Διηγήματα πολυεπίπεδης γραφής για τη βουλγαρική κατοχή:
Χάρηκα ιδιαίτερα διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας εδώ και έναν μήνα το πρόσφατα εκδομένο βιβλίο της φίλης Ελένης Δημητριάδου Εφραιμίδου, με τον τίτλο «Γκέρα», σελ. 196, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, που περιέχει εικοσιοκτώ διηγήματα αναφερόμενα στη βουλγαρική κατοχή της Θράκης κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Τα αφηγήματα είναι σύνθετα και πολυεπίπεδα. Όπως σημείωσα σε πρόσφατο κείμενό μου «Θεωρώ ότι είναι μια σοβαρή κατάθεση της Ελένης, που αφήνει πολλά περιθώρια να διαβαστεί και ως ένα τεκμήριο λαογραφικής καταγραφής».
Η συγγραφέας παντρεύει τη δική της αφηγηματική και γλωσσοπλαστική βούληση με τις πληροφορίες – αναμνήσεις – συνεντεύξεις ανδρών και γυναικών που βίωσαν τη βουλγαροκρατία.
H Ελένη όπως κι εγώ, γεννημένοι με το τέλος του εμφυλίου, από μικρά παιδιά ακούγαμε ιστορίες για τη βουλγαρική κατοχή. Η μητέρα μου αφηγούνταν, διανθίζοντας μάλιστα με κάποιες βουλγάρικες λέξεις και φράσεις, επεισόδια από την τρίχρονη βάρβαρη περίοδο.
Σε πρόσφατο κείμενό μου γράφω για τα χρόνια εκείνα: «Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μετά από ηρωική αντίσταση στο οχυρό του Εχίνου, η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 8 Απριλίου 1941, που στις 21 Απριλίου 1941 την παραδίνουν στους Βουλγάρους. Τρομερές μέρες πέρασαν οι εναπομείναντες κάτοικοι ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1944 που καταρρέει το μέτωπο και σε λίγες μέρες αναχωρούν οι Βούλγαροι κατακτητές».
Διαβάζοντας την «Γκέρα», θρακιώτικη λέξη που σημαίνει πετροπόλεμο με σφενδόνες, μου ήρθαν στο μυαλό, εκτός από διάφορες αφηγήσεις, και οι Ξανθιώτες συγγραφείς και λόγιοι που με τα βιβλία και κείμενά τους μίλησαν για τη δύσκολη εκείνη περίοδο. Αναφέρομαι στον Στέφανο Ιωαννίδη, τον Θωμά Εξάρχου και τον Νίκο Ματσούκα, των οποίων τα κείμενα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία μου.
Πριν από δέκα χρόνια δημοσίευσα το βιβλίο μου «Στέφανος Ιωαννίδης : Ένας λογοτέχνης γεννιέται», υπότιτλος: Η κρίσιμη δεκαετία 1940-1950 – Νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του, 2010. Στο έργο αυτό παρουσιάζεται και σχολιάζεται ένα Ημερολόγιο Κατοχής του Στέφανου Ιωαννίδη από τα χρόνια της βουλγαροκρατίας, αποσπάσματα από συνέντευξή του που αναφέρεται στα χρόνια 1940-50, αναφορά στα Λευκώματα «Ξάνθη 1870 – 1940», στο Αυτοβιογραφικό «Οδοιπορικό μεσ’ στο χρόνο», 1 και 2, καθώς και αποσπάσματα σχετικά με τη βουλγαρική κατοχή από διηγήματα της συλλογής «Πρώτες φλόγες», από το μυθιστόρημα «Τα παιδιά των πελαργών» και από το μυθιστόρημα «Παιχνίδι με το μαγνήτη». Στο βιβλίο αυτό επίσης παρατίθεται «Μαρτυρία» της Χαρίκλειας Μαργαριτοπούλου για τον Στέφανο Ιωαννίδη και την εποχή της κατοχής.
Προσθέτω επίσης τα σχετικά έργα : του Θωμά Εξάρχου «Όμηροι Βουλγαρίας» 2002 και «Ξάνθη 1941, η καθημερινή ζωή και ιστορικά στοιχεία», 2004, καθώς και το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Νίκου Ματσούκα, «Γλυκόπικρες ρίζες», 1990, όπου περιέχονται σελίδες αναμνήσεων του μικρού τότε Νίκου (γεννήθηκε το 1934) από την περίοδο της βουλγαροκρατίας.
Κλείνω αυτή την αναφορά με το έργο της διδακτόρισσας του ΔΠΘ Σοφίας Αυγέρη: «Ντουρντουβάκια: Έλληνες σε Βουλγαρικά Τάγματα Εργασίας (1941- 1944)», 2012 – το οποίο διάβασα ηλεκτρονικά, βασίζεται σε έρευνα και συνεντεύξεις – ενώ υπάρχει πλούσια ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Επιλέγω σχετικά δύο εργασίες: (1) Xατζηαναστασίου Τ., Αντάρτες & Καπετάνιοι – Η Εθνική αντίσταση κατά της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης 1942 – 1944, , : Κοτζαγεώργη – Ζυμάρη Ξ., Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-44,Παρατηρητής, 2000 – (2) Ρουδομέτωφ Ν., Τετράδια της βουλγαρικής κατοχής ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 1916-18, Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας , Καβάλα.
