Η συγγραφέας Ευσταθία Ματζαρίδου μιλά για το νέο της μυθιστόρημα «Τα Ρούχα», τη διαδικασία της συγγραφής, την έκθεση, τις ανθρώπινες σχέσεις, τα παιδικά της χρόνια στον Έβρο
«Ένας άνδρας και μια γυναίκα αφηγούνται. Μοναδικό τεκμήριο της προηγηθείσας κοινής ζωής τους, τα ρούχα της και τα ρούχα του, άλλα λησμονημένα την ώρα του αποχωρισμού, άλλα απλώς ορόσημο μνήμης». Στο νέο της μυθιστόρημα, η Ευσταθία Ματζαρίδου παρουσιάζει μια ιστορία αγάπης, με τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που έχουμε συνηθίσει. Όχημά της, τα ρούχα, αυτές οι παντός χρώματος και υλικού «πανοπλίες» που ντύνουν τους ανθρώπους, αλλά και τα συναισθήματα, τις στιγμές και τις αναμνήσεις.
Η Ευσταθία Ματζαριδου, γεννημένη στην Ορεστιάδα, μιλά για τη συγγραφική της επιστροφή, μετά το «Ένας κόμπος όλα», με το μυθιστόρημα «Τα Ρούχα» από τις εκδόσεις ΣΜΙΛΗ.
-Πώς γεννήθηκε η (πρωτότυπη) ιδέα για «Τα ρούχα»;
Ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία έρωτα-αγάπης (θέμα χιλιοειπωμένο) με έναν τρόπο ελκυστικό για μένα εν πρώτοις και μετά για τον αναγνώστη, μια γραμμική αφήγηση, θα ήταν άλλη μια ιστορία αγάπης, έψαχνα να βρω, λοιπόν, ένα όχημα και μια ξεχασμένη κάλτσα, κάποτε, έγινε η αφορμή για τη σύλληψη. Το ρούχο είναι αυτό άλλωστε που αιχμαλωτίζει πιο πολύ τη μνήμη, σχετίζεται περισσότερο με τις αισθήσεις μας και οι αισθήσεις μας με τον έρωτα.
-Ολοκληρώνοντας την ιστορία και από την πλευρά του άνδρα, νιώθει κανείς ότι η σχέση αυτή έληξε άδοξα και άδικα, σαν από μία κακή παρεξήγηση. Μιλάνε τελικά τόσο διαφορετική γλώσσα οι άνθρωποι στις σχέσεις τους; Ή μήπως δεν μιλάνε καθόλου; Και γιατί, όπως αποδεικνύεται και από το βιβλίο σας, δεν αρκεί η αγάπη για να σώσει μία σχέση;
Οι άνθρωποι είμαστε τα «εγώ» μας, τα υπερτροφικά «εγώ» μας ή τα πεινασμένα, τα βουλιμικά «εγώ» μας κι αυτά δυσκολεύουν όλες τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στις ερωτικές σχέσεις τα «εγώ» είναι πολύ πιο λαίμαργα και γι’ αυτό έχουμε μετωπικές συγκρούσεις, ενίοτε και κανιβαλισμό, άλλες φορές πάλι καθόλου συγκρούσεις από φόβους ή εγωισμούς κι αυτό, επίσης, φθείρει. Δεν ξέρω πιο απ’ τα δυο είναι πιο διαβρωτικό. Στον έρωτα από την άλλη, ευτυχώς, μπαίνουμε με εμπιστοσύνη, χωρίς θωράκιση, χωρίς μάσκες, με μια γύμνια που είχαμε μόνο στην αγκαλιά της μάνας μας και παραδιδόμαστε με αφέλεια και με μια απαίτηση όμως να αγαπηθούμε έτσι, υπ’ αυτή την έννοια είναι ο έρωτας μια ανώριμη παιδική κατάσταση, αν, λοιπόν, στην πορεία δεν ενηλικιωθούν και οι δυο πλευρές, αν δεν καταλάβουν ότι δεν μπορούν να είναι τα κακομαθημένα παιδιά, τότε η σχέση θα τελειώσει κάποια στιγμή, δυο παιδιά που ερίζουν μονίμως δεν αφήνουν τίποτα στέρεο γύρω τους και μέσα τους…
-Ο Churchill έλεγε ότι «το να γράψεις ένα βιβλίο είναι μια ολόκληρη περιπέτεια. Στην αρχή το παίρνεις σαν παιχνίδι. Ύστερα όμως το βιβλίο γίνεται μια ερωμένη, μετά ένα αφεντικό και στο τέλος ένας τύραννος». Πώς είναι για σας η διαδικασία της συγγραφής; Έχετε κάποιο συγκεκριμένο «target group» αναγνωστών στο μυαλό σας;
