Μια συγκεντρωτική έκδοση για την άγνωστη ιστορία των προσφύγων από την Ανατολική στη Δυτική Θράκη
«Αυτά τα βουνά, τα καταχιονισμένα/ κατέβηκε μια νύφη κοκκινομάγουλη/ μ’ ένα άλογο στο χέρι/Αυτό το άλογο με τη λεπτή του χαίτη/ ήθελε [να πάει] να πετάξει/ για να βρει τον αφέντη του/ Αλλ’ ο αφέντης δεν είναι εδώ./ Πήγε να πλουτίσει με χρυσαφικά/ Εγώ είμαι τα χρυσαφικά!/ Ας κοιμηθούμε μάγουλο με μάγουλο/όπως [είναι κολλημένο] το ζυμάρι/ σ’ αυτή τη σκάφη/ Πάμε να κοιμηθούμε λαιμό με λαιμό/ όπως τα άλογα σ’ αυτό το λιβάδι».
Το ερωτικό αυτό τραγούδι προέρχεται από την προφορική ιστορία των Φερών, στη νότια ομάδα των αρβανιτόφωνων χωριών της Δυτικής Θράκης. Και είναι χάρη στην ερευνητική εργασία του πεπειραμένου Τίτου Γιοχάλα που διασώζεται μαζί με δεκάδες άλλα τραγούδια από την terra incognita της πατριδογνωσίας. Μια ξεχασμένη εν πολλοίς επικράτεια, όπου η προφορικότητα διασώζει τη μνήμη, τα γεγονότα επανέρχονται από τις ρωγμές και οι μαρτυρίες «συνεργάζονται» με τη μεθοδική καταγραφή της μεγάλης ιστορίας. Στο μοιρολόι για τη λεηλασία του Σουλτάνκιοϊ από τους Τούρκους το 1914 (το οποίο ο Πασχάλης Βουρδόγλου τραγουδά το 1992 και μπορεί πλέον να ακούσει κανείς στο συνοδευτικό CD της έκδοσης) η Παναγία «έκλαιγε σαν άνθρωπος» για την εκκλησία που «καίγονταν σαν κερί».
Στον διάλογο της ερωτευμένης με έναν πελαργό, ερωτικό τραγούδι από το χωριό Πέπλος, ο πελαργός αποκαλύπτει τελικά ότι είδε τον «σεβντά» της κοπέλας στην πεδιάδα: «εκεί θερίζει λίγο κριθάρι, τραγουδάει και σφυρίζει και λιγώνεται για την αγάπη σου».
Η ιστορική εκκίνηση για τις μετακινήσεις πληθυσμού από την περιοχή της Νότιας Αλβανίας και την εγκατάσταση στην Ανατολική Θράκη τοποθετείται κατά την περίοδο των σουλτάνων Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566) και Σελίμ Β’ (1566- 1574). Ειδικά ο δεύτερος φαίνεται να χρησιμοποίησε έμπειρους οικοδόμους και χτίστες από την ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς για την ανέγερση του εντυπωσιακού τεμένους του στην Αδριανούπολη. Στο πέρασμα των δεκαετιών οι αλβανόφωνες κοινότητες της Ανατολικής Θράκης αναπτύσσονται σε ένα περιβάλλον ετερόγλωσσο. Ο Τ. Γιοχάλας, με περγαμηνές στον τομέα της αλβανολογίας και της συγκριτικής γλωσσολογίας, διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Σπουδών ΝΑ Ευρώπης και ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών, επισημαίνει την παρουσία των τουρκόφωνων και βουλγαρόφωνων χωριών. Με τα πρώτα οι αλβανόφωνοι συνδέονται περισσότερο μέσω εμπορικών συναλλαγών. Με τα δεύτερα «η κοινή ελληνορθόδοξη θρησκεία, που διευκόλυνε τους μικτούς γάμους». Η παρουσία ωστόσο που είναι κυρίαρχη στο εγγύς περιβάλλον των αλβανοφώνων της Ανατολικής Θράκης είναι εκείνη των ελληνικών χωριών: «Η ελληνική αυτή παρουσία ενισχύεται με την εμπορική και εκπαιδευτική δραστηριότητα των Ελλήνων στα σημαντικότερα για τους αλβανόφωνους αστικά κέντρα επικοινωνίας τους της Ανατολικής αλλά και της Δυτικής Θράκης».
Η ελληνική παιδεία
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η ιστορία των αλβανόφωνων χωριών της Θράκης συνδέεται με τις προσπάθειες πολιτιστικής άνθησης στην περιοχή και την ελληνική εκπαιδευτική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό ιδρύονται το – βραχύβιο – Εκπαιδευτικό Φροντιστήριο το 1861 από «λογάδες ομογενείς» της Κωνσταντινούπολης, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (κάτι σαν υπουργείο Παιδείας για την Ανατολή) και ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων το 1869.,«Στην ίδρυση των θρακικών συλλόγων», παρατηρεί ο συγγραφέας, «πρωτοστάτησαν ιεράρχες, φωτισμένοι επιστήμονες και εκπαιδευτικοί, εκπρόσωποι της κοινοτικής αρχής και επαγγελματίες, που βοήθησαν αποτελεσματικά στην ίδρυση νέων σχολείων…». Η παρουσία αυτών των συλλόγων πυκνώνει, όπως ήταν αναμενόμενο, μετά τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και την αντίστοιχη εκπαιδευτική προπαγάνδα στην περιοχή. «Με την ίδρυση ελληνικών σχολείων και την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και παιδείας επιδιώκεται τώρα η συσπείρωση του ελληνικού πληθυσμού και η προστασία των ελληνικών κοινοτήτων από την βουλγαρική προπαγάνδα και τον ξένο θρησκευτικό προσηλυτισμό, που ασκούσαν καθολικοί και προτεστάντες» σ. 108).
Ενδεικτικό της ιστορικής εξέλιξης είναι ότι σε έκθεση του Φιλολογικού Συλλόγου το 1874 γίνεται αναφορά σε «ελληναλβανούς», ενώ κατονομάζονται ως αλβανόφωνα τρία χωριά της επαρχίας Μαλγάρων: Σουλτάνκιοϊ, Γιλανλή, ΚαρατζάΧαλήλ. «Τα χωριά αυτά ήταν… παραδοσιακά ελληνορθόδοξα, με τον εσωτερικό τους κόσμο στραμμένο στις ελληνορθόδοξες παραδόσεις και τα ελληνικά γράμματα… Ο ενστερνισμός από πλευράς τους του ελληνισμού πραγματοποιήθηκε αργά αλλά σταθερά και είχε συντελεστεί πριν από την οριστική εγκατάστασή τους στη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου με τον γλωσσικό τους εξελληνισμό επήλθε και η πλήρης “σύγκρασή” τους με την Ελλάδα και τους Έλληνες».
Ένα από τα τελευταία επεισόδια της μετακίνησης πληθυσμών στις αρχές του 20ού αιώνα θα γραφτεί με την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό (Ιούνιος 1920) και κυρίως με την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία (1922): «Οι υπόλοιποι κάτοικοι των αλβανόφωνων κοινοτήτων καταφεύγουν στην Ελλάδα. Εγκαταλείπουν τα σπίτια και τη γη τους και εγκαθίστανται ως πρόσφυγες σε διάφορα χωριά της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, όπου ξεπερνώντας τα πρώτα πολύ δύσκολα χρόνια επιβίωσης, και με την όση κρατική αρωγή ήταν τότε δυνατή, αλλά κυρίως με τα ανεξάντλητα αποθέματα της ρωμαλέας ψυχής τους, ορθοποδίζουν, αλλά και προκόβουν» σημειώνει ο Τ. Γιοχάλας.
Λίγο πριν περάσει στο κεφάλαιο των προφορικών αφηγήσεων και το αρβανιτο- ελληνικό γλωσσάριο της Δυτικής Θράκης ο τελευταίος καταγράφει τα σημερινά αρβανιτόφωνα χωριά: στα βόρεια, Απαλός, Ασημένιο, Δίκαια, Θούριο, Καβύλη, ΝέοΧειμώνιο, Πύθιο, Ρήγιο, Σάκκος, Σοφικό και Κλεισσώ της Ορεστιάδας. Στα νότια, Γεμιστή, Κήποι, Πέπλος, Τυχερό, Φέρες (κωμόπολη). Στην Ξάνθη το χωριό Κυψέλη.
«Ένιωθαν ότι ανήκαν στο ρωμαίικο»
Πώς εξηγείται η σταθερή προσήλωση των αλβανόφωνων χωριών της Ανατολικής Θράκης στην ελληνορθόδοξη παράδοση και παιδεία; Λειτουργούν οι τελευταίες ως αντίβαρο στην τουρκική «απειλή»;
Η ελληνορθόδοξη παράδοση στις αλβανόφωνες Κοινότητες της Ανατολικής Θράκης εμφανίζεται σταθερά αρραγής. Κι αυτό γιατί ήταν βαθιά ριζωμένη στον αλβανόφωνο πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής νότια και νοτιοανατολικά της Κορυτσάς, από όπου και προέκυψαν τα χωριά αυτά της Ανατολικής Θράκης.
