Ο υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την «Ξάνθη για Όλους» μοιράζεται τις σκέψεις του για την προοπτική της πόλης, το ρόλο της αυτοδιοίκησης και τη στάση και συμβολή των νέων σε όσα σχεδιάζονται για τον τόπο
«Ε»: .Τι σε ωθεί στην ενασχόληση με τα κοινά και πρωτίστως με την αυτοδιοίκηση;
Σ.Τ.: Η ενασχόληση με τα κοινά δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια φιλοσοφία και έναν τρόπο ζωής ενός πολίτη που αντιλαμβάνεται τόσο τα δικαιώματά του όσο και τις υποχρεώσεις του. Είναι δικαίωμα του καθενός να ζητά να του παρέχουν καλύτερες υποδομές, καλύτερες υπηρεσίες και ένα καλύτερο περιβάλλον για να ζει. Όταν όμως αυτά δεν ικανοποιούν ή δεν υπάρχουν, τότε είναι υποχρέωση μας να παρέμβουμε με την άποψη μας, με τη συμμετοχή μας και με τη δράση μας ώστε να αλλάξουμε ή να βελτιώσουμε κατά το δυνατό την κατάσταση. Η αυτοδιοίκηση είναι το πιο άμεσο πεδίο στο οποίο μπορούμε να κάνουμε πράξη αυτά που σκεφτόμαστε. Δεν γίνεται να απαιτείς κάτι καλύτερο για τη χώρα σου όταν δεν φροντίζεις πρώτα για τα του οίκου σου. Όπως και να έχει ανήκω σε μια γενιά, επιστημονικά καταρτισμένη, που λόγω της κρίσης επηρεάστηκε δραματικά. Πολλοί εγκατέλειψαν τη χώρα για ένα καλύτερο και αξιόπιστο μέλλον ενώ άλλοι που παρέμειναν εδώ, εγκλωβίστηκαν στην ελληνική πραγματικότητα. Θέλω να εκπροσωπήσω τη γενιά μου και να διεκδικήσω όσα της στερήθηκαν σε σχέση με τις άλλες γενιές. Ένα καλύτερο μέλλον σε έναν καλύτερο τόπο, για μία Ξάνθη για όλους και όχι για τους λίγους. Αυτοί ήταν και οι βασικοί λόγοι συμμετοχής μου σε μία δημοτική κίνηση πολιτών που μοιράστηκε τις ίδιες σκέψεις και ανησυχίες με εμένα.
«Ε»: Τι λείπει περισσότερο από την πόλη;
Σ.Τ.: Πριν μπούμε σε οποιαδήποτε ιεράρχηση ας αναρωτηθούμε το εξής. Η πόλη είναι διαφορετική ή ίδια σε σχέση με πριν από 10 χρόνια; Η Ξάνθη αν εξαιρέσει κανείς την δραστηριότητα των επιχειρηματιών, των συλλόγων και των εθελοντών πολιτών της που δώσανε και δίνουν ένα άλλο στίγμα, είναι ό,τι ακριβώς θυμόμαστε από την προηγούμενη δεκαετία. Οι υποδομές είναι ίδιες, αν όχι σε χειρότερη κατάσταση, οι θεσμοί υπάρχουν αλλά είτε λειτουργούν καιροσκοπικά με λογικές άλλων εποχών είτε υπολειτουργούν και η στρατηγική της είναι ανύπαρκτη. Κανείς δεν έχει καταλάβει γιατί το brand name της Ξάνθης ακόμα και σήμερα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στο Καρναβάλι της και σε μερικά ακόμα τοπικά δρώμενα, που εφόσον δεν εξελίσσονται τότε καταντούν παρωχημένα χωρίς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Σχετικά με την αξιοποίηση των κονδυλίων τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Ο Δήμος κατατάσσεται στην τελευταία θέση απορρόφησης κονδυλίων σε επίπεδο περιφέρειας που αφορούν προγράμματα όπως το «Φιλόδημος» και το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα. Κονδύλια που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην βελτίωση όσων συζητήσαμε. Επομένως θα μπορούσαμε να καταλήξουμε πως αυτό που λείπει περισσότερο και οδηγεί στην κατάσταση που βιώνουμε σήμερα είναι η απουσία ικανότητας και οράματος. Η ικανότητα να διαχειρίζεσαι τα ζητήματα μιας πόλης με ένα αντίστοιχο όραμα που να την μετατρέπει φιλική προς τους πολίτες της. Που να σέβεται το δικαίωμα προσβασιμότητας όλων των πολιτών με ασφάλεια σε όλα τα σημεία, που να διαθέτει σύγχρονες υποδομές ανάλογες με τις ανάγκες τους και υπηρεσίες που να διευκολύνουν και να βελτιώνουν την καθημερινότητά τους.
