Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821
Ο Αλέξης Πάρνης σε ένα κείμενό του με τίτλο «Η ψυχή του ελληνικότατη κι οι υπηρεσίες του μέγιστες» ( στο ‘Θέατρο’ του 1963, τ. 10, Αφιέρωμα στον Καραγκιόζη) γράφει αρχίζοντας:
«Ο Καραγκιόζης είναι σαν το αττικό θυμάρι. Αποστρέφεται τις κηπουρικές επεμβάσεις, τους εξευγενισμούς και τα κλαδέματα – αυτά που δέχονται αδιάκοπα άλλα είδη τέχνης στο πέρασμα των καιρών […] Ο Καραγκιόζης μένει πιστός στ’ αρχαία εκφραστικά του μέσα και τα σύνεργα κι οι αλλαγές του, μέσα στους καιρούς, γίνονται τόσο αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, όσο κι οι μεταβολές του κλίματος ή του βυθού στις αμμουδερές ακτές».
Στο κείμενο που ακολουθεί επιδιώκω, με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, να φωτίσω το πάντρεμα του Καραγκιόζη με τον Αγώνα και τους Ήρωες του ’21. Πώς γίνεται κάτι τέτοιο, θα ψάξουμε.
Τα εκφραστικά μέσα παραμένουν σε κάθε εξέλιξη σχεδόν σταθερά, αυτό που αλλάζει είναι η θεματολογία των έργων. Για την ακρίβεια, υπάρχει ένας καμβάς σταθερός σχέσεων, χαρακτήρων και κοινωνικών αντιστίξεων, και προσεγγίζεται ένα σύγχρονο γεγονός ή κατάσταση μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.
Για ένα πρόχειρο σύγχρονο παράδειγμα, ο κορονοϊός και η σύγχρονη πανδημία ως θέμα μπορεί να έχει αντιστοιχία με τον καταραμένο όφη, οπότε αυτά τα δύο συμπλέκονται: η βάση είναι το παλιό και καθιερωμένο και το εποικοδόμημα είναι το σύγχρονο.
Μια ακόμη προσέγγιση νομίζω σημαντική: είναι γνωστό ότι ο ελληνικός Καραγκιόζης ήρθε στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα κατά τα χρόνια της Οθωμανικής κατοχής. Το σύστημα εξουσίας μετά την επανάσταση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους άλλαξε τους «παίκτες». Το ζητούμενο είναι πόσο βαθιά μετατράπηκαν οι σχέσεις και οι αντιθέσεις και πώς οι αλλαγές συνειδητοποιήθηκαν από τους έλληνες και τις ελληνίδες του κράτους και της κοινωνίας, γεγονός που έχει αντανάκλαση στον τρόπο που παρουσιάζεται η νέα κατάσταση στον Καραγκιόζη.
Στο κείμενό μου «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ» αναφέρω: « Στον ελληνικό χώρο τα Γιάννενα στις αρχές του 19ου αιώνα και μετά την απελευθέρωση η Αθήνα, η Χαλκίδα, οι πόλεις της Πελοποννήσου, έχουν αξιόλογη παράδοση στον Καραγκιόζη. Το ιδιαίτερο είναι ότι, ενώ σε άλλες βαλκανικές χώρες το τούρκικο θέατρο σκιών παρακμάζει χωρίς να προσαρμοστεί στις τοπικές συνθήκες, στην Ελλάδα «εξελληνίζεται» παντρεύοντας το αρχικό πλαίσιο με τις ελληνικές ιδιορρυθμίες.
Πετυχαίνεται η αυτονόμηση του ελληνικού Καραγκιόζη από τον τουρκικό, κυρίως από τον περίφημο Μίμαρο, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Έτσι, ενώ ο Καραγκιόζης στην Τουρκία είναι πια μουσειακό είδος, στην Ελλάδα διαγράφει μια αξιόλογη πορεία, δείχνοντας τον πλούτο και το δυναμισμό της γειτονιάς του Αίμου. Πλούτο και δυναμισμό που διαπιστώνουμε στο λαϊκό και λόγιο πολιτισμό όλων των βαλκανικών περιοχών».
