Μία μορφή που κατά τα πρώτα παιδικά μας χρόνια κυριαρχούσε στο αρχαιοελληνικό πάνθεον ήταν η Ωραία Ελένη. Αργότερα στο γυμνάσιο και στο λύκειο συναντούσαμε την Ελένη στο δράμα. Βασικό έργο αναφοράς η Ελένη του Ευριπίδη που γράφτηκε το 412 π.Χ και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά την ίδια εποχή, δηλαδή μόλις είχε τελειώσει η Σικελική εκστρατεία με την πανωλεθρία του αθηναϊκού στόλου. Παράλληλα την ίδια εποχή αναπτύσσεται το κίνημα των σοφιστών που είχε αρχίσει να αμφισβητεί πατροπαράδοτες αξίες και προκαλούσε με την κριτική των εκπροσώπων του κρίση στο δημοκρατικό πολίτευμα και φαινόμενα ασέβειας.
Πολύ αργότερα, μελετώντας φιλοσοφία και σοφιστές, ανακάλυψα τον περίφημο σοφιστή Γοργία (485 – 380 π.Χ.) που το 427 π.Χ. ήρθε από τους Λεοντίνους στην Αθήνα, όπου σταδιοδρόμησε ως σοφιστής. Ο Γοργίας ανάμεσα στα άλλα έγραψε το έργο Ἑλένης ἐγκώμιον όπου αναλαμβάνει να αποδείξει ότι η Ελένη δεν ευθύνεται που ακολούθησε τον Πάρη, όποιος και αν ήταν ο λόγος (: 1) οι θεοί και η τύχη, 2) η βία, 3) ο πειστικός λόγος και 4) ο έρωτας). Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις τέσσερις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές από τη θέληση ενός ανθρώπου. Το συμπέρασμά του:
πῶς οὖν χρὴ δίκαιον ἡγήσασθαι τὸν τῆς Ἑλένης μῶμον, ἥτις εἴτ’ ἐρασθεῖσα εἴτε λόγῳ πεισθεῖσα εἴτε βίᾳ ἁρπασθεῖσα εἴτε ὑπὸ θείας ἀνάγκης ἀναγκασθεῖσα ἔπραξεν ἃ ἔπραξε, πάντως διαφεύγει τὴν αἰτίαν;
(Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να θεωρήσει δίκαιη τη μομφή εναντίον της Ελένης αφού, είτε ερωτεύτηκε, είτε πείσθηκε με λόγια, είτε αρπάχτηκε με τη βία, είτε εξαναγκάστηκε από θεϊκή ανάγκη και έκανε ό,τι έκανε, οπωσδήποτε απαλλάσσεται από την κατηγορία; Μετάφραση Π. Καλλιγάς).
Δεν θα επεκταθούμε στις πολλές παραλλαγές του μύθου της Ελένης. Θα περάσουμε στα νεότερα χρόνια, πολλά γράφτηκαν για την Ελένη, θα περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα από την νεοελληνική ποίηση.
Ο Κωστής Παλαμάς γράφει:
«Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου
την πηγή χυμένη εγώ,
το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου
και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·
γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου
θεόπλαστο ολοζωντανό
θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν
πόλεμο και χαλασμό».
Στην πολύστιχη Οδύσσειά του ο Νίκος Καζαντζάκης:
«Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα …»
Στη γενιά του τριάντα όλοι οι ποιητές μιλάν για την Ελένη.
Ο Οδυσσέας Ελύτης «Ελένη»:
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός;
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα;
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
κι είμαστε – σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Ο Γιάννης Ρίτσος στο ομότιτλο ποίημα:
Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους –
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης – οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα – έτσι λένε, – οδηγοί καραβιών· – Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, – ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.
Και ο Γιώργος Σεφέρης στο περίφημο ποίημα Ελένη:
“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.
[…] Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
“Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια” φώναζε.
“Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία”.
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κλείνουμε τον περίπατό μας με τον Κύπριο μεγάλο σύγχρονο ποιητή, Κυριάκο Χαραλαμπίδη:
“ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΕΛΕΝΗ” (ΜΕΘΙΣΤΟΡΙΑ, 1995)
Ήρθα σ᾽ αυτό τον ξένο τόπο κι είχα
στην τσέπη μου τριάντα δυο δραχμές.
Της εσθήτος μου η πόρπη χαλασμένη
και τα λευκά ποδάρια μου με μώλωπες.
Ο Πάρις στη βιασύνη να με πάρει
μ᾽ έσυρε χάμω κι έσπασε το βάζο
των αρωμάτων μου. Του λέω “μην κάνεις
έτσι, καλέ μου, ιδού δικιά σου θα ᾽μαι”.
Με κείνος άγουρος πολλά και ξαναμμένος
μες στο παλάτι έρωτα γυρεύει
κι εγώ η ανόητη με δυο παιδιά
στην κούνια και με δίχως να ντραπώ
το νυφικό στεφάνι μου πατώ
Αναρωτιέμαι, γιατί τόσο πολλοί οι Έλληνες, διαχρονικά αγαπούν την Ελένη. Μια απάντηση βρήκα: γιατί κρύβει όλες τις αντιφάσεις μας. Κρύβει τη γοητεία της ζωής και του θανάτου…
Αιώνια Ελληνική φωνή Ελένη, καστροκαταλύτρα…
Έντιμοι Απατεώνες…
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής