Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αφιερώματα H οργάνωση της Δικαιοσύνης κατά την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους

H οργάνωση της Δικαιοσύνης κατά την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους

0

Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Πριν την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, η επαναστατημένη Ελλάδα δεν είχε σχεδόν τακτικά δικαστήρια. Τα μοναδικά δικαστήρια ήταν ένα εμποροδικείο στην Ερμούπολη Σύρου, ένα στην Αίγινα και ένα κακουργιοδικείο στο Ναύπλιο, που ιδρύθηκε το 1826, αλλά καταργήθηκε με ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας.

Πριν από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), οι αστικές διαφορές των πολιτών κρίνονταν από επιτροπές διαιτητών, που τις διόριζε η κυβέρνηση που όμως τελικά και αυτές απαγορεύτηκαν διότι έρχονταν σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Το αποτέλεσμα ήταν να προτρέπονται οι διάδικοι σε αιρετοκρισίες, δηλαδή να ορίζουν τους κριτές της εκλογής τους, να εκδίδονται αποφάσεις χωρίς όμως καταναγκαστική ισχύ και να μένουν οι αποφάσεις των διαιτητών ανεκτέλεστες. Μάλιστα πολλές φορές ο ίδιος «ο επί της δικαιοσύνης γραμματεύς» αναγκαζόταν να επισημαίνει στον αιτούντα την δικαστική προστασία πως η εξέταση της αίτησής του αναβάλλεται μέχρι να συσταθούν δικαστήρια.

Μετά την δημοσίευση των συνταγμάτων της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας, δημιουργούνται δικαστήρια (κριτήρια), τα οποία λειτούργησαν για κάποιο χρονικό διάστημα. Τα σημαντικότερα είναι το «επαρχιακό δικαστήριο Τριπολιτσάς», το «κριτήριον της Σαλαμίνας» και το «κριτήριον Αθηνών».

Με την άφιξη του Καποδίστρια το 1828 ξεκινούν οι πρώτες προσπάθειες συστηματικής οργάνωσης του τομέα της Δικαιοσύνης. Η έλλειψη νομομαθών είχε ως αποτέλεσμα ο Καποδίστριας να στείλει επιστολή στον αδελφό του, Βιάρο, να έλθει στην Ελλάδα μαζί με άλλους επιφανείς της Νομικής Επιστήμης προκειμένου να σταδιοδρομήσουν στον δικαστικό κλάδο. Ο Βιάρος μαζί με τον Ιωάννη Γενατά γίνονται οι βασικοί αρωγοί του Καποδίστρια στο έργο της νομοθετικής και δικαστικής οργάνωσης της χώρας. Ωστόσο ο χαρακτήρας τόσο του Βιάρου όσο και του Γενατά, που περισσότερο λειτουργούσε ως ανακριτικός υπάλληλος, είχαν ως αποτέλεσμα την μη επιτυχή συνεργασία με τον Κυβερνήτη. Μάλιστα επήλθε διάσταση μεταξύ και των μελών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής η οποία ασχολούταν με την σύνταξη αστικού και ποινικού κώδικα, καθώς και κώδικα πολιτικής δικονομίας. Και αυτό διότι ο Γενατάς υποστήριζε τον συγχρονισμό της δικαιοσύνης με τις νομοθεσίες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ άλλα μέλη, όπως ο Χρ. Κλονάρης και ο Γρηγ. Σούτσος, υποστήριζαν την αναγνώριση των ήδη υφισταμένων πηγών στην χώρα, ήτοι το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου) και τα τοπικά έθιμα. Ο Καποδίστριας συντάχθηκε με την άποψη της υφιστάμενης νομικής πραγματικότητας και την άποψη του Κλονάρη και του Σούτσου.

Στη συνέχεια ο Καποδίστριας επηρεασμένος από τον γραμματέα της επικράτειας Σπ. Τρικούπη ζητά από το Πανελλήνιο να εφαρμόσουν ειδικό νόμο που ήδη υπήρχε (το ΙΓ ψήφισμα των Νόμων του 1822) για την σύσταση δικαστηρίων, να ετοιμασθεί κατάλογος υποψηφίων δικαστών, αλλά και να προβλεφθεί πως οι δικαστές αυτοί θα διορίζονται σε τόπους ξένους προς αυτούς, για να μην επηρεάζονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Ο Πανούτσος Νοταράς