«Ε»: Πώς νιώθεις ότι μπορείς να είσαι χρήσιμος μέσω της αυτοδιοίκησης;
Σ.Τ.: Η αλήθεια είναι πως διαθέτω ήδη μια σχετική εμπειρία στη αυτοδιοίκηση όντας εκλεγμένο μέλος του τοπικού συμβουλίου της Ξάνθης. Παράλληλα εκπροσωπώ και συναδέλφους μου μηχανικούς σε πανελλήνιο και τοπικό επίπεδο ως εκλεγμένο μέλος αντιπροσωπειών και εργάζομαι ως ελεύθερος επαγγελματίας μηχανικός. Θεωρώ πως ο συνδυασμός της επιστημονικής και επαγγελματικής μου κατάρτισης με την τριβή μου στα κοινά του τόπου, είναι σε θέση να με οδηγήσουν σε ένα βήμα παραπάνω. Σίγουρα ως μηχανικός μπορώ να έχω μια πλήρη άποψη για τα ζητήματα των υποδομών γενικά, από την φάση σχεδιασμού και χρηματοδότησης, ως και την υλοποίηση και την φάση λειτουργίας. Γενικότερη πεποίθηση μου πάντως είναι πως ανήκω στη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, δηλαδή σε μια γενιά που βρίσκεται στην παραγωγική της ηλικία και θα αποκτήσει ή μόλις έχει αποκτήσει οικογένεια. Αυτή η ιδιότητα που από μόνη της σε κάνει να σκέφτεσαι πολυσύνθετα, στο τέλος σε οδηγεί να σκέφτεσαι και πληρέστερα για το πώς βελτιώνεται μια κοινωνία. Βιώματα μιας μητέρας που δεν μπορεί να κυκλοφορήσει με το καρότσι της με ασφάλεια, ενός νηπίου που ενδεχομένως να μην υποστηρίζεται από τον Δήμο όσον αφορά την προσχολική του αγωγή ή μιας νέας οικογένειας που δεν μπορεί να βρει χώρους αναψυχής και πρασίνου για να περάσει ποιοτικά την Κυριακή της χωρίς να απομακρυνθεί από την πόλη.
«Ε»: Οι νέοι θα λέγαμε ότι υποεκπροσωπούνται στα συλλογικά όργανα. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό; Απέχουν οι νέοι από τις εκλογές ή δεν εμπιστεύονται οι μεγαλύτεροι;
Σ.Τ.: Οι λόγοι είναι λίγο βαθύτεροι αρχικά. Στην Ελλάδα της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης η πολιτική έχει απαξιωθεί. Όχι μόνο νέοι αλλά και γενικά άνθρωποι που θα ήταν σε θέση να προσφέρουν στα κοινά, έχουν γυρίσει την πλάτη στην πολιτική. Οι απαρχαιωμένες κομματικές αντιλήψεις, οι πολιτικοί καριέρας και οι γραφειοκρατικοί θεσμοί, δεν είναι καθόλου ελκυστικές καταστάσεις ειδικά για κάποιον νέο άνθρωπο. Ο κάθε νέος, μιλώντας ηλικιακά, έχει το άγχος να πετύχει αρχικά στις σπουδές του και ακολούθως στα πρώτα του βήματα της παραγωγικής του ηλικίας. Δεν επιθυμεί να εμπλακεί στα κοινά, μιλώντας θεσμικά, παρά μόνο να μείνει προσηλωμένος στα όνειρα του και στις ανάγκες του. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως οι νέοι δεν είναι πολιτικοποιημένοι. Έχουν άλλες διεξόδους να εκφραστούν και διαφορετικούς θεσμούς να δηλώσουν ενεργοί πολίτες. Τοπικό παράδειγμα είναι το Ρολόι των Νέων. Σχετικά όμοια παραδείγματα είναι οι πολιτιστικοί και εθελοντικοί σύλλογοι στους οποίους συμμετέχουν πολλοί νέοι άνθρωποι. Δεν θέτω θέμα εμπιστοσύνης από τη μεγαλύτερη γενιά, ίσως μόνο τη ματαιόδοξη επιμονή ολίγων, να θέλουν να διαδραματίζουν έναν ρόλο αιωνίως. Αυτό που ζητάω από τη μεγαλύτερη γενιά είναι να σταθεί στο πλάι της νεότερης και να της μεταδώσει την εμπειρία της. Αυτό που ζητάω από τη δική μου γενιά και τους νεότερους είναι να αντιληφθούμε ότι τίποτε δεν πρέπει να μας χαριστεί. Πρέπει να το διεκδικήσουμε στον βαθμό που μπορεί ο καθένας μας και όχι να θεωρούμε δεδομένη την συμμετοχή μας στο όνομα μιας ανάποδης επετηρίδας ή βασιζόμενοι απλά στην «άφθαρτη» εικόνα μας.
