Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Τελικά οι θρησκείες ενώνουν ή χωρίζουν;

Τελικά οι θρησκείες ενώνουν ή χωρίζουν;

0

Ο Καρλ Μαρξ στην εισαγωγή του έργου του «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου (1843)» γράφει: «Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου από όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»

Από την παραπάνω πρόταση, δυστυχώς η φράση που επαναλαμβάνεται συνέχεια μέσα στο χρόνο είναι μόνο η τελευταία, πως δηλαδή η θρησκεία είναι το όπιο του λαού, επιχειρώντας να υποστηριχθεί η άποψη πως ο Μαρξ θεωρούσε την θρησκεία ένα είδος δηλητηρίου, και παραβλέποντας τεχνηέντως την πλήρη πρόταση, από την οποία συνάγεται ότι ο Μαρξ επιχειρεί να προβάλλει την παρηγορητική και συναισθηματική διάσταση της θρησκείας.

Γιατί συνέβη η παρανόηση αυτή; Ήταν τυχαία ή έγινε επίτηδες προκειμένου να διαμορφώσει μια παρανοημένη εικόνα για τον Μαρξ;  

Προσωπικά έχω την εντύπωση πως έχει μεγάλη σημασία για όσους εκφράζουν την επίσημη Εκκλησία η δημιουργία διχαστικών διλημμάτων και η κατασκευή «εχθρών», προκειμένου να μην μπορέσει ποτέ να αμφισβητηθεί η «αλήθεια» των δογμάτων που υποστηρίζει, έστω και αν αυτό σημαίνει απόρριψη του ορθού λόγου και των διδαγμάτων της επιστήμης.

Και ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι αυτονόητος: η διατήρηση του ρόλου της Εκκλησίας ως θρησκευτικής και κοσμικής αρχής, που βρίσκεται πέραν πάσης αμφισβήτησης και κριτικής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως και πριν, και κατά, αλλά και μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 η επίσημη Εκκλησία και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης πολέμησαν σφόδρα οποιαδήποτε προσπάθεια διάδοσης των αρχών του Γαλλικού Διαφωτισμού στην ελληνική επικράτεια.

Μάλιστα στο πλαίσιο αυτό λοιδορήθηκαν και αφορίστηκαν οι σημαντικότεροι εκφραστές του Διαφωτισμού, όπως ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Νεόφυτος Βάμβας κ.α. Μάλιστα η επίσημη Εκκλησία απαγόρευσε στους βιβλιοπώλες να πουλάνε βιβλία που δεν είχανε προηγουμένως υποβληθεί σε εκκλησιαστικό έλεγχο και δεν είχαν λάβει την σχετική άδεια-έγκριση, ενώ τα απορριπτόμενα έπρεπε να παραδίδονται στην πυρά.

Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα, 200 χρόνια μετά, υπάρχει ανοικτό ακόμα το ζήτημα με τον τρόπο με τον οποίο θα διδάσκονται τα θρησκευτικά, ως μάθημα, στα σχολεία, γεγονός που έφερε σε αντιπαλότητα τις δύο σημαντικότερες ενώσεις θεολόγων, καθώς η μία θεωρείται προοδευτική και η άλλη συντηρητική.

Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι στο ζήτημα αυτό η επίσημη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι η εφαρμογή της σχετικής απόφασης του ΣτΕ από το Υπουργείο Παιδείας, αποδεχόμενη στην ουσία τον διαχωρισμό των μαθητών σε εκείνους που θα παραμένουν στην αίθουσα και θα κάνουν μάθημα θρησκευτικών προσανατολισμένο αποκλειστικά και μόνο στην ορθόδοξη παράδοση, καθώς και σε εκείνους τους μαθητές που θα πρέπει να βγαίνουν εκτός αίθουσας και να απασχολούνται με άλλον τρόπο. Δηλαδή δεν συζητείται καν το ενδεχόμενο το μάθημα των θρησκευτικών να εξελιχθεί σε έναν διαθρησκειακό διάλογο των μαθητών με γνώμονα τον εντοπισμό των στοιχείων εκείνων που ενώνουν ώστε να αποφευχθεί ο θρησκευτικός φανατισμός και η μισαλλοδοξία.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο διχασμός αυτός ενυπάρχει στους κόλπους της ίδιας της Ιεράς Συνόδου, όπου συνυπάρχουν συντηρητικοί και προοδευτικοί μητροπολίτες, οι οποίοι μάλιστα πολλές φορές έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Έτσι από τη μια υπάρχει ο τέως μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος που ζητά την χειρότερη δυνατή αντιμετώπιση κοινωνικών ομάδων με σεξουαλικό προσανατολισμό που ο ίδιος δεν αποδέχεται, υπάρχει ο μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης Άνθιμος που υποστηρίζει πως δεν υπάρχουν άλλοι πλανήτες στο σύμπαν πέραν της γης, υπάρχει ο μητροπολίτης Σεραφείμ του Πειραιά που τα βάζει με τον τρόπο που οι άνθρωποι εκφράζονται ερωτικά στις προσωπικές τους στιγμές, ενώ στρέφεται και κατά των επιστημονικών απόψεων του επιστήμονα Στίβεν Χώκιγκ, αλλά και άλλοι μητροπολίτες που κατά κανόνα προβάλλουν έναν λόγο διαχωρισμού και διάκρισης, που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού και του μίσους. Από την άλλη, όμως, υπάρχει και ο μητροπολίτης Άνθιμος της Αλεξανδρουπόλεως που τα έβαλε με τον μητροπολίτη Αμβρόσιο και που ζήτησε μια λογική και σύμφωνα με τα παιδαγωγικά και επιστημονικά πρότυπα διδασκαλία των θρησκευτικών, υπήρχε και ο μητροπολίτης Παύλος Σιατίστης που τα έβαλε με την Χρυσή Αυγή, αλλά και άλλοι ιεράρχες που με πραότητα δείχνουν έμπρακτο ενδιαφέρον για τον οποιοδήποτε άνθρωπο και τις ανάγκες του.

Μήπως τελικά στην πράξη είναι άλλο πράγμα η πίστη (δηλαδή πιστεύω ότι υπάρχει μια ή περισσότερες ανώτερες δυνάμεις) και άλλο πράγμα η θρησκεία (η οργάνωση της πίστης σε δόγμα και σε οργανισμό);

Η θρησκεία, κατά κανόνα, είναι το μέσο που χρησιμοποιεί ο πιστός για να εκφράσει την πίστη του. Μήπως, όμως, μπορεί κανείς να πιστεύει χωρίς να ακολουθεί στενά και τυπικά τους κανόνες μιας θρησκείας;

Από την άλλη, όσοι συμμετέχουν ενεργά στο τυπικό που επιβάλλει μια θρησκεία, στην πραγματικότητα πιστεύουν ή νομίζουν ότι πιστεύουν;

Όσον αφορά την πίστη, είναι γεγονός πως άλλοι άνθρωποι πιστεύουν πως υπάρχει ανώτερη δύναμη και άλλοι όχι. Οι δεύτεροι αποκαλούνται άθεοι. Από αυτούς πάλι που πιστεύουν υπάρχουν όσοι θεωρούν πως οι θεοί ή οι θεές είναι πολλοί, όπως συνέβαινε με την αρχαία ελληνική θρησκεία ή συμβαίνει με τον ινδουισμό. Υπάρχουν, όμως, και όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει μία και μόνη ανώτερη δύναμη. Μπορεί να λέγεται Θεός ή Αλλάχ ή κάπως αλλιώς. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διαφορές σε σχέση με το πώς είναι αυτός ο Θεός ή το τι είναι οι εκπρόσωποί του. Για παράδειγμα για άλλους ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού και για άλλους ένας απλώς Προφήτης. Οι διαφορετικοί αυτοί τρόποι προσέγγισης και ερμηνείας της θεότητας, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν έριδες, διαμάχες και πόλεμοι, με αποτέλεσμα την διαίρεση των χριστιανών σε ορθόδοξους, καθολικούς, προτεστάντες, ευαγγελιστές, αγγλικανικούς κ.α και την διαίρεση των μουσουλμάνων σε σουνίτες, σιϊτες, αλεβίτες κ.α. Επίσης τα κράτη που ασπάστηκαν ένα συγκεκριμένο δόγμα ή θρησκεία ως επικρατούν ήλθαν σε αντιπαράθεση με όσα κράτη είχαν άλλο δόγμα ή θρησκεία. Τελικά η θρησκεία ενώνει ή χωρίζει;

Μήπως τελικά η θρησκεία είναι κυρίως ζήτημα γεωγραφίας ή οικογενειακής παράδοσης; Αν εμείς, που μεγαλώσαμε ως ορθόδοξοι, ζούσαμε τελικά μιαν άλλη ζωή στην γειτονική Τουρκία από Τούρκους γονείς, τι πιθανότητες θα είχαμε να είμαστε χριστιανοί;

Ή αν ζούσαμε στην Ιταλία από καθολικούς γονείς, δεν θα θεωρούσαμε ως αυτονόητο να ακολουθούμε το δόγμα της καθολικής Εκκλησίας;

Είναι λογικό να θεωρεί ο ορθόδοξος τον καθολικό αιρετικό και το αντίστροφο;

Όπως έχει πει και ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος: «αν ζούσα πιο ανατολικά μπορεί να ήμουν χότζας και αν ζούσα πιο δυτικά μπορεί να ήμουν καρδινάλιος».

