Οι σχέσεις Μίκη Θεοδωράκη – Μάνου Χατζιδάκι
Είχα τη χαρά και τύχη να συναντήσω και να μιλήσω και με τα δύο ιερά τέρατα της νεοελληνικής μουσικής και του εν γένει πολιτισμού μας. Δεν έγραψα για τους δύο μετά θάνατον, όπως γίνεται μόλις πεθαίνει κάποιος μεγάλος. Στο βιβλίο μου «Ξάνθη, σαν παραμύθι…», σελ. 76, 2010, έχω σελίδες και για τον Μάνο και για τον Μίκη. Είχα την τιμή να μιλήσω προσφωνώντας τον Μίκη σε τιμητική εκδήλωση του Δήμου το 1997, ενώ τρία χρόνια νωρίτερα στις 16 Ιουνίου 1994 μίλησα στο έκτακτο Δημοτικό Συμβούλιο που συγκλήθηκε για τον χαμό του Μάνου.
Εντάσσοντας τον Μάνο στη θρακική λογοτεχνία, έχω ασχοληθεί περισσότερο με το έργο του. Το 2017 εξέδωσα το τεύχος «Ο Μάνος που αγαπώ…», σελ. 48, 2017. Θα χρησιμοποιήσω κάποια στοιχεία από το έργο μου αυτό. Να σημειώσω ότι στη σελίδα 47 δημοσιεύω μία φωτογραφία με τον Μάνο και τον Μίκη και γράφω:
«Οι δύο στυλοβάτες της σύγχρονης μουσικής –
Οι μεγάλοι δεν χωρίζουν – προσθέτουν τις δυνάμεις τους».
Αυτή η θέση μου θα φανεί από το κείμενο που ακολουθεί.
Πολλές συμπτώσεις σχετίζονται με τη γέννηση και την καταγωγή των δύο δημιουργών.
Και οι δύο γεννήθηκαν το 1925, με διαφορά τριών μηνών περίπου. Ο Μίκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925 και ο Μάνος στις 23 του Οκτώβρη «στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως γράφει στο Αυτοβιογραφικό του.
Μια σημαντική σύμπτωση είναι η καταγωγή τους.
Ο πατέρας του Μίκη ήταν κρητικός από τον Γαλατά Χανίων και η μητέρα του από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, συναντήθηκαν λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ο πατέρας του Μάνου ήταν κρητικός επίσης από το Μύρθιο Ρεθύμνου, ενώ η μητέρα του ήταν από την Αδριανούπολη.
Ο πατέρας του Μίκη ήταν δημόσιος υπάλληλος, στη Χίο βρισκόταν το 1925 και μετά ακολούθησε όλα τα παιδικά χρόνια σε Μυτιλήνη, Γιάννενα, Αργοστόλι, Πύργο Ηλείας, την Πάτρα και στην Τρίπολη Αρκαδίας, για να καταλήξει στην Αθήνα τον 1943.
Ο πατέρας του Μάνου ήταν δικηγόρος στην Ξάνθη. Το 1932 χωρίζουν οι γονείς του και μετακομίζουν στην Αθήνα. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα.
Και ο Μίκης και ο Μάνος από μικροί ασχολούνται με τη μουσική. Το ενδιαφέρον είναι ότι, νέοι ακόμη, συναντιούνται, συνεργάζονται, αναπτύσσουν φιλία που κρατά ως το τέλος .
«Για τον Μάνο Χατζιδάκι μου είναι αδύνατον να μιλήσω αντικειμενικά» έλεγε ο Μίκης Θεοδωράκης. «Συναντηθήκαμε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1944 και έκτοτε η παρουσία του στη ζωή μου υπήρξε διαρκής και έντονη. Πιστεύω ότι το ίδιο κατά κάποιον τρόπο συνέβη και με κείνον. Σε όλη τη διάρκεια τους συνύπαρξής τους υπήρχε ταυτόχρονα απώθηση και ταύτιση, απαξίωση (απόρριψη, κριτική) και εκτίμηση, σκεπτικισμός και θαυμασμός, πολεμική και συνεργασία».
«Η πρώτη επαφή των δύο συνθετών φαντάζει ο πρόλογος μιας βαθιάς φιλίας, αλληλοεκτίμησης, θαυμασμού του τους για τον άλλον. Ο Μίκης επιστρέφει στην εποχή λέγοντας: «Αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο τους το σπίτι του άλλου».
Παίζαν τις συνθέσεις τους στο πιάνο, συζητούσαν στην αρχή για τη μουσική με κατάληξη στην πολιτική. Πολύ συγκινητικό είναι αυτό που σημειώνει ο Μίκης:
«Όταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: “ Έχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ ” ».
