να μη δοκιμάσουν κανένα άλλο λικέρ, γιατί το λικέρ είναι ύπουλο και μπορεί να σε κάνει ρεζίλι. Άλλωστε γενικά στις βεγγέρες δεν προσφερόταν οινόπνευμα, γιατί το οινόπνευμα δεν ξέρεις καμιά φορά που μπορεί να σε βγάλει.

Ο πατέρας μου τον μόνο που κέρασε ένα ρακί ήταν τον δάσκαλο που συνοδεύσαμε εγώ και ο Γιώργος, ο ξάδερφός μου, στο σπίτι. Κατάλαβε ότι ο δάσκαλος δεν μπορούσε να λειτουργήσει, γιατί Κρητικός από τα Σφακιά είχε έρθει στη Θράκη και αν δεν τραβούσε κάνα-δυο ρακί δεν λυνόταν η γλώσσα του. Τον κέρασε λοιπόν ένα ρακί, ζήτησε συγγνώμη από τους άλλους που όλων το μάτι γυάλισε και είπε ότι ο δάσκαλος είχε τρομερό πονόδοντο και για αυτό έγινε η εξαίρεση. Πράγματι ο δάσκαλος ξάνοιξε και είπε πολλά ωραία για την Κρήτη, για τα Σφακιά, τον Μανωλιό τον γιο του και στο τέλος μας τραγούδησε με εκείνο το απίθανο κρητικό τρόπο μερικά κομμάτια από τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα.

Οι άνδρες μέχρι που τελείωσε τα ξημερώματα η βεγγέρα, την πέρασαν χωρίς να καταλάβουν. Κάνα δυο φορές ο πατέρας μου έβαλε στο τζάκι κάνα-δυο όρθια κούτσουρα και δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω η φωτιά για να κρατήσει ζεστή τη μεγάλη κάμαρα. Οι κυρίες συμφώνησαν η ξαδέρφη μου η Κική να τους διαβάσει ένα γνωστό βιβλίο της Γαλλικής λογοτεχνίας που μεταφράστηκε στα ελληνικά και που σαν πρωταγωνιστή του είχε έναν ήρωα τον Ζιγγάρα. Αυτό το είχαν αρχίσει πέρυσι σε μία βεγγέρα και δεν πρόλαβαν να το τελειώσουν. Όλες μαζί φώναξαν «τον Ζιγγάρα, τον Ζιγγάρα» και η Κική με το ωραίο τρόπο που ήξερε να διαβάζει, συνέχισε το περσινό βιβλίο να το διαβάζει και φέτος και όλες οι κυρίες απολάμβαναν την εξέλιξη του μυθιστορήματος με αρκετή χάρη.

Πρέπει κάποιος να ανησύχησε όταν είδε το ρολόι να έχει πιάσει τις μικρές ώρες και προσπάθησε να ταρακουνήσει και τους άλλους γιατί η ώρα είχε περάσει. Μάλιστα κάποιος είπε «μία χαρά περνάμε, γιατί να το χαλάσουμε; «. Κάποιος άλλος του απάντησε «Καλά τα λέει, αλλά νομίζω ότι ήρθαμε για βεγγέρα και όχι και αγρυπνία». Με αυτά και με εκείνα, χάλασε το κλίμα και αυτή η βεγγέρα τελείωσε.

Κάποιος άνοιξε την πόρτα και ένα κύμα από κρύο παγωμένο αέρα πάγωσε το δωμάτιο. Η γιαγιά η Κυριακούλα άρπαξε μία μεγάλη φλοκάτη και την έριξε στα παιδάκια που κοιμόντουσαν στη γωνία με τις μαξιλάρες. Αυτά χώθηκαν στη φλοκάτη μέχρι τα αυτιά και η γιαγιά η Κυριακούλα είπε «ας κοιμηθούν μέχρι το πρωί και αύριο τα στέλνουμε στο σπίτι τους». Ο δάσκαλος είχε βγει στη σάλα και στην αυλή ήταν όλα σκεπασμένα με ένα λεπτό στρώμα άσπρο σαν χιόνι. «Χιόνισε έξω», είπε στον θείο Βαγγέλη. Ο θείος Βαγγέλης του είπε: αυτό δεν είναι χιόνι είναι «κράι», μία μικρή παγωνιά πέφτει σαν χιόνι και όπου πέσει, σε ζωντανό ή σε φυτό, το καίει σαν να είναι φωτιά. «Εδώ τα φαινόμενα είναι άγρια», απάντησε ο κρητικός δάσκαλος. «Εδώ στη Θράκη και στη Μακεδονία όλα είναι πιο διαφορετικά, δάσκαλε, από ότι στην Κρήτη. Εσείς αγρίμια λέτε τα αγριοκάτσικα. Εμείς τα θηρία, την αρκούδα, τον λύκο, το αγριογούρουνο. Εσείς φαινόμενα λέτε τις δροσουλίδες που είναι περισσότερο φαντασία και ποίηση. Εδώ τα φαινόμενα είναι άγρια, απρόβλεπτα και αλλόκοτα. Αν δεν τα παλέψεις  σε καταστρέφουν». Το κλίμα στην κάμαρα είχε χαλάσει. Όλοι ετοιμάστηκαν για να φύγουν. Ο Νοέμβρης δάγκωνε άσχημα. Φόρεσαν τα χοντρά τους ρούχα και ετοίμασαν τους εαυτούς τους, ώστε να μπορέσουν να φτάσουν στο σπίτι τους.