Το γράψιμο είναι αποφόρτιση και παράλληλα γέμισμα, μου δίνει μια πληρότητα που δεν τη βρίσκω πουθενά και θέλω να έχει διάρκεια γι’ αυτό και επιζητώ τα μεγάλα κείμενα, θέλω το μυθιστόρημα, αν δεν είναι μυθιστόρημα θα είναι πολύ μεγάλα διηγήματα. Το μυθιστόρημα μου αρέσει, είναι ένα παιχνίδι που εσύ βάζεις τους κανόνες, κάνεις τους ήρωές σου ό, τι θέλεις, θέλει χρόνο, προχωράς κι εσύ μαζί του, εξελίσσεσαι, πέφτεις, σηκώνεσαι, είναι μια μεγάλη περιπέτεια. Κανέναν δεν έχω στο μυαλό μου όταν γράφω, για μένα γράφω, για τις εμμονές μου, τους φόβους μου, τις αγωνίες μου, για θέματα τέλος πάντων που με κατατρύχουν και που με απασχολούν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μου έλεγε μια φίλη μου δημοσιογράφος, βρε παιδί μου, είσαι καλή αφηγήτρια, πιάσε ένα θέμα ιστορικό, μια εποχή και γράψε μια ιστορία, αυτά τα θέματα έχουν μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό… Πώς να το κάνω; Τι σχέση έχω εγώ με την ιστορία; Και αν το κάνω, θα υποφέρω, σαν να κάνω κάτι ακαδημαϊκό, και τότε θα έχω χάσει τη χαρά και την απόλαυση της γραφής, γιατί όλα τα άλλα είναι οδυνηρά, διορθώνω, ψάχνω εκδότη, εκδίδω και λοιπά είναι πολύ οδυνηρά.
-Τελικά, συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Αυτός που γεννιέται συγγραφέας έχει νομίζω μια συγκεκριμένη ψυχική δομή, έναν τρόπο να προσλαμβάνει τα πράγματα, να κάνει καταγραφές, να παρατηρεί λεπτομέρειες, τον κατατρύχουν πράγματα, έχει εμμονές, έχει ίσως και φαντασία μεγάλη, κι ας μην γράφει συχνά, γράφει όμως στο μυαλό του, γράφει όλο το 24ωρο και στον ύπνο του, μ’ αυτή την έννοια γεννιέσαι συγγραφέας. Συγγραφέας γίνεσαι όμως και όταν ξέρεις να γράφεις καλά, θέλεις να πεις κάτι και παρακολουθείς ίσως και σεμινάρια δημιουργικής γραφής και μπορείς ίσως μετά και να γράφεις και πιο καλά και εκδίδεις και έχεις ίσως και τεράστια επιτυχία και τότε λέγεσαι και πάλι συγγραφέας… Νομίζω, όμως, μπορούμε όλοι λίγο πολύ να διακρίνουμε το συγγραφέα που γεννιέται από το συγγραφέα που γίνεται…
-Πώς διαχειρίζεστε την έκθεση που υφίσταται ένας συγγραφέας δημοσιοποιώντας το έργο του; Την αρνητική κριτική; Την πολύ θερμή αποδοχή;
Έχω μεγάλο πρόβλημα με την έκθεση, ήταν και ένας λόγος που άργησα να εκδώσω και ένας λόγος που άργησα να ξαναεκδώσω και έβαλα του κόσμου τις τρικλοποδιές στον εαυτό μου ώστε να αργήσει να συμβεί. Γράφοντας μπαίνεις σε ένα προστατευτικό κουκούλι, έχεις μπει σε ένα διαστημόπλοιο και ζεις σε άλλον πλανήτη, όταν εκδίδεις, πρέπει να επιστρέψεις στον πλανήτη γη που είναι πολύ ανθρωποφάγος. Πολλοί δημιουργοί έχουν πρόβλημα με την έκθεση, έχω μια φίλη φωτογράφο που δεν αντέχει να κάνει έκθεση, υποφέρει, με παρηγορεί όταν το ακούω… Δεν είχα ούτε πολύ θερμή υποδοχή, αλλά ούτε και αρνητικές κριτικές, στην Ελλάδα άλλωστε υπάρχουν μόνο ή σχεδόν μόνο θετικές κριτικές. Για το πρώτο μου βιβλίο υπήρχε αρκετό ενδιαφέρον και λόγω θέματος, ένα θέμα ταμπού, επόμενο ήταν, και γράφτηκαν και κριτικές, θα μπορούσαν και να μη γραφτούν και καθόλου… Τα θέματά μου είναι όμως σκληρά και αντιδημοφιλή, η απομυθοποίηση της μητρότητας και τώρα του έρωτα και το επόμενο βιβλίο μου μιλάει για την αναπηρία και κάποιο άλλο για την ψυχική ασθένεια, γενικώς αυτά τα θέματα δεν διαβάζονται ευχάριστα και στην Ελλάδα ακόμη λιγότερο. Επομένως είμαι προορισμένη και προετοιμασμένη μάλλον για μη θερμή υποδοχή.
