Το μάτι της Εφορίας θα «βλέπει» 500.000 ταμειακές μηχανές
Ενεργοποιήθηκε από την 1η Σεπτέμβρη σταδιακά η διασύνδεση της Εφορίας με τις ταμειακές μηχανές επιχειρήσεων λιανικής και όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία διασύνδεσης με τα ηλεκτρονικά συστήματα της ΑΑΔΕ, η Εφορία θα μπορεί να «βλέπει» 500.000 ταμειακές μηχανές.
Σε πρώτη φάση θα αποσυρθούν οι ταμειακές μηχανές παλαιού τύπου και θα αντικατασταθούν με νέας τεχνολογίας, οι οποίες θα συνδέονται με το Taxis. Με τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών, όλα τα δεδομένα των στοιχείων λιανικής πώλησης, των αποδείξεων δηλαδή που θα εκδίδονται μέσω των ταμειακών μηχανών, θα διαβιβάζονται στην ψηφιακή πλατφόρμα myDATA. Οι υπόχρεοι εντάσσονται στη σταδιακή διασύνδεση με βάση τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποίησαν σύμφωνα με την υποβληθείσα δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2019 και με επιπλέον κριτήριο την ένταξή τους ή μη στους πληττόμενους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) λόγω Covid-19.
Με την καθολική ένταξη στην πλατφόρμα myDATA και τη διασύνδεση των φορολογικών μηχανισμών οι επιχειρήσεις θα απαλλαγούν οριστικά από την υποχρέωση υποβολής συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών–προμηθευτών, ενώ οι φορολογικές αρχές θα έχουν πλήρη εικόνα για τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και έτσι θα μπορούν να εντοπίζουν περιπτώσεις απόκρυψης εισοδημάτων και φοροκλοπής (μη απόδοση φόρου εισοδήματος, ΦΠΑ κ.ά.).
Για την ηλεκτρονική τιμολόγηση ισχύουν τα ακόλουθα κίνητρα:
-Μειώνεται στα 3 έτη από 5 για τον εκδότη του τιμολογίου και στα 4 για τον λήπτη ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος της φορολογικής διοίκησης να εκδώσει πράξη προσδιορισμού φόρου.
-Περιορίζεται σε 45 ημέρες από 90 το χρονικό διάστημα που η φορολογική διοίκηση εξετάζει τα αιτήματα επιστροφής φόρου για τα έτη που εφαρμόζεται ηλεκτρονική τιμολόγηση.
-Παρέχεται αυξημένη κατά 100% απόσβεση της αρχικής δαπάνης για τεχνικό εξοπλισμό και λογισμικό που απαιτείται για την εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, κατά το έτος πραγματοποίησής της, ως αντιστάθμισμα του κόστους χρήσης της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.
-Χορηγείται υπερέκπτωση κατά 100% της αξίας των δαπανών για τη λήψη υπηρεσιών παρόχου.