«Ε»: Αρκεί κάποιος να είναι ηλικιακά νέος για να εκπροσωπήσει τη νέα γενιά;
Σ.Τ.: Στην Ελλάδα των υπερβολών ταυτίσαμε το «νέος» με την ηλικία και με το «πρωτοεμφανιζόμενος». Αυτό που κάνει κάποιον πραγματικά νέο είναι να σκέφτεται πρωτοπόρα, καινοτόμα και να αποτελεί κάτι μοναδικό. Να έχει φρέσκες ιδέες που να ανταποκρίνονται στα σύγχρονα δεδομένα και να επιδεικνύει μια θέληση και τόλμη ώστε να κινητοποιεί και άλλους μαζί του. Να διαθέτει τόση εμπειρία και γνώση ώστε να είναι αποτελεσματικός σε αυτό που κάνει. Να μπορεί να αντιληφθεί σε σύνολο τα προβλήματα της νεότερης γενιάς, τις ανησυχίες και τις ανάγκες της είτε έχοντας πολύ καλή γνώση των πραγμάτων είτε έχοντας βρεθεί στην θέση αυτή. Επομένως αυτά δεν είναι χαρακτηριστικά κάποιου απαραίτητα νέου ηλικιακά ανθρώπου αλλά αφορούν όποιον και αν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα νέων ανθρώπων που επιλέχθηκαν μόνο και μόνο για την ηλικία τους και στο τέλος, άθελα τους λόγω έλλειψης εμπειρίας και ικανότητας, απογοήτευσαν. Δεν είναι λίγα και τα παραδείγματα εκπροσώπων της μεγαλύτερης γενιάς που τους αρκεί μία φωτογραφία πλάι στους νέους ή μια αναφορά ώστε να ταυτίσουν την εικόνα τους με αυτούς, επειδή ακριβώς βασίζονται στην στρεβλή αντίληψη περί του «νέου». Δυστυχώς στην Ελλάδα επιμένουμε πολύ στην εικόνα και όχι στο περιεχόμενο, ενθουσιαζόμαστε με κάτι νέο χωρίς να ερευνούμε το τι ακριβώς είναι. Αυτό αδικεί πρωτίστως τους νέους ανθρώπους και σίγουρα πρέπει να αλλάξει.
«Ε»: Αυτό που λείπει ως φιλοσοφία και βίωμα γενικά στην ελληνική πολιτική σκηνή είναι η απουσία συνεργασιών, στη βάση μικροκομματικής λογικής και σκοπιμοτήτων. Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι με λιγότερα «ένσημα» στην αυτοδιοίκηση μπορούν να συνδράμουν σε μία νέα προσέγγιση συνεργασίας και παραγωγικού διαλόγου στην πολιτική;
Σ.Τ.: Ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι δεν βοήθησαν στο να αποκτήσουμε ως χώρα μια διαφορετική αντίληψη για την πολιτική. Οι πολιτικοί «πόλοι» ανέκαθεν εξαντλούσαν την δυναμική τους στις διαμάχες παρά στις συνεργασίες. Παρόλα αυτά ας συζητήσουμε για το τώρα, που περνάμε στην εποχή του «Κλεισθένη» στην αυτοδιοίκηση. Αν το «λιγότερα ένσημα» σημαίνει και μια διαφορετική κουλτούρα, τότε ναι, μπορούμε να ελπίζουμε στην προοπτική συνεργασιών και διαλόγου. Ούτως ή άλλως απαιτείται από πριν μια κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των μελλοντικών συμβουλίων που όμοια της δεν έχουμε συναντήσει ως τώρα. Εφόσον δεν θα υπάρχουν μονοπαραταξιακές πλειοψηφίες τότε ο μοναδικός τρόπος λήψης αποφάσεων περνάει μέσα από τον διάλογο και την συνεργασία και αυτό οφείλουν να το καταλάβουν όλοι. Επίσης περνάει μέσα από την προγραμματική σύγκλιση και τις πολιτικές συμφωνίες με διαφανείς όρους και όχι κάτω από το τραπέζι. Μόνο με αυτόν τον τρόπο δεν θα υπάρχουν σκιές και φαινόμενα συνδιαλλαγής στην μελλοντική λειτουργία των συμβουλίων. Έτσι θα απομονωθούν πολιτικά παράγοντες που θα προσπαθήσουν να εκβιάσουν κατά τη λήψη αποφάσεων προς προσωπικό ή κομματικό όφελος. Εφόσον όλα αυτά γίνουν κατανοητά και σεβαστά, τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα κοινό πνεύμα συμβιβασμών και συμφωνιών για το καλό του τόπου. Πιστεύω πάντως πως οι νεοεισερχόμενοι, απαλλαγμένοι από βιώματα και βάρη που χαρακτήρισαν άλλες γενιές, οφείλουν να αναλάβουν και την πολιτική ευθύνη να ηγηθούν μιας τέτοιας νέας κουλτούρας. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν θα τα καταφέρουν.