Το 1828 δημοσιεύεται ο «Διοργανισμός των Δικαστηρίων», σύμφωνα με τον οποίο η άσκηση της «πολιτικής, εμπορικής, διορθωτικής και εγκληματικής δικαιοσύνης» ανατίθεται σε τακτικά δικαστήρια τεσσάρων ειδών, ήτοι τα ειρηνοδικεία (στα χωριά), τα πρωτόκλητα κατά τμήματα (ανάλογα με τα σημερινά πρωτοδικεία), το εμπορικό δικαστήριο της Σύρου, και το μοναδικό στην επικράτεια ανέκκλητο κριτήριο (αντίστοιχο με το σημερινό εφετείο) με πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά. Μάλιστα επισημαίνεται πως «τα δικαστήρια ακολουθούν στις πολιτικές διαφορές τους νόμους των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων που περιέχονται στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου και στις εμπορικές διαφορές τον γαλλικό εμπορικό κώδικα» ενώ «μέχρι την έκδοση του παρασκευαζόμενου Ποινικού Κώδικα τα διορθωτικά και εγκληματικά δικαστήρια κρίνουν κατά το Απάνθισμα των εγκληματικών και κατ’ επιείκεια».

Το 1829 δημιουργείται στην Αίγινα και το πρώτο σχέδιο ποινικής δικονομίας με συντάκτη τον Χρ. Κλονάρη έχοντας ως πρότυπο τον γαλλικό ποινικό κώδικα.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ομοιόμορφη σε όλη την επικράτεια απονομή της δικαιοσύνης ήταν η σύγχυση που δημιουργούσε η έλλειψη κοινών γραπτών κανόνων, γεγονός που οφειλόταν στην παράλληλη εφαρμογή πολλών πηγών δικαίου, ήτοι το ρωμαϊκό δίκαιο, το βυζαντινό δίκαιο, το ορθόδοξο εκκλησιαστικό, το δίκαιο των τοπικών εθίμων και το τουρκικό δίκαιο.

Το 1830 εκδίδεται νέος οργανισμός δικαστηρίων, καθώς και νέα ποινική και πολιτική δικονομία, που ωστόσο προκαλούν μεγάλα παράπονα και αντιδράσεις, ιδίως σε βάρος των εμπνευστών του, Βιάρου και Γενατά, καθώς όπως επισημαίνει ο Χριστοδ. Κλονάρης το 1832 «σημειώθηκαν παράτολμες αλλοιώσεις έναντι των ρητών διατάξεων του πρώτου οργανισμού» με αποτέλεσμα «η δικαιοσύνη να καταστεί αιχμάλωτος της πολιτικής εξουσίας, ενώ η ελευθερία, η τιμή, η ζωή και η περιουσία των πολιτών έγιναν έρμαιο των δυνατών της ημέρας». Παράλληλα ο Κλονάρης αποδοκιμάζει την νέα εγκληματική νομοθεσία που, κατά τα λεγόμενά του, είχε ως αποτέλεσμα «οι αστυνομικοί να παριστάνουν τους εισαγγελείς, οι γραμματείς τους ανακριτές, ενώ πολλοί δικαστές έκριναν, αντί του νόμου, κατά το δοκούν». Στον τομέα της πολιτικής δικαιοσύνης, ο Κλονάρης επίσης ασκεί έντονη κριτική, καθώς υποστηρίζει την βραδύτητα του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης εξαιτίας «της αύξησης των δικαιοδοτικών βαθμών» και της επιβολής «διπλών ή τριπλών εξόδων» σε σχέση με την αξία της ένδικης διαφοράς.

Η παραπάνω κατάσταση οδήγησε τον Καποδίστρια να συμπληρώσει τις ελλείψεις αυτές με νέα συμπληρωματικά διατάγματα, ενώ σταδιακά οι προσπάθειές του για την οργάνωση και την εμπέδωση της δικαιοσύνης έφεραν σχετική τάξη και ασφάλεια.

Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια ίδρυσης και οργάνωσης ενός αποτελεσματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης υπήρξε μια επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία που είχε να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί τις παγιωμένες αντιλήψεις, τα κατεστημένα συμφέροντα και τις προκαταλήψεις έναντι οτιδήποτε νέου. Και σε αυτήν την προσπάθεια η επιμονή του Ιωάννη Καποδίστρια υπήρξε υποδειγματική.

Νίκος Σεργκενλίδης
Δικηγόρος  

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αφιερώματα
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση της Τρίτης: «Η ιστορία μιας ματαίωσης: το CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967)» του Στρατή Μπουρνάζου

Το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου μας προσφέρει μια συναρπαστική αφήγηση για το CCF, εξερευν…