Την πεποίθησή του ότι ανήκει στο «ρωμαίικο» έφερε μαζί του ο αλβανόφωνος αυτός πληθυσμός, όταν για διάφορους ιστορικούς λόγους υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του και να δημιουργήσει τους νέους οικισμούς του στην Ανατολική Θράκη, κατά μήκος του ποταμού Έβρου. Οι εμπορικές του σχέσεις με το ελληνικό στοιχείο αστικών κέντρων, όπως η Αδριανούπολη, το Διδυμότειχο, το Σουφλί ή η Κεσσάνη, και η συμμετοχή του σε κοινές ελληνορθόδοξες γιορτές και πανηγύρια (στο Σουφλί και το Διδυμότειχο), καθώς και η γειτνίαση ελληνικών χωριών (με συχνές τις επιγαμίες) βοήθησαν στην περαιτέρω προσέγγιση των δυο στοιχείων, ελληνικού και αλβανικού, μετά μάλιστα την «τραυματική» εμπειρία τους από τη συμπεριφορά των Τούρκων κυρίως κατά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο. Οι ελληνοδιδάσκαλοι, που οι αλβανόφωνοι αναζήτησαν αρχικά μόνοι τους για την παιδεία των παιδιών τους, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του ελληνικού τους εσωτερικού προσανατολισμού.
Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι σημαντικότερες παρερμηνείες όσον αφορά την ιστοριογραφική προσέγγιση για τα χωριά αυτά;
Ότι έχουμε να κάνουμε με Βορειοηπειρώτες της εποχής του Σκεντέρμπεη ή με πρώην ελληνόφωνους Θράκες.
Του Δημήτρη Δουλγερίδη
Τάτσι, μήτσι, κώτσι
Συνεχίζοντας τη «γλωσσιδιακή» περιήγηση μου στην Αθήνα και στην Αττική ευρύτερα, έπειτα από τον βαυαρικής καταγωγής Θων (Thon), σειρά έχουν σήμερα οι Αρβανίτες, οι οποίοι είχαν ισχυρότατη παρουσία στην Αττική, όπως άλλωστε και στη Βοιωτία, στη Νότια Εύβοια, στα νησιά του Αργοσαρωνικού, στην Άνδρο, στα παράλια της Αργολίδας και αλλού.
Για να μείνω, όμως, στα πιο κοντινά μας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μου, το ότι κάποια εποχή, πριν από αρκετούς αιώνες, στην περιοχή του λεκανοπεδίου δύο ήταν οι μεγάλοι αρχηγοί «γενών» (τα γένη, ή πατριές, ή φάρες, ήταν θεσμός με βαθιές ρίζες όχι μόνο στους Αλβανούς αλλά και σε άλλους βαλκανικούς λαούς). Ο ένας από αυτούς δέσποζε στην Ανατολική Αττική και λεγόταν Σπάτας, ενώ ο άλλος στη Δυτική και λεγόταν Λιόσης ή Λιόσας. Τα τοπωνύμια Σπάτα και Λιόσια (και κατ’ επέκταση, βέβαια, τα Ανω Λιόσια) αποτυπώνουν πιστά το απώτερο παρελθόν των εν λόγω περιοχών. Αρβανίτης ήταν επίσης ο Τατόης, απ’ όπου το γνωστό τοπωνύμιο, αλλά και ο Τσώνας, στον οποίο οφείλει την ονομασία της η Δραπετσώνα (ντραπε- Τσώνα= η ρεματιά, η τάφρος του Τσώνα).
Αφήνοντας, εξάλλου, στην άκρη για λίγο τα τοπωνύμια, αξίζει ίσως να αναφερθεί πως αρβανίτικη καταγωγή έχουν και αρκετά γνωστά αθηναϊκά – και όχι μόνο αθηναϊκά – επώνυμα: Γκίκας, Γκέκας, Λέκκας, Μπότσης, Βλάμης, Λιάπης, Ζώρας, Κόλλιας, Μήτσης, Τόσκας, Τούντας, Φίλης, αλλά και Παμπούκης, Παπούλιας, Μερκούρης, Λεμπέσης. Αρβανίτικο είναι επίσης το γνωστό σε όλους μας, λόγω του τραγουδιστή, επώνυμο Μπιθικώτσης (πιο σωστά, Μπιθικότσης), το οποίο υποδεικνύει άνθρωπο με πολύ αδύνατο, κοκαλιάρικο (κότσι) κώλο (μπίθι). Αλλως πως, άκωλο.
Όσο για τη γνωστή έκφραση τάτσι-μήτσι-κώτσι, που δίνει και τον τίτλο στο σημερινό Γλωσσίδι, έχει τις ρίζες της σε τρεις («κολλητούς», προφανώς, μεταξύ τους) Αρβανίτες: τον Τάτση (Τάσο), τον Μήτσο και τον Κώτσο.
Ανδρέα Παππά