Το πρωί η βεγγέρα ήταν το πρώτο γεγονός. Η Στάσα, η μακαρονού, που βγήκε πρωί-πρωί στο φράχτη, πληροφόρησε την Άννα του Ακέψιμα για το γεγονός και τους τυχερούς της βραδιάς. Η Μαργαρώ του Κελέρη είχε μία παρόμοια συζήτηση με τη θεία της τη Γιοκαρίνενα.

Από ξενύχτια και νυχτέρια η Αγροτική ζωή είναι γεμάτη. Το καλοκαίρι το σπάσιμο των καπνών. Όλο το καλοκαίρι είναι ένα ξενύχτι στα χωράφια. Ένα απέραντο ξενύχτι είναι η διαδικασία του βελονιάσματος των καπνών στα σατζάκια, τα υπόστεγα των καπνών. Το φθινόπωρο ένα ακόμα μεγάλο ξενύχτι είναι το ξεφλούδισμα στις Κουκουνάρες του καλαμποκιού  από τα φύλλα που τις περιβάλλουν, ώστε να μπουν σε ειδικά αμπάρια, ώστε όλο τον χειμώνα να ξεραίνονται για να γίνουν αλεύρι για μπομπότα, κατσαμάκι η μαμαλίγκα ή και για γιαρμά κάποιων τυχερών ζώων. Όλος δε ο υπόλοιπος χειμώνας μέχρι την 25η Μαρτίου είναι ένα απέραντο ξενύχτι, οπότε πολλές οικογένειες, πότε στον χώρο της μίας και πότε στο χώρο της άλλης, μαζεύονται και παστάλιαζαν η καθεμία τα δικά της καπνά ώστε να γίνουν στίφια, γύροι και στο τέλος δέματα για να καταλήξουν στα καπνομάγαζα. Από νυχτέρια λοιπόν και ξενύχτια η αγροτική ζωή είναι γεμάτη, για να μην πω ότι δεν είναι τίποτε άλλο από μία συνεχή ταλαιπωρία, από κόπο και ξενύχτι που μόνο οι χωρικοί μπορούν να αντέξουν.

Η βεγγέρα όμως δεν ήταν μόνο αγροτική κοινωνική εκδήλωση. Ήταν και αστική γιατί και στις πόλεις γινόταν αυτή η κοινωνική εκδήλωση. Η λέξη βεγγέρα δεν έχει σχέση με το φεγγάρι και το φέγγω. Δεν λέγεται φεγγέρα, αλλά βεγγέρα. Έχει πιο πολύ σχέση πιστεύω με το βεγγαλικό ή τα βεγγαλικά. Είναι μία κοινωνική ανάγκη, όπου ο άνθρωπος έχει ανάγκη να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους, με τους οποίους ταιριάζει, που σε ένα διάλειμμα της καθημερινής ζωής επικοινωνεί, συζητά, ανταλλάσσει γνώμες και ιδέες. Προγραμματίζει και οργανώνει αυτήν την εκδήλωση για να περάσει καλύτερα και να επικοινωνήσει με τους δικούς του ανθρώπους.

Ένα βαμμένο χείλι, κάποιο περιποιημένο πρόσωπο, κάποια καμαρόκτηστα φρύδια, ένα πιο επίσημο ντύσιμο, καμιά γραβάτα, ένα σωστό πουκάμισο και ότι άλλο βρίσκεται που μεταμορφώνει σε κάτι πιο όμορφο τη μικρή αυτή κοινωνία.

Δεν είναι εύκολο να βρεις πολλές τέτοιες χρονικές στιγμές για να το πετύχεις. Για αυτό και τις βεγγέρες τις θυμόμαστε και τις νοσταλγούμε. Γιατί δεν ήταν και πάρα πολλές…

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Ψηφιδωτά λάμποντα!

«…είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης, εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε…