Ένα ακόμη μεγάλο δημοτικό ακίνητο που εγκαινιάστηκε με τιμές την εποχή του μεσοπολέμου, για να περιέλθει σήμερα σε εγκατάλειψη από πλευράς δήμου
Ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό από την εποχή που η Δημοτική Αγορά κτιζόταν κατά την δεκαετία 1930
Â
«Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας και είτανε, άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός». Το απόσπασμα αυτό του Νίκου Εγγονόπουλου θα μπορούσε να βρει εφαρμογή μεταφορικά και στην Δημοτική Αγορά της Ξάνθης. Ένα διατηρητέο μνημείο της εποχής του μεσοπολέμου που είδε στους χώρους του να περιδιαβαίνουν και να ασκούν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες αμέτρητοι Ξανθιώτες στα σχεδόν 80 χρόνια ζωής του.
Ένα μεγαλόπνοο κτίσμα του ’30 που δεν είχε την ανάλογη πορεία στο μέλλον
Σύμφωνα με τον αείμνηστο ιστοριοδίφη Θωμά Εξάρχου, οι εργασίες κατασκευής της Δημοτικής Αγοράς ξεκίνησαν στις 13 Ιουνίου 1938 και ολοκληρώθηκαν το 1939, ενώ θεμελιώθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο επί δημαρχίας του Πυγμαλίωνος Χρηστίδη. Η λειτουργία της Αγοράς ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1940, διακόπηκε όμως με την είσοδο των βουλγαρικών στρατευμάτων στην πόλη. Μετά το 1944 υποχρεώθηκαν να στεγαστούν στο κτήριο όλα τα κρεοπωλεία της πόλης και σταδιακά πήρε την μορφή που έχει τις τελευταίες δεκαετίες, συστεγάζοντας βάσει κανονισμού κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία και οπωρολαχανοπωλεία. Όπως αναφέρει στο γνωστό λεύκωμα παλιών φωτογραφιών της Ξάνθης ο Θωμάς Εξάρχου «στοίχισε 9.000.000 δραχμές της εποχής εκείνης». Για να δώσει, μάλιστα, μια αναλογία του υψηλού κόστους με τιμές της εποχής, σημειώνει: «Μισθός γραφέως 1.600 δρχ, ψωμί 10 δρχ η οκά, μεροκάματο καπνεργάτη 97 δρχ, καπνεργάτριας 57 δρχ. Χρυσή λίρα Αγγλίας 1.168 δρχ, ανώτατη τιμή καπνού 138 δρχ η οκά». Μια πρωτοποριακή κατασκευή για την εποχή, που αντίστοιχή της μπορούμε να θεωρήσουμε μόνο την Δημοτική Αγορά των Χανίων, που ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα. Η κατάσταση των δύο Αγορών αποδεικνύει και την διαφορετική αντιμετώπιση από πλευράς των δημοτικών αρχών, με αυτή της Κρήτης να σφύζει από επιχειρηματική κίνηση, ενώ η δική μας ‘’μαραζώνει’’ χρόνο με τον χρόνο.
Το ρέμα της οδού Μεγάλου Ρέματος
Έχουμε αναφερθεί πολλάκις στο «Ε» στην οδό Μεγάλου Ρέματος, η οποία εσφαλμένα αναφέρεται από κάποιους ως ‘’μεγάλου ρεύματος’’ (αντίστοιχα και η οδός Μικρού Ρέματος), κάτι που δεν έχει κανένα νόημα. Είναι όμως εν μέρει λογικό να συγχέεται από τους νεώτερους Ξανθιώτες, που δεν έχουν προλάβει το ρέμα το οποίο περνούσε μπροστά από την Δημοτική Αγορά. Μάλιστα, τα χρόνια κατασκευής του επιβλητικού κτηρίου ο δρόμος δεν ανέβαινε από την Μεγάλου Ρέματος προς την 40 Εκκλησιών, αφού διακοπτόταν από οικήματα. Η οδός 40 Εκκλησιών ξεκινούσε από το ύψος της Ανδρέου Δημητρίου και αργότερα διανοίχτηκε. Ο χείμαρρος που κατερχόταν από τα βόρεια της πόλης και την διέσχιζε ήταν ακάλυπτος στο νότιο τμήμα της Δημοτικής Αγοράς με δύο μικρές γέφυρες να οδηγούν στις δύο κύριες εισόδους του κτηρίου. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1969, όταν καλύφθηκε ο χείμαρρος, αφού νωρίτερα είχαν γίνει θανατηφόρα ατυχήματα στο σημείο. Δύο από αυτά, με πτώση μέσα στον χείμαρρο, καταγράφει ο Θωμάς Εξάρχου: του Ηλία Ορφανίδη στις 28/6/1958 και του Κ. Γιαγκόπουλου την ίδια χρονιά στις 28 Ιουλίου.
Το φωτογραφικό υλικό που δημοσιεύουμε σήμερα προέρχεται από την συλλογή του κ. Κώστα Μαυρομάτη με μία φωτογραφία από την περίοδο των εργασιών κατασκευής της Δημοτικής Αγοράς γύρω στο 1938-9 και άλλες δύο με άντρες να φωτογραφίζονται με φόντο την νότια και την βόρεια πλευρά της Αγοράς, πιθανότατα κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής, λίγο μετά την ολοκλήρωση του κτηρίου. Η τέταρτη φωτογραφία προέρχεται από την κα Βικτωρία Μιχαλοπούλου, η οποία φωτογραφήθηκε με φίλες της το 1955 σε περίπατο μπροστά από την νότια πλευρά της Αγοράς.
ΧΑΡΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΔΗΣ