Η βιβλιοπαρουσίαση από τον συγγραφέα, Γ.Καλπούζο πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη από το βιβλιοπωλείο ΔΥΟ στο Λύκειο Ελληνίδων Ξάνθης
Ένα κράμα φόβου και αγωνίας στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης μέσα από την οπτική μιας ιστορίας αγάπης
Μία ιστορία αγάπης με φόντο την προεπαναστατική Ελλάδα ξετυλίχτηκε το απόγευμα της Τετάρτης 20 Οκτωβρίου στον χώρο του Λυκείου Ελληνίδων. Σε μια συνδιοργάνωση του Βιβλιοπωλείου ΔΥΟ με τις Εκδόσεις Ψυχογιός, ο συγγραφέας του έργου «Ραγιάς. Μέρες και Νύχτες 1821»,Γιάννης Καλπούζος παρουσίασε «το κοινωνικό μυθιστόρημα με φόντο την ιστορία» όπως το αποκάλεσε μέσα στο πλαίσιο μίας ζεστής ατμόσφαιρας. Το κοινό καθήμενο περιμετρικά του συγγραφέα είχε την ευκαιρία να πλανηθεί στα επαναστατικά χρόνια, να νιώσει την αγωνία και τον φόβο εκείνης της περιόδου και τελικά να επιτύχει την ενσυναίσθηση. Η πλοκή εξελίσσεται ακολουθώντας μάχες-σταθμούς της Επανάστασης ως τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους. Το μεγαλείο, αλλά και η σκοτεινή πλευρά του ξεσηκωμού, ο ρόλος των απλών και άσημων αγωνιστών, οι έριδες, οι προδοσίες και οι φιλίες ξετυλίγονται γλαφυρά από την πένα του λογοτέχνη.
Κολίγοι ,κοτζαμπάσηδες, χωρικοί σε μια χαοτική κατάσταση πριν την Επανάσταση-25η Μαρτίου ως μέρα ξεσηκωμού
Ο κ. Καλπούζος καλωσόρισε το κοινό με μία φράση ορόσημο για το βιβλίο: «Άμα γεννηθείς δούλος, θαρρείς ότι πρέπει να υπάρχει και ο αφέντης για να τον υπηρετείς»,ως μία ριζομένη αντίληψη στην προεπαναστατική περίοδο.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στις συνθήκες ζωής των πρώτων χρόνων του αγώνα: «Οι γυναίκες ήταν ρακένδυτες ωσάν γριές, ενώ οι άντρες φορούσαν φουστανέλες. Οι περισσότεροι ήταν αναλφάβητοι. ’’Αποστασία’’ φώναζαν τα παιδιά στα σοκάκια. Κολίγοι, κοτζαμπάσηδες, χωρικοί απάρτιζαν την κοινωνική πραγματικότητα. Στις πρώτες μάχες οι Έλληνες έφευγαν σαν λαγοί. Σε χαώδη κατάσταση κινήθηκε η επανάσταση τα πρώτα χρόνια. Οι Έλληνες ήταν ανίδεοι από όπλα. Σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η συναισθηματική συντριβή από τους σκοτωμούς. Είναι άγριο και τρομακτικό να σκοτώσεις άνθρωπο με το χατζάρι ακούγοντας τα κόκκαλα να τρίζουν. Οι κλέφτες είχαν εξοντωθεί την περίοδο 1803-1806.Οι ελάχιστοι εναπομείναντες πήγαν στα Επτάνησα, ενώ κάποιοι έγιναν μυστικοί φρουροί των κοτζαμπάσηδων. Η 25η Μαρτίου είχε οριστεί ως η ημέρα ξεσηκωμού τόσο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη ,όσο και από τη Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας».
Απειλές, σφαγές και βιασμοί γυναικών μέσα από τα μάτια των ηρώων
Προς επίρρωση, αποπειράθηκε να σκιαγραφήσει τις κάθε είδους βαναυσότητες και μέσα σε αδρές γραμμές, σημείωσε: «Η Επανάσταση κινδύνεψε και πληγώθηκε βαριά. Πολλοί ήταν οι κοτζαμπάσηδες που συμμετείχαν στη μάχη, όμως το τέλος δεν ήταν το επιθυμητό, αφού έχασαν την περιουσία τους. Το παρόν βιβλίο επιχειρεί να αποδώσει δικαιοσύνη πάνω από κοινωνικές τάξεις. Ο αναγνώστης οφείλει να είναι προσεκτικός στη μελέτη αυτής της περιόδου. Πρωταρχικός σκοπός είναι να βγαίνουν όλα, συμπεράσματα, εντυπώσεις μέσα από το ήθος των ηρώων. Αρχικά, η στρατολόγηση των Ελλήνων έγινε με απειλές. Μέσα από την περιδιάβαση του αναγνώστη στο ένδοξο παρελθόν αποκαλύπτεται χειροπιαστά το πως έφτασαν οι Έλληνες στις σφαγές της Τριπολιτσάς. Ακολούθησαν αναίτιες σφαγές και απάνθρωπες ενέργειες. Μεγάλο ήταν και το βάρος που κλήθηκαν να σηκώσουν οι βιασμένες γυναίκες. Ειδικότερα, το 1828 μετά από τη σύσταση επιτροπής από ξένους και μετά από Έλληνες πάνω από το 95% των γυναικών κατευθύνθηκαν προς την Αίγυπτο, διότι ήξεραν ότι θα τις έδιωχναν στον τόπο ως ατιμασμένες».