Και οι δυο χρειάστηκε εκείνα τα χρόνια να δουλεύουν χειρωνακτικά για να τα βγάλουν πέρα.
ε παλιότερο κείμενό μου για τον Μάνο σημείωσα ότι δεν είπε ότι ήταν στην Αντίσταση, στην ΕΠΟΝ. Και ποτέ, βέβαια, δε ζήτησε ανταλλάγματα γι’ αυτό.
Το 1947 ο Μίκης μελοποιεί το ποίημα «Καληνύχτα» του Πέτρου Γρανίτη, δηλαδή του Μάνου. Τον Μάιο του 1945 ο Μάνος συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης.
Τον επόμενο χρόνο, βρισκόμαστε στο δύσκολο 1948, ο Κάρολος Κουν ανεβάζει τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, με μουσική του Μάνου. Τότε ο Μίκης ήταν κυνηγημένος, διακινδύνευσε ώστε με τη σύζυγό του τη Μυρτώ να πάνε στην πρεμιέρα. Ο Μίκης μαγεύτηκε από τη μουσική του Μάνου, του έγραψε μάλιστα ένα σημείωμα σε ένα χαρτάκι, το οποίο κράτησε ο Μάνος και του το έδειχνε συχνά. «Ήταν μια δική τους συμβολική διάλεκτος».
Και φτάνουμε στο 1962, σημαντική χρονιά.
Ο Χατζιδάκις εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως μαέστρος στην πρώτη συναυλία του τρίτου κύκλου τους «Μικρής Ορχήστρας Αθηνών» που ίδρυσε τον Νοέμβριο του 1962 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Διαβάζουμε σε κείμενο του Γιάννη Παναγόπουλου: «Τον Ιούνη εκείνης τους χρονιάς η θεατρική Αθήνα διχάστηκε. Μιλάμε για τη σεζόν που το Θέατρο Μετροπόλιταν φιλοξένησε την παράσταση «Οδός Ονείρων» σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι […] και, παράλληλα, στο απέναντι θέατρο Παρκ ανέβηκε το έργο «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη. Τα δύο θέατρα γέμιζαν ασφυκτικά. Η Αθήνα δεν μπορούσε να αποφασίσει. Ποιος από τους δύο είναι καλύτερος;»
Η ποίηση – εκτός από τη μουσική – ήταν κάτι κοινό μεταξύ του Μάνου και του Μίκη. Και οι δύο έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη μελοποίηση της νεοελληνικής , και όχι μόνο, ποίησης. Η έννοια της ποίησης και η έννοια της τέχνης κλείνουν τη γέννα και τη δημιουργία εν γένει.
Ο Μάνος από το 1945 ήδη μελοποιεί ποιήματα νεοελλήνων ποιητών. Για τη σχέση του με την ποίηση έχω ήδη μιλήσει και δημοσιεύσει. Όσον αφορά τη σχέση και την προσφορά του Μίκη στη μελοποιημένη ποίηση, θα αναφερθούμε σε επόμενο κείμενο.
Οι πλαστοί διαχωρισμοί δεν είχαν ποτέ για τον Μάνο νόημα. «Ο Θεοδωράκης δεν έγραψε μόνο τον ‘Ζορμπά’. Είναι βαθιά και πλατιά μουσικός, με ευαισθησία. Ποταμός σπανίων μελωδιών».
Ο Μάνος είχε με πολλούς τρόπους μιλήσει και ενεργήσει, έτσι που αποδεικνύει ότι ήταν τόσο κοντά στο Μίκη. Λέει:
«Δεν μ’ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική».
Κλείνοντας θα χρησιμοποιήσουμε το άρθρο «Η γοητεία του λαϊκού και η αισθητική απόσταση» του Πάνου Βλαγκόπουλου (βιβλίο «Μάνος Χατζιδάκις», Ελευθεροτυπία, σειρά Λέσχη Αθανάτων): «Είναι βέβαιο ότι όσο και αν προσπαθήσει κάποιος που ξεκινά να γράψει για τον Μάνο Χατζιδάκι δεν θα αποφύγει κάποια στιγμή στο κείμενό του να αναφερθεί στον Μίκη Θεοδωράκη […] Το διώνυμο Χατζιδάκις / Θεοδωράκης παρέχει τη σιγουριά της ποιότητας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί νομιμοποιητικό παράδειγμά του· αφήνοντας να διαφανεί πίσω του ένα άλλο, συμμετρικό προς το προηγούμενο, συνεχές: ανάμεσα στο ‘έντεχνο λαϊκό’ τραγούδι και την κλασική, λόγια μουσική (σελ. 38) Η εκδήλωση της ιδεολογίας της διπλής συνέχειας στο χώρο της μουσικής συνέβη, με κάποια καθυστέρηση σε σχέση με τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, στο έργο του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη» (σελ.42)».