-Τι είναι αυτό που θυμάστε πιο έντονα από τα παιδικά σας χρόνια στον Έβρο;
Όσο μεγαλώνεις, φυσικό είναι να βαθαίνουν οι ρίζες, γυρίζεις στον τόπο του εγκλήματος και το έγκλημα σου φαίνεται και υπέροχο…, τώρα πια θυμάμαι τα πάντα με διαβολικές λεπτομέρειες και μου λείπουν τα πάντα και νομίζω ότι γράφω βουτώντας στην παιδική μου ηλικία μόνο κι ας φαίνονται εν πρώτοις τα θέματα άσχετα… Αυτό που μου λείπει περισσότερο απ’ όλα είναι τα σύνορα, αυτή η ανοιχτοσύνη, η απλωσιά των συνόρων, να είσαι στην Ελλάδα και να είσαι ταυτόχρονα και λίγο στην Τουρκία και λίγο στη Βουλγαρία, να ανοίγεις ραδιόφωνο και να ακούς τις γλώσσες τους, τις μουσικές τους, να διασχίζεις τον Έβρο βράδυ και να βλέπεις τα τούρκικα χωριά κατά μήκος του ποταμού φωτεινές κηλίδες…,αυτό μου φαινόταν μαγικό, η Βουλγαρία και η Τουρκία ήταν ειδικά τότε τελείως άλλοι κόσμοι, τέλος πάντων αυτή η εγγύτητα μου έδινε την αίσθηση μια απεραντοσύνης που μου άρεσε πολύ. Νομίζω ότι τα σύνορα σε προετοιμάζουν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος να γίνεις πολίτης του κόσμου… Μου λείπουν τα σιταροχώραφα επίσης του παιδικού μου Έβρου όλων των εποχών, η μυρωδιά του φρεσκοοργωμένου χωραφιού, τα παιχνίδια στα πράσινα σιταροχώραφα την Άνοιξη και τα θερίσματα, έχω ακόμη τη μυρωδιά του θερισμένου σιταριού και μετά το θέαμα της καλαμιάς που καίγεται… Α, ναι και οι ομίχλες μου λείπουν πολύ, αλλά αυτές υπάρχουν και σήμερα ακόμη…, αν πάω Φθινόπωρο, θα με περιμένουν…
-Τι θα θέλατε να μπορούσατε να αλλάξετε μαγικά στην Ελλάδα του 2018;
Τον καιρό θα ήθελα να αλλάξω, λίγο λιγότερο ήλιο, είμαι άνθρωπος του χειμώνα και του κρύου, και νομίζω ότι ο ήλιος μας υπαγορεύει σε μια εξωστρέφεια που μας κάνει κακό, μας αποπροσανατολίζει από προβλήματα, στόχους, νομίζω ότι αυτή η χώρα χρειάζεται λίγη εσωστρέφεια, για να παρατηρήσει τον εαυτό της και να τον βελτιώσει…
-Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Να εκδώσω κάτι από αυτά που έχω γράψει, ένα μυθιστόρημα μάλλον.
Κική Ηπειρώτου,
Εφημερίδα Γνώμη