Αλήθεια αξίζει αυτός ο φανατισμός και η επιδίωξη της μιας και μόνης αλήθειας; Ή έχει μεγαλύτερη σημασία η προσπάθεια αναζήτησης των κοινών σημείων που υπάρχουν στις θρησκείες;

Το ζήτημα δημιουργείται διότι υπάρχουν πολλές θρησκείες, και η κάθε μία διεκδικεί για τον εαυτό της, ότι είναι η πιο σωστή. Τι μπορεί να ισχύει λοιπόν;

Είτε μία θρησκεία είναι η σωστή και οι υπόλοιπες λάθος, οπότε πρέπει να ανακαλύψουμε ποια είναι αυτή.

Είτε όλες οι θρησκείες είναι σωστές, οπότε υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που μπορεί να ερμηνευθεί και να προσεγγιστεί με πολλούς τρόπους.

Είτε όλες οι θρησκείες είναι λάθος, οπότε όλες προσπαθούν ατελώς να προσεγγίσουν ή να ερμηνεύσουν την θεότητα.

Επίσης εκτιμώ ότι σχεδόν σε κάθε θρησκεία υπάρχουν τρεις σημαντικές διαστάσεις: α) το λειτουργικό μέρος, β) το μεταφυσικό μέρος και γ) το φιλοσοφικό μέρος.

Παίρνοντας ως αφετηρία την ορθόδοξη πίστη, στο λειτουργικό μέρος εντάσσονται όλα τα μυστήρια και οι λειτουργίες που τελούνται εντός  ή εκτός των ναών. Ο εκκλησιασμός της Κυριακής είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Στο μεταφυσικό μέρος, ο πιστός καλείται να αποδεχθεί ως αληθινά και άνευ απόδειξης τόσο την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης, που μπορεί να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όσο και μια σειρά από γεγονότα που με βάση την λογική και την επιστήμη υπερβαίνουν τους κανόνες της φυσικής. Αυτά  είναι η πίστη στην Ανάσταση των νεκρών, η ύπαρξη ενός κόσμου-παραδείσου στο οποίο εισέρχονται μετά θάνατον οι ψυχές, η σύλληψη της Παναγίας χωρίς την σωματική συνάφεια, η ύπαρξη θαυμάτων από αγίους. Πρόκειται για φαινόμενα που ο πιστός καλείται να τα αποδεχθεί, χωρίς να είναι δυνατή η ορθολογική επεξεργασία τους. Με απλά λόγια, τα φαινόμενα αυτά ο πιστός ή τα αποδέχεται ή όχι.

Στο φιλοσοφικό μέρος πάλι, υπάρχει η διδασκαλία και τα ηθικά διδάγματα της θρησκείας, όπως αυτά προέβαλλε ο Χριστός, οι Πατέρες της Εκκλησίας και άλλα πρόσωπα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, που καταδεικνύει την κορυφαία υποχρέωση που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος προς έναν άλλο συνάνθρωπό του, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος ή θρησκείας.

Δυστυχώς τα ηθικά αυτά διδάγματα παρερμηνεύονται ή παραβλέπονται επίτηδες από πολλούς εκπροσώπους της εκκλησίας αλλά και από πιστούς, με αποτέλεσμα μεγάλη πλειοψηφία να θεωρεί πως αρκεί η τήρηση των υποχρεώσεων του λειτουργικού μέρους για να είναι ευχαριστημένος ο Θεός μαζί τους, να εξασφαλίσουν έτσι την εύνοιά Του, και ενδεχομένως και μια θέση στον Παράδεισο.

Είναι αυτό που λέει και ο Καντ, πως αντί να καλλιεργείται η αρετή, καλλιεργείται η ευσέβεια, αντί να καλλιεργείται η κοπιώδης εγρήγορση για την αρετή, καλλιεργείται η άκοπη προσδοκία της χάρης, μετατρέποντας την πίστη σε ένα δούναι και λαβείν, κάτι που υποστήριζε και ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο «Ευθύφρων».

Μήπως είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι το νόημα της ζωής δεν το παραλαμβάνουμε απλώς και μόνο γιατί βαπτισθήκαμε στο όνομα μιας πίστης; Μήπως πρέπει να κατανοήσουμε ότι το νόημα της ζωής δεν το παραλαμβάνουμε μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία της γέννησης μας, όπως είναι η οικογένεια, το φύλο, η εθνικότητα, η θρησκεία, αλλά αποτελεί μια συνεχή και διαφορετική προσπάθεια αναζήτησης για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά; Γιατί πρέπει να είμαστε εχθροί με αυτόν που πιστεύει κάτι διαφορετικό σε σχέση με εμάς;

Εκτιμώ ότι στο συγκεκριμένο σημείο, μεγάλη σημασία έχει ο ρόλος που θα διαδραματίσει η επίσημη Εκκλησία. Ο ρόλος της πρέπει να είναι ενωτικός και όχι διχαστικός, διότι αλλιώς διαστρεβλώνεται το αληθινό νόημα της χριστιανικής διδασκαλίας.

