Ο Στέφανος Ιωαννίδης γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1923 και έφυγε από τούτη τη ζωή την Πρωτομαγιά του 2001. Ήταν για την Ξάνθη και για τη Θράκη ευρύτερα πρωτοπόρος και καινοτόμος εργάτης του πνεύματος και του πολιτισμού.
Στο Στέφανο Ιωαννίδη, στη ζωή και στο έργο του, η βαθιά και ουσιαστική σχέση θεωρίας και πράξης, κατά πολύπλευρο τρόπο, είναι διαρκής και αδιάλειπτη.
Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια άρχισε να δημοσιεύει πεζά και ποιητικά του έργα, που βραβεύονται και διακρίνονται για τον ανθρωπισμό και την κοινωνική του αντίληψη.
Μέγιστη είναι η συμβολή του Στέφανου Ιωαννίδη στην αυτο-γνωσία μας ως Θρακιωτών με την έκδοση το 1960 του περιοδικού «Θρακικά Χρονικά», που αποτελεί το βασικό πυρήνα της Θρακογνωσίας στον τόπο μας.
Το ενδιαφέρον του Στέφανου Ιωαννίδη για την ιστορία της Ξάνθης και της Θράκης τοποθετείται από πολύ παλιά. Ήδη από το 1958 αρχίζει να δημοσιεύει τους καρπούς των ιστορικών, λαογραφικών και φιλολογικών του αναδιφήσεων.
Το 1952 μαζί με άλλους και άλλες κατοίκους της Ξάνθης συμμετέχει στην ίδρυση της Φιλοπρόοδης Ένωσης Ξάνθης ΦΕΞ, ενός πολιτιστικού φορέα που δημιούργησε Βιβλιοθήκη, Λαογραφικό Μουσείο, Εργαστήρια χορού, θεάτρου, κινηματογράφου. Ο Στέφανος Ιωαννίδης για πολλές δεκαετίες ήταν η ψυχή της ΦΕΞ και γενικότερα του πολιτιστικού κινήματος στην περιοχή. Για τριάντα χρόνια 1954 – 1984 ήταν όχι μόνο ο διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης αλλά και ο «δάσκαλος» της νέας γενιάς.
Εδώ στη Θράκη, καθώς το μέλλον της συναρτάται με την αυτογνωσία, τον αυτοκαθορισμό και την πολιτιστική συγκρότηση, η παρουσία όλων των συγχρόνων εργατών του πνεύματος, αποτελεί προϋπόθεση απαραίτητη για την ανάπτυξή της. Κυρίαρχος σ’ αυτήν την πορεία είναι ο ρόλος του Στέφανου Ιωαννίδη.
Ο Στ. Ιω. αγωνίστηκε επίσης για την Παλιά Πόλη της Ξάνθης και για τους παραδοσιακούς οικισμούς, για το χώρο των Αρχαίων Αβδήρων, για την ανάδειξη των Στενών του Νέστου και για τη γενικότερη πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη του Νομού Ξάνθης με προτάσεις μέσα από τα «Θρακικά Χρονικά» και τη ΦΕΞ.
Ήταν πάντα ένας νέος που ερχόταν σε επαφή με τους νέους και αγαπούσε τους άλλους. Τι λέγει, όμως, για τη δική του εφηβική ηλικία ο Στέφανος Ιωαννίδης;
Στο τόμους δύο τόμους «Οδοιπορικό μες στο χρόνο», σε κείμενα αυτοβιογραφικά, μιλά για τον εαυτό του, τη ζωή και το έργο του. Ο πρώτος τόμος τιτλοφορείται «Έργα διάνοιξης ατραπών» και ο δεύτερος «Κάμινος πυρός καιομένη, του Πολέμου, της Κατοχής».
Και από τους δύο τόμους επιλέγουμε κάποια αποσπάσματα χαρακτηριστικά για την όλη πορεία και τον αγώνα του στα εφηβικά χρόνια.
