Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι όπως το έστρωναν σε περιοχές της Θράκης – Τα «δουδικάμιρα «και το «Χριστόψουμου» στην Ξάνθη
«Χριστούγεννα και Φώτα χιονισμένα, καλοσημαδιά για τα σπαρμένα» – Τα ιδιαίτερα Θρακιώτικα κάλαντα: “Χριστός γιννιέτι χαρά στουν κόσμου…”
Τα Χριστούγεννα άρχιζαν από την παραμονή της ομώνυμης γιορτής. Οι γυναίκες από μέρες τώρα έκαναν όλες τις προετοιμασίες, συγύριζαν τα σπίτια τους και έφτιαχναν όλα τα φαγητά και τα γλυκά τους. Φυσικά νήστευαν όλο το σαρανταήμερο που προηγείται και στα περισσότερα νοικοκυριά δεν έτρωγαν ούτε λάδι ώσπου να λάβουν την Θεία Κοινωνία. Έτσι τα νηστίσιμα φαγητά στο τραπέζι τους ήταν τα φασόλια, ο χαλβάς, το ταχίνι, το τουρσί κ.α. Κάθε σπίτι έσφαζε το οικόσιτο γουρούνι. Από το γουρούνι που σφαζόταν δεν πετιόταν τίποτα. Τα “καλά” κομμάτια κρέατος αλατιζόταν και διατηρούνταν για αργότερα, ενώ από τα εντόσθια και συκώτια του χοίρου, κομμάτια δηλαδή που έπρεπε να καταναλωθούν άμεσα, οι νοικοκυρές με προέλευση από την Ανατολική Θράκη έφτιαχναν τη Μπάμπω, ένα έδεσμα που είναι το έντερο του γουρουνιού γεμιστό με κρέας, ρύζι και μπαχαρικά. Άλλοι έσφαζαν τον κούρκο τους (γαλοπούλα), ενώ οι φτωχότεροι περιορίζονταν στο σφάξιμο της κότας. Αυτά τα εδέσματα προορίζονταν για την βρώση των 3 ημερών που θ’ ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα.
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι όπως το έστρωναν σε περιοχές της Θράκης
Στο τραπέζι πάντως της παραμονής, στα περισσότερα μέρη της Θράκης έπρεπε να έχει 9 διαφορετικά φαγητά. Το έθιμο αυτό να σχετίζονταν και με τους 9 μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας. Το πρώτο πιάτο ήταν η πίτα, μικρότερη από την βασιλόπιτα. Τη στόλιζαν με σκελίδες καρυδιού σε σχήμα σταυρού με μια τρυπούλα στην μέση για να τοποθετήσουν ένα κερί. Δεύτερο πιάτο ήταν οι κλασικοί λαχανοντολμάδες, τρίτο ο χαλβάς, τέταρτο οι ελιές και παρακάτω η έξυπνη φτωχονοικοκυρά θα μηχανεύονταν να βάλει χώρια σε δυο πιάτα το αλατοπίπερο, οπότε συμπλήρωνε έξι πιάτα. Στο έβδομο έβαζε χώρια το τουρσί, χώρια τις πιπεριές, και χώρια τις μελιτζάνες. Σύνολο εννιά πιάτα. Το βράδυ της παραμονής όλοι θα κάθονταν γύρω από τον σοφρά. Ο πατέρας θ’ άναβε το κερί, θα θύμιαζε το εικονοστάσι και το τραπέζι κι αφού αυτός μαζί με την γυναίκα του και τα παιδιά του θα έψελναν το τροπάρι των Χριστουγέννων θα έκοβαν την πίτα. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας , το τρίτο του ξενιτεμένου και έπειτα με την σειρά για τον κάθε ομοτράπεζο. Κοντά σ’ αυτούς έβγαζαν και 2 άλλα κομμάτια. Το ένα ήταν του «Άγιου» και το άλλο της «δουλειάς». Αυτά τα τελευταία μαζί και του Χριστού τα έδιναν στους ξένους. Στα Άβδηρα το φλουρί το τοποθετούσαν στην πρασόπιτα που την έφτιαχναν στο σινί (μεγάλο ταψί) με κιμά , πράσο και κύμινο. Μάλιστα ο πατέρας την έκοβε και την στριφογύρισε πάνω στον σοφρά και όποιο κομμάτι τύχαινε μπροστά στο μέλος της οικογένειας αυτό ήταν το δικό του.