Ανέφερα όλα τα προηγούμενα στοιχεία για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα διηγήματα της συλλογής «Γκέρα», ως παρουσία και ως προφορά στη γραμματεία μας.
Η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου έχει ως τώρα παρουσιάσει σημαντικό ποιητικό έργο, όπως και άλλες δημιουργικές εργασίες. Τούτο όμως το βιβλίο με τα διηγήματά της αποτελεί μία κατάθεση πολυσήμαντη και, θα τολμούσα να πω, πρωτοποριακή. Καταφέρνει να συνδυάσει πολλές πλευρές και πολλές προσεγγίσεις ενός και του αυτού θέματος: της Βουλγαροκρατίας της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Γλωσσικά και Λαογραφικά στοιχεία, ψυχογράφηση τριών κυρίως λαών: Ελλήνων, Βουλγάρων, Τούρκων, ενδοσκόπηση και διαφοροποιήσεις μέσα σε κάθε λαό. Πρόκειται για αφηγηματικό λόγο, εμπλουτισμένο με ιστορικά, βιωματικά, γλωσσολογικά, λαογραφικά στοιχεία.
Οι ιστορίες που αναδεικνύονται μέσα από τα διηγήματα αποκτούν ιδιαίτερη πληρότητα, γιατί η συγγραφέας προβάλλει συγχρόνως με λογοτεχνικό τρόπο τη θέση και τις απόψεις της για την ειρήνη και τον άνθρωπο. Δεν αφηγείται ιστορίες, χτίζει έναν κόσμο.
Θα παραθέσω ορισμένες φράσεις από τα διηγήματα σε μια ποικιλία θεμάτων, στην προσπάθειά μου να δείξω τον πλούτο και την αξία του βιβλίου.
Ξεκινούμε από τις συγκρούσεις και τον πόλεμο:
Και πριν από τον πόλεμο «σφάζονταν οι άνθρωποι για το παραμικρό, για ένα χιλιοστό της γης ή για ένα παλιοντούβαρο, γιατί τους διέταζαν τα πάθη κι η ανέχεια». «Πήγ’ ο σασκίνς και μαχαίρωσε τον αδελφό μ’ για ένα ντουβάρ’ που ντουβάρ’ να τον κάμ’ ο θεός!» «Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» είπε ο Χιντώφ. «Απ’ τον πόλεμο ποιος γλυτώνει, ποιος βγαίνει ολόκληρος, Δημητρός;» Πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει η συγγραφέας: «Υπάρχει μέσα σ’ όλους μας το κτήνος, όταν το ταΐζουμε στάχτες κι αποκαΐδια».
Κάποιες πλευρές, ίσως συνηθισμένες, της βουλγαρικής κατοχής:
«Κάποιος βουλγαρογραμμένος απ’ το χωριό τους κάρφωσε, τους πρόδωσε για λίγα αργύρια φτηνά». Το ψωμί που μοίραζαν είχε μέσα γυαλιά, μου έλεγε η μητέρα. Διαβάζουμε στο βιβλίο κάτι που μου έκανε τρομερή εντύπωση για τον βουλγάρικο ρατσισμό και τις βαθύτερες βλέψεις των κατακτητών: Καλαμποκίσιο ψωμί διέθεταν με γυαλιά στους Έλληνες, σταρίσιο χωρίς γυαλιά σε Αρμένιους, Τούρκους, Γύφτους. «Ειδωλολάτρες γίναμε και προσκυνάμε το καλαμπόκι και την μπομπότα. Οφθαλμαπάτες έχουμε τα βράδια. Βλέπουμε ν’ αχνίζει ζεστό ψωμί στο τραπέζι, να μοσχοβολάει λίγο κατσαμάκι στο ταψί, να χαμογελάνε τα παιδιά ευχαριστημένα, αλλά πού!».
Ξέρουμε ότι στα σχολεία δίδασκαν μόνο βουλγάρικα. Σημειώνει η Ελένη: «Έπρεπε όλα τα παιδιά να θυμηθούν τη μητρική τους γλώσσα! Τα βουλγάρικα».
Έχουμε πολύ συγκινητικές σελίδες για τη ζωή των υπόδουλων, για τα παιδιά και τις μάνες. Θυμόμαστε τον Στέφανο Ιωαννίδη που περιγράφει στα «Παιδιά των Πελαργών» την Παλιά Ξάνθη και τα παιδιά που τριγυρίζουν στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Η Ελένη επίσης μιλά για τα παιδιά που πάνε στη Βουλγαρία για να βρούνε τροφή. Υπάρχουν περιπτώσεις που Βούλγαρος βοηθά Έλληνα με πολλούς τρόπους υλικά και ηθικά. Επίσης Τούρκος και Έλληνας βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Αναφέρονται βέβαια και Έλληνες που εκείνα τα δύσκολα χρόνια πλούτισαν, όπως φάνηκε μετά την κατοχή. Και ο εμφύλιος που ακολούθησε δεν την αφήνει αδιάφορη: «Αδελφός σκότωνε αδελφό. Άδικα έφευγε ο κόσμος. Διχασμός και τι έγινε; Όλοι ένα έγινα πάλι. Σβούρα».
Σελίδες για τη μάνα στα χρόνια της κατοχής, παράδειγμα από τα βάσανα ενός όμηρου: «Ύστερα έπαιρνε ανάσα, ναι, αυτό ήταν η μάνα του, μια ανάσα, όταν ερχόταν μπροστά στα μάτια του άυλη μέσα στα δροσερά της φορέματα και τον παρηγορούσε. Έπαιρνε δύναμη, συνέχιζε το ανεβοκατέβασμα της αξίνας στα σκληρά βράχια και σαν να αιωρείτο το σώμα του, σαν να ταξίδευε πάνω απ’ όλα τούτα τα ποταπά κι άντεχε, όσο άντεχε […] Ανέμιζαν πάνω της τα χράμια της, ασπίδα γίνονταν. Τον έκρυβαν ως το πρωί που οι σφαίρες σταμάτησαν».
Ανέφερα ότι συναντούμε λαογραφικά στοιχεία, κοινά μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Όπως: Μάρτης που βάζουν τα παιδιά / μαρτένιτσα – Αναστενάρια / Νεστίναρστβο – Λαζαρίνες Λάζαρκες. Είναι τα έθιμα των Θρακών, της ενιαίας Θράκης.
Τα διηγήματα είναι γεμάτα από θρακιώτικες και τούρκικες λέξεις, οι οποίες επεξηγούνται. Πολύ μου άρεσαν τα ποντιακά που συναντούμε: «Έρθαν οι Γερμανοί, Σάββα, ας φεύομεν ασό χωρίο, κενούται η Θράκη, έθεν εντολή! Έπαρ μαζί σ’ ό,τι εμπορείς κι ας φαύομεν απαδακές».
Όπως προανέφερα η Ελένη Δημητριάδου Εφραιμίδου έχει ένα πλούσιο ποιητικό έργο και δοκίμια λογοτεχνικά και προβληματισμού.
Σε πολλά σημεία των διηγημάτων της συναντούμε «ποίηση»:
«Ξεραίνεται το σιτάρι, γίνεται άχυρο, αλλά ο σπόρος του στη βροχή και στο χώμα πέφτει. Να τρέφεται ο κόσμος, να μεγαλώνει, να προχωράει κι είναι κουτσαίνοντας». «Έψελνε μόνο και δε δούλευε και κανένας μας δεν μπορούσε να καταλάβει πως τον έτρωγε ο καημός κι η θλίψη, κι όρεξη για δουλειά καμιά. Αδυνάτισαν και τα μάτια του, τυφλωνόταν σιγά σιγά, κάτι τον έτρωγε αυτά τα χρόνια χωρίς την πατρίδα, κάτι ακόμα πιο βαθύ, η μέσα του μοναξιά».
Φιλοσοφικός προβληματισμός και αισθητική παρόντα στο λόγο της:
«Ο Κρουμ κλωτσούσε τη μπάλα του κι εμείς τη στέλναμε πίσω κτυπώντας την δυνατά, αφού την αναγκάζαμε πρώτα να διαγράψει μια τροχιά προς τα πάνω, ψηλά, εκεί απ’ όπου όλα σου φαίνονται ουδέτερα κι ασήμαντα πάνω από την ψυχρή επιφάνεια των πραγμάτων». «Το τζάμι που χώριζε και παράλληλα ένωνε με τη διαφάνειά του το εδώ και το εκεί, τη ζωή με τον θάνατο». «Ισχνή μορφή, ταλαιπωρημένη, λίγο Βυζάντιο, λίγο θεμέλια Ιωνικά, κρατούσε ακόμη το ροδαλό το χρώμα της στα μάγουλα, όπως τα χρώματα στα πρόσωπα του Τιτσιάνο».
Από τα στοιχεία που παραθέσαμε φάνηκε, νομίζω, η μεγάλη αξία και σημασία του νέου βιβλίου της Ελένης Δημητριάδου Εφραιμίδου, που άνοιξε δρόμο σε μια συνολική προσέγγιση της περιόδου της βουλγαροκρατίας για την περιοχή μας. Επιπλέον, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια σημαντική κατάθεση στο νεοελληνικό πεζό λόγο.
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής