Σε όλη την διάρκεια των ιστορικών χρόνων η Θράκη, ως γεωγραφική ενότητα, αποτέλεσε πεδίο έντονων διεκδικήσεων, διεργασιών, συγκρούσεων, εποικισμών και δημογραφικών μεταβολών. Κατά συνέπεια αυτής της διαπίστωσης, υπογραμμίζεται η έλξη που άσκησε ειδικά το νοτιοδυτικό τμήμα της ευρύτερης Θράκης, το εκτεινόμενο μεταξύ Νέστου και Έβρου, μετά το τέλος του A’ Παγκοσμίου πολέμου (Νοέμβριος 1918) τμήμα για το οποίο εκδήλωσαν ενδιαφέρον τόσο οι ηττημένοι Οθωμανοί και οι Βούλγαροι, με πολύ μικρότερες φυσικά δυνατότητες υποστήριξης των διεκδικήσεών τους, όσο και οι Έλληνες λόγω των δικαιωμάτων που απέρρεαν από την δημογραφική σύνθεση της περιοχής αλλά και οι Γάλλοι που επιδίωξαν το καθεστώς του προτεκτοράτου μέσω Εντολής (Mandate).
Αναφερόμενοι ειδικά στην Ξάνθη και στην κοινωνική, πολιτισμική, αρχιτεκτονική και οικονομική άνθησή της, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1870-1912, με υλικά και πνευματικά κατάλοιπα που επιβιώνουν ως αψευδείς μάρτυρες μέχρι τις μέρες μας, αυτή αποτελεί κοινό τόπο τον οποίο εμφατικά τονίζουν πλείστοι ιστορικοί.
Οι πυκνές εξελίξεις, μετά τις οδυνηρές και πολυαίμακτες συγκρούσεις των Βαλκανικών πολέμων 1912-1913 και του Α’ Παγκοσμίου 1914-1918, έφεραν και πάλι την Ξάνθη και ολόκληρη την δυτική Θράκη στο ιστορικό προσκήνιο, με ζητούμενο την οριστική επιδίκασή τους. Τούτο θα ήταν το αποτέλεσμα μιας συνάρτησης με τρεις μεταβλητές, που συναιρώντας τες είναι οι εξής: τα συμφέροντα των νικητών Αγγλογάλλων Συμμάχων, τον επιθυμούμενο από εκείνους βαθμό αποδυνάμωσης των ηττημένων Οθωμανών και Βουλγάρων και την εξισορρόπηση των επιμέρους διεκδικήσεων των βαλκανικών χωρών.
Στο πλαίσιο των γεγονότων που ακολούθησαν την Συνθήκη του Neuilly (27 Νοεμβρίου 1919), η οποία πρόβλεπε την εκκένωση της δυτικής Θράκης από τα βουλγαρικά στρατεύματα, η ελληνική IX Μεραρχία με επικεφαλής τον Υποστράτηγο Γεώργιο Λεοναρδόπουλο, έχοντας στη σύνθεσή της το 25ο Σύνταγμα Πεζικού (Συνταγματάρχης Μεσσήνης Δημήτριος), το 26ο Σύνταγμα Πεζικού (Συνταγματάρχης Καϊμπαλής Μιλτιάδης) και το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων (Συνταγματάρχης Πέτσας Κωνσταντίνος) και με την πλειονότητα των ανδρών του σχηματισμού να αποτελούν Ηπειρώτες, έλαβε εντολή να ξεκινήσει την, υπό κακές καιρικές συνθήκες, πορεία προς την Ξάνθη, από το Παρανέστι της Δράμας, όπου ήταν καταυλισμένη.