«Γεννημένος σε μια γνήσια προλεταριακή οικογένεια, πάμπτωχη, χωρίς καμία καλλιέργεια, και μεγαλωμένος σε μια καθαρά εργατική γειτονιά. Στα πενήντα σπίτια περίπου της γειτονιάς μου μετρημένα τα σπίτια των μικροεπαγγελματιών. Ένας κουρέας, ένας τσαγκάρης, ένας σωφέρ, κάποιος κλητήρας σε δημόσια υπηρεσία και όλοι οι άλλοι, δύο και τρεις ή ίσως και περισσότεροι από κάθε σπίτι, καπνεργάτες. Ούτε μια εξαίρεση, κάποιου που να εμπνέει κάποιες ανησυχίες. Και ακόμη τα δύο τρία σπίτια, όπου η οικογένεια ήταν μικροαστική -ας πούμε οι Χατζηγρηγοραίοι- ή ως ένα σημείο και της ίδιας της θείας μου της Βικτώριας, σνόμπαραν τους καπνεργάτες. Ήταν η αριστοκρατία της εποχής εκείνης. Μέσα στη γειτονιά; Καυγάδες των γυναικών, ομηρικοί και ατέλειωτοι, μαλλιοτραβήγματα, ψυχαγωγία, ο κυριακάτικος περίπατος, μια γκαζόζα στη Ρέμβη ή ένας κινηματογράφος με τον Ραμόν Νοβάρο ή τη Μαίρη Σαγιάνου. Τα παιδιά, με τα παιχνίδια τους στη γειτονιά και κάποιες αδιόρατες ταξικές διαφορές, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά. Στο σπίτι μέσα, μοναδική πνευματική τροφή ο «Θεατής», παλιότερα, θυμάμαι στα πολύ μικρά χρόνια, κάποιες επιφυλλίδες με το Λήσταρχο Γιαγκούλα, στον τοίχο η Γενοβέφα και κάποιος στρατιωτικός σε ένα κάδρο με χρυσά γαλόνια, γένια και επωμίδες. Κάτι μεταξύ Γερμανού και Ρώσου, ποιος θυμάται; […]
Ως τότε λοιπόν και από τότε και μετά, είχα ολοκληρωτική άγνοια για το τι είναι λογοτεχνία, αν υπάρχουν, τι είναι και ποιοι είναι οι Έλληνες λογοτέχνες, ακόμη ποιο πολύ οι ξένοι. Δεν είχα διαβάσει και τότε και στα πρώτα χρόνια του πολέμου κανένα απολύτως λογοτεχνικό βιβλίο. Νομίζω ότι τη λογοτεχνία την ανακάλυψα με τους Αθλίους του Βικτόρ Ουγκώ. Ναι! Ήταν και κάποιος λαϊκός φιλόσοφος – πώς τόσα χρόνια δεν τον έχω θυμηθεί! – ο Μαυρουδής. Πώς έγινε και πήγαινα στο σπίτι του δεν θυμάμαι. Όμως μου έδινε βιβλία και διάβαζα, κατά τα χρόνια της κατοχής. Μια μεγάλη ανακάλυψη! Η «σιδηρά διαθήκη» του Δημητρακόπουλου. Ήταν την εποχή εκείνη κάτι το αφάνταστα σπουδαίο να έχεις διαβάσει τη σιδηρά διαθήκη. Ο κόκορας που μπλέκει Χριστό και Σωκράτη και δεν ξέρω τι άλλο. Ό,τι αποπροσανατολιστικό για το παρθένο μυαλό μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια άλλα ήταν τα διαβάσματά μου. Πάντως ό,τι και να ‘ταν, κάτι τέτοια λαϊκίστικα. Έπειτα η κατοχή. Αναγκαστικό σκοτάδι. Δεν βρέθηκε κανένας να με καθοδηγήσει. Καταφυγή μου η εκκλησία. Μεγάλο γεγονός το τελευταίο Πάσχα πριν από την κατοχή, που πήρα στο σεντόνι το σώμα του Χριστού τη Μεγάλη Πέμπτη. Και κατά τη βουλγαρική κατοχή έβρισκα καταφύγιο μέσα στην εκκλησία. Ευλάβεια και κατάνυξη. Έξω, παρέες στο πάρκο, όλη μέρα άσκοπες και άχρηστες συζητήσεις. Φανατισμός, ενάντια στη Βουλγαρία. Πείνα, αρρώστιες, οι ρευματισμοί. (Όμως μην απομακρύνομαι από το στόχο). Στα τέλη της κατοχής μόνο βουλγαρική εφημερίδα και, όπως έγραψα δυο φορές κιόλας, η εγκυκλοπαίδεια που κυριολεκτικά την είχα ξεκοκαλιάσει. Μετά η απελευθέρωση που για μένα συνοδεύτηκε με την αρρώστια, απομόνωση από όλον τον κόσμο, ή καλύτερα εγκατάλειψη από όλον τον κόσμο […].
Το είπα και το ξανά ‘πα και είναι να ξαναλέγεται σε κάθε ευκαιρία, τα δέκα χρόνια χαμένα (17 ως 27 χρονών) από το 1940 ως το 1951, τα δέκα εκείνα δημιουργικά και θεμελιακά χρόνια κάθε ανθρώπου, αντί να δημιουργήσει, βυθίστηκε στην οδύνη του πολέμου, μέσα εκεί και μετά στην αρρώστια, περιδινίστηκε στον παραλογισμό της στρατιωτικής ζωής, μια αποκτήνωση, μια καταπίεση, μια ταλαιπωρία, σώματος, ψυχής και πνεύματος και χρειάστηκε εκεί στα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, να ξαναρχίσει να μαθαίνει την αλφαβήτα της μόρφωσης και να μυείται στα Γράμματα και να ρίχνει τότε – αντί στα 17 χρόνια του – τα θεμέλια της κατοπινής δημιουργικής ζωής του».
Ο πόνος για τα δέκα χαμένα χρόνια! Η ανολοκλήρωτη εφηβική ηλικία, 17 έως 27 ετών, 1940 έως 1951.
Ο Αγώνας και η Αγωνία του Στέφανου Ιωαννίδη να αναπληρώσει τον Χαμένο Καιρό.
Θανάσης Μουσόπουλος
Φιλόλογος-συγγραφέας-ποιητής