Τα «δουδικάμιρα «και το «Χριστόψουμου» στην Ξάνθη
Στην Ξάνθη το βραδινό τραπέζι πρέπει να έχει δώδεκα φαγώσιμα είδη «για τα δουδικάμιρα» (δωδεκάμερα). Απαραίτητος είναι ο «γκουχτός». Πρόκειται για χοντραλεσμένο σιτάρι -αλέθεται στο χερόμυλο- που το βράζουν καλά και γίνεται πιλάφι. Δεν προσθέτουν τίποτε άλλο εκτός από καρύδι κοπανισμένο από πάνω. Ο «γκουχτός» μπαίνει στη μέση του τραπεζιού και του τοποθετούν μιαν αναμμένη λαμπάδα. Όταν καθίσουν στο τραπέζι, πρώτα θα θυμιάσει η νοικοκυρά κι έπειτα θα κόψουν το «Χριστόψουμου». Ο γεροντότερος το παίρνει, το τοποθετεί στο κεφάλι του και το τραβά ώσπου να κοπεί. Το μοιράζει γύρω κόβοντας με το χέρι και σ’ όποιον πέσει ο παράς που έχει μέσα, είναι τυχερός. Τρώνε πρώτα από μια κουταλιά «γκουχτό» και συνέχιζαν με τα άλλα φαγώσιμα.
«Ορίσατε εις την εκκλησίαν»
Οι περισσότερες οικογένειες το βράδυ της παραμονής ξενυχτούσαν. Έβαζαν σε ένα ποτήρι ή πιάτο ένα κομματάκι ξερό βασιλικό ή το «λουλούδι της Παναγιάς» και περίμεναν πότε να ανοίξουν τα φύλλα του. Πίστευαν πως εκείνη την ώρα γεννιόταν ο Χριστός και το ’χαν «για καλό» και φυσικά έκαναν τη σχετική ευχή για την εκπλήρωση οποιασδήποτε επιθυμίας τους. Όλη την άγια νύχτα, μέχρι να σημάνουν οι καμπάνες ή να έρθει ο κράχτης της εκκλησίας να χτυπήσει τη θύρα του σπιτιού τους και να τους πει ψαλμουδίζοντας το τυπικό εκείνο «Ορίσατε εις την εκκλησίαν», έμεναν πολλοί ξάγρυπνοι. Διηγούνταν θρησκευτικές παραδόσεις, παραμύθια και ανέκδοτα του Δωδεκάμερου από άλλες χρονιές.
«Χριστούγεννα και Φώτα χιονισμένα, καλοσημαδιά για τα σπαρμένα».
Ανήμερα του Χριστού, παρατηρούσαν τον καιρό και προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον. Χαίρονταν όταν χιόνιζε, γιατί πίστευαν, όσο πιο πολλά χιόνια, τόσο πιο μεγάλη σοδειά θα είχαν το καλοκαίρι. Έβγαλαν γι’ αυτό ένα σωρό παροιμίες:
«Χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού». «Χαρά στα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και Λαμπρή βρεχούμενη τ’ αμπάρια γεμισμένα».
Τα κάλαντα δεν τα έψελναν τα παιδιά όπως σήμερα το πρωί της παραμονής αλλά το βράδυ, κρατώντας φαναράκια και χρωματιστά καραβάκια στολισμένα με κορδέλες γι αυτό και στα Άβδηρα τα έλεγαν «Φαναρούδια». Ξεκινούσαν με μικρές συντροφιές και δεν πήγαιναν στα συγγενικά μόνο και φιλικά σπίτια, μα σ’ όλου του κόσμου. Εκεί τα φιλεύανε με γλυκά, ξηρά φρούτα όπως σύκα και ξηρούς καρπούς. Τα νομίσματα τα κάρφωναν πάνω σε ένα μήλο κατά την παλιά συνήθεια των Βυζαντινών.
ιστουγεννιάτικα κάλαντα της Θράκης
«Χριστούγεννα πρωτούγεννα , Χριστός πρωτογεννιέται
γεννιέται κι ανατρέφεται στο γάλα και στο μέλι.
Το μελ’ το τρων’ οι άρχοντοι, το γάλα οι παπάδες
Και τα κεριά σταλάγματα οι δωδεκ’ Αποστόλοι…»
Και του χρόνου να ‘σθε γεροί και καλόκαρδοι.
Και εις έτη πολλά.
Άλλη παραλλαγή από Κάλαντα Χριστουγέννων Θράκης
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
κι’ η Παναγιά μας δοξολογούσε.
Δοξολογούσε, παρακαλούσε
τους Αποστόλους τους Ιεράρχες.
Σεις Απόστολοι και Ιεράρχες
να πα να φέρτι μύρο και μόσχο.
Κι οι Αποστόλοι για μύρο πάνε
και οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν.
Κι ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν
η Παναγιά μας ξιλίφθιρώθ’ κι.
Χριστός γιννιέτι χαρά στουν κόσμου,
χαρά στουν κόσμου στα παλληκάργια!