Για την κατάληψη της περιοχής της Ξάνθης εκ μέρους του Ελληνικού Στρατού και των αντιδράσεων προς αυτήν εκ μέρους του ντόπιου πληθυσμού, αρκετές πληροφορίες λαμβάνουμε από τον ελληνικό ημερήσιο Τύπο. Η εφημερίδα ‘Μακεδονία’, της 5ης Οκτωβρίου 1919, δημοσιεύει το ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, εκδεδομένο από το απόγευμα της 4ης του μηνός: «Ἡ Ξάνθη κατελήφθη σήμερον τὴν πρωΐαν. Ὁ Στρατηγὸς Λεοναρδόπουλος, Διοικητὴς τῆς ΙΧ Μεραρχίας εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν τὴν 10ην καὶ τριάντα πρωινὴν μετὰ τοῦ Γάλλου Στρατηγοῦ. Ἡ ὑποδοχὴ τοῦ στρατοῦ ἡμῶν ἐκ μέρους τῶν κατοίκων ὑπῆρξεν ἐνθουσιωδεστάτη. Ἁπόλυτος τάξις ἐπικρατεῖ εἰς ἅπασαν τὴν περιοχήν.». Με επείγον τηλεγράφημα από το Παρανέστι, την 4η Οκτωβρίου, στις 2 μμ ο ανταποκριτής της ίδιας εφημερίδας με τα αρχικά Α. Κ. σημειώνει ότι: «Εἰσήλθομεν εἰς τὴν Ξάνθην συνοδεύοντες τὸν στρατηγὸν Λεοναρδόπουλον, τὸ ἐπιτελεῖον του καὶ τὸν πολιτικόν του σύμβουλον πρέσβυν Χαλκιόπουλον. Ἡ γενομένη ὑποδοχὴ ὑπῆρξεν ἀποθεωτική. Ἡ πόλις πλέει ἐν κυανολεύκοις, ἐν συμπλέγματι μετ’ ἀγγλογαλλικῶν σημαιῶν. Τὰς τιμὰς ἀπένειμεν ἡ πρώτη φάλαγξ, ὑπὸ τὸν…» (αποσιωπητικά), διότι στο σημείο αυτό, η λογοκρισία άφησε κενό στο όνομα του επικεφαλής του πρώτου τμήματος.
Ολοκληρώνοντας το σύντομο χρονικό για τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης της Ξάνθης, καταλήγουμε συμπερασματικά πως η ελληνική διπλωματική προσπάθεια, υπό την έμπνευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, για την δημογραφική ελληνική παρουσία στην δυτική Θράκη είχε, ώς γνωστόν, να εξισορροπήσει την ισχυρή αριθμητικά μουσουλμανική αλλά και την βουλγαρική που σαφώς είχε ενισχυθεί εξαιτίας της υπαγωγής της επαρχίας στο Βουλγαρικό κράτος, κατά τα προηγούμενα έτη. Έναντι αυτών η ελληνική πλευρά είχε να αντιτάξει τη μαζική φυγή πληθυσμών λόγω των βουλγαρικών διοικητικών μέτρων και την έντονη οικονομική δραστηριότητα όσο και την αστική σύνθεση των ελληνικών πληθυσμών και, με τις προβολές αυτές, επιχείρησε να αποδείξει την ανάγκη κατακύρωσης της επαρχίας στην Ελλάδα στις συζητήσεις του Συνεδρίου της Ειρήνης, οι οποίες κατέληξαν στην Συνθήκη των Σεβρών που υπογράφτηκε στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 και προέβλεπε την τελεσίδικη απόδοση στη μητέρα πατρίδα.
Αργότερα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την παραχώρηση της ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, η υπό δραματικές συνθήκες έλευση του μεγάλου ελληνικού προσφυγικού όγκου, κατέστησε, επώδυνα μεν–αναπόδραστα δε πλέον, την δυτική Θράκη και δημογραφικά ελληνική επαρχία, χωρίς όμως ποτέ να απωλέσει τον ψηφιδωτό της χαρακτήρα ο οποίος ήταν και ο συγκριτικός πλούτος της σε όλη την πολύπαθη ιστορία της.