Ο αγώνας για μία πιο ανθρώπινη ζωή…
Ο συγγραφέας παρακίνησε εμμέσως τους αναγνώστες να εντοπίσουν το βαθύτερο κίνητρο της εξέγερσης μέσα από την ανάγνωση αποσπασμάτων. Υπογράμμισε: «Το βιβλίο παρακολουθεί γεγονότα και από την πλευρά του ‘’άλλου’’, των Τούρκων. Εμείς ως αναγνώστες οφείλουμε να μάθουμε να κρίνουμε, να γίνουμε μέρος αυτού του κόσμου αποβλέποντας στην κατανόηση της αγριότητας. Ο πατριωτισμός προβάλλει ως αρετή. Το βιβλίο αναζητά το κίνητρο συμμετοχής των νέων στην επανάσταση. Δεν επιδιώκουμε να προβάλλουμε το «σήμερα» στο «χθες», αλλά να εντοπίσουμε το βαθύτερο κίνητρο της εξέγερσης, οι Έλληνες ήθελαν να ζήσουν πιο ανθρώπινα. Το μυθιστόρημα έρχεται για να εξυψώσει τους ήρωες του 1821 και σε καμία περίπτωση για να τους αποδομήσει. Οι πρωταγωνιστές είναι αυτοί που κρίνουν και αποδίδουν ευθύνες. Το μεγάλο ζήτημα που τίθεται είναι πως το μεγάλο βάρος του αγώνα το σήκωσαν οι απλοί άνθρωποι, αγρότες, τεχνίτες που όμως λησμονούνται στο διάβα των χρόνων».
Ο αναγνώστης ως τμήμα του βιβλίου…
Ο ίδιος συνέχισε, τονίζοντας: «Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με προκλήσεις. Μία από αυτές είναι να διεισδύσει στην φωλιά των γεγονότων και μέσα από μία σαγηνευτική αφήγηση να καταφέρει εν τέλει να κρίνει και να νιώσει μέρος του βιβλίου. Επίσης, είναι εμπλουτισμένο με πολλά ευτράπελα. Το χωρατό συνάμα με τον θάνατο έχουν πολλά να πουν. Οι ήρωες συνιστούν μυθοπλαστικά πρόσωπα, όμως υπάρχουν και πραγματικά».
Αγγελής, Ασπασία μέντορες, ντόπιοι προορισμένοι για αναψηλάφηση
Καταληκτικά, ο συγγραφέας σύστησε τα πρόσωπα στο κοινό εμμένοντας κυρίως στον πρωταγωνιστή, Αγγελή. «Βλέπουμε ενώπιόν μας να ξετυλίγονται με τον πιο παραστατικό τρόπο τα απομνημονεύματα του κεντρικού ήρωα, του Αγγελή. Μέσα στους λοιπούς ήρωες φιγουράρουν μεταξύ άλλων οι μέντορες του πρωταγωνιστή, τρεις γέροντες εκ των οποίων ο Συμεών είναι τριάντα έξι χρόνια αμίλητος.Η γυναικεία μορφή δίνει το δικό της στίγμα, μία πλανεύτρα γυναίκα, η Ασπασία. Διαγράφεται η εξέλιξη ενός έρωτα στα βήματα της επανάστασης, επιφορτισμένου με πολλές περιπέτειες και σκαμπανεβάσματα. Ντόπιοι, τυχοδιώκτες οι ήρωες ζουν υπό το καθεστώς του φόβου, βασανίζονται, προβληματίζονται, συντρίβονται, αλλά και υψώνονται, έχουν αδυναμίες, μα δεν παύουν ούτε στιγμή να αναζητούν την ανεμελιά και τον έρωτα. Το έργο μετασχηματίζει την αβεβαιότητα σε ελπίδα, σε λύτρωση και τελικά πραγματώνει την ψυχική ανάταση και ευεξία. Ο Αγγελής γράφει σε δημοτική, σε γ’ πρόσωπο, σε δημώδη γλώσσα. Τελικά, παραδίδεται μία στέρεη και συνάμα σαγηνευτική παραγωγή προορισμένη για αναψηλάφηση . Μαθαίνουμε τι πραγματικά αξίζει και τι όχι στην ζωή μας».
Μία μικρή γνωριμία με τον συγγραφέα του έργου…
Ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε στο χωριό Μελάτες της Άρτας το 1960.Σήμερα,ζει στην Αθήνα. Το 2000 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Το νερό των ονείρων» και το μυθιστόρημα «Μεθυσμένος δρόμος». Όμως, εκείνο το μυθιστόρημα που τον έκανε ευρύτερο γνωστό ήταν το «Ιμαρέτ»,το οποίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και τον κατέστησε ιδιαίτερα αγαπητό στο αναγνωστικό κοινό. Τέλος, έχει γράψει ποιητικές συλλογές, στίχους, διηγήματα και μυθιστορήματα
Χρύσα Κιατίπη