Άλλωστε και τον Χριστό, το ιερατείο της εποχής του Τον καταδίκασε. Ο Χριστός καταδικάσθηκε από το ιερατείο της εποχής του, που δεν Τον πίστεψε, καθώς και από μέρος του λαού, που απογοητεύθηκε γιατί δεν υπήρξε πολιτικός επαναστάτης που θα τους απελευθέρωνε από τον ζυγό των Ρωμαίων. Με απλά λόγια θεωρούσαν τον Θεό κάτι άλλο από αυτόν που ήταν.

Την εποχή που έζησε ο Χριστός, κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, προνομιούχος ήταν αυτός που είχε πλούτο, εξουσία, γνώση και υγεία. Αυτό σήμαινε πως όποιος δεν είχε πλούτο, εξουσία, μόρφωση ή υγεία ήταν υποχρεωμένος να ζει μια πολύ δύσκολη ζωή. Ο Χριστός, όμως μπορούσε να του δώσει κάτι που δεν έδινε κανείς άλλος: την ελπίδα. Και η ελπίδα είχε δύο διαστάσεις. Η μία ήταν σε μεταφυσικό επίπεδο με την μετά θάνατον ζωή. Η άλλη όμως ήταν μια ελπίδα χειροπιαστή, ότι όντως υπάρχει κάποιος που ενδιαφέρεται για αυτούς. Έτσι δεν ένιωθαν οι άνθρωποι αυτοί αποκλεισμένοι ή παρατημένοι.

Ο Χριστός δεν έκανε αποκλεισμούς, αλλά πήγαινε σε όλους τους  ανθρώπους που τον φώναζαν και είχαν ανάγκη για μια πιο καθαρή καρδιά. Πήγαινε στους Ρωμαίους, στους τελώνες, στις εταίρες. Πήγαινε σε όλους, μεγάλους και μικρούς, δυνατούς και αδύνατους, υγιείς και αρρώστους, πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους, τονίζοντας τη σημασία που έχει το ενδιαφέρον και η αγάπη για όλους τους ανθρώπους.

Ταυτόχρονα ο Χριστός τόνιζε την ανάγκη ο φτωχός, ο αδύνατος και ο αμόρφωτος να προσπαθήσει να αγαπήσει, να κατανοήσει και να συγχωρέσει τον, ενδεχομένως, άδικο πλούσιο, δυνατό και μορφωμένο.

Ο σκοπός για τον Χριστό ήταν δηλαδή να ενώσει όλους τους ανθρώπους, να κατανοήσουν τις αδικίες τους, με σκοπό να μετανοήσουν, δηλαδή να μεταστρέψουν τον νου τους.

Πόσο κοντά στο αληθινό πνεύμα της διδασκαλίας και των ίδιων των πράξεων εκδήλωσης αγάπης και ενδιαφέροντος από τον Χριστό προς όλους τους ανθρώπους είναι τα λεγόμενα και οι συμπεριφορές πολλών εκπροσώπων ή πιστών της σύγχρονης Εκκλησίας;

Μήπως τελικά η μεταστροφή προς τις πραγματικές αρχές του Χριστιανισμού, πρέπει να ξεκινήσει από τους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας;

Η δυνατότητα προς μεταστροφή, όπως τονίζει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ανήκει στο φυσικό θέλημα, δηλαδή στον εξοπλισμό που έχει εμφυτευθεί στον άνθρωπο ως δύναμη προς επιθυμία της μεταστροφής (εν δυνάμει), αλλά το είδος και η προοπτική της μεταστροφής ανήκει στο γνωμικό θέλημα, δηλαδή στον χειρισμό της φυσικής δύναμης από κάθε πρόσωπο (εν ενεργεία). Και η μεταστροφή πρέπει να είναι αποτέλεσμα ελευθερίας και όχι προσηλυτισμού, δηλαδή προϊόν εξαναγκασμού μέσω πλάνης, απάτης ή απειλής.

Άραγε οι επίσημοι εκπρόσωποι της θρησκείας σήμερα αντιμετωπίζουν την θρησκεία ως δηλητήριο ή ως παρηγοριά;

Νίκος Σεργκενλίδης
Νομικός – Αρθρογράφος

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Νίκος Σεργκενλίδης
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Έπος Καραγκιοζιάδα – Εθνική Φαρσοκωμωδία*

«Τα λόγια του παράλογα, μα τόσο λογικά σε εποχές απέραντης απερισκεψίας» Δημήτρης Αβούρης …