O ελληνόφωνος Εβραίος από την Κέρκυρα Τζούλιο Καΐμης (1897 – 1982) στο πρωτοποριακό του βιβλίο «Καραγκιόζης ή Η αρχαία κωμωδία στην ψυχή του θεάτρου σκιών» (τώρα στις εκδόσεις Γαβριηλίδη 1990) αναφέρεται ειδικά θα θέματα παρουσίασης ηρωικών θεμάτων στον ελληνικό Καραγκιόζη, κεφάλαιο VIII ‘Ηρωική εποχή – Πόλεμος για την ελληνική ανεξαρτησία – Ιστορικά πρόσωπα’:
«Στην ψυχή του λαού, όπως και στη σκηνή του Καραγκιόζη, η ιστορία της Ελλάδας αρχίζει κυρίως με την επανάσταση του 1821.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, συνδέει τη νέα Ελλάδα με την αρχαία, μέχρι τα χρόνια τα πιο μακρινά της μυθολογίας.
Το ηρωικό δράμα είναι εμπνευσμένο κατευθείαν από τις παραδόσεις και τα λαϊκά έθιμα, απ’ τις λαϊκές ιστορίες και τα λυρικά τραγούδια ή είναι έμμεσα δανεισμένο απ’ τα έργα γνωστών ποιητών. […]
Η ιστορική πραγματικότητα μεταφέρεται σ’ ένα φανταστικό περιβάλλον και κατά κάποιο τρόπο εκτός τόπου και χρόνου. Στο πρόσωπο του Αλή Πασά παραδείγματος χάρη μπορούμε να συναντήσουμε τον τύραννο της Ηπείρου Αλή Πασά, αλλά επίσης και κάθε άλλο συμβολικό πρόσωπο» (σελ. 71-2). Ο ερευνητής στη συνέχεια παρουσιάζει διάφορα σχετικά ηρωικά έργα.
Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση του θέματος, να σημειώσουμε ότι ο Καραγκιόζης που παιζόταν στην Ελλάδα αρχικά ήταν ο ανατολίτικος. Στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα έχουμε, θα λέγαμε, τον εξελληνισμό του, διαβάζουμε σχετικά «Ο Καραγκιόζης παραμένει ξένος ως το 1894 οπότε αρχίζει να παίζεται στην Αθήνα ο μεταρρυθμισμένος τύπος του Μίμαρου» (Β. Πούχνερ, Ελληνική Θεατρολογία, σελ. 412).
Ο Γιώργος Ιωάννου μέσα από πολλές έρευνες και εργασίες του πρόσφερε πολλά στην πορεία και μορφή του ελληνικού Καραγκιόζη. Σημειώνει ότι επικράτησε να τον χωρίζουμε χρονικά σε τρεις περιόδους:
- Από το 1840 περίπου μέχρι το 1880. Την περίοδο αυτή ο καραγκιόζης έντονα τουρκοφέρνει και εξελληνίζεται με μεγάλη βραδύτητα.
- Από το 1880 περίπου μέχρι το 1910. Αυτή είναι η μεγάλη εποχή του καραγκιόζη, ιδιαίτερα η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Τότε, ο πελοποννησιακός καραγκιόζης μπολιάζεται με τον ηπειρωτικό και στο πρόσωπο του περίφημου καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρου βρίσκει ένα μεγάλο αναδημιουργό. Δημιουργείται το κλασικό ρεπερτόριο, ανοίγεται η φλέβα των ηρωικών θεμάτων και πλάθονται τα κυριότερα πρόσωπα.
- Η τρίτη περίοδος αρχίζει από το 1915 περίπου και φτάνει μέχρι το 1940. Κατά τη γνώμη του Γ. Ιωάννου «Από δω και πέρα αρχίζει να ξεπέφτει ο καραγκιόζης».
Όσον αφορά τα πρόσωπα του ελληνικού θεάτρου σκιών, τα σπουδαιότερα είναι: Καραγκιόζης, Χατζηαβάτης, Μπαρμπαγιώργος, Σιορ Διονύσιος, Σταύρακας, Βεληγκέκας, Μορφονιός, Κολλητήρης, Καραγκιόζαινα, Εβραίος, Πασάς, Μπέης, Βεζίρης, Βεζιροπούλα. «Καθένα από τα πρόσωπα αυτά έχει ένα σταθερό συμβολισμό, ενώ ο χαρακτήρας του και η συμπεριφορά του παρουσιάζει ελαστικότητα από δημιουργό σε δημιουργό ή από έργο σε έργο».
(συνεχίζεται)
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής