Η ιστορία της οικογένειας Μόρφη, που ξεκίνησε από τον Μαρμαρά για να φτάσει μέσω της Λήμνου στα Κιμμέρια και να κατακτήσει την ελληνική αγορά με τις γρανιτένιες κατασκευές της
Ένα δύσκολο και απαιτητικό επάγγελμα, που ‘’έσβησε’’ πριν περίπου μισό αιώνα
Όταν ακούμε για πετράδες, χτίστες που χρησιμοποιούσαν πέτρα ή επεξεργαστές πέτρας, το μυαλό μας πάει κυρίως στα περίφημα συνεργεία των Ηπειρωτών. Κι όμως η περιοχή μας μπορεί να καυχάται ότι είχε για περισσότερο από μισό αιώνα ένα μοναδικό οικογενειακό συνεργείο πετράδων, που με τους γρανιτένιους κυβόλιθους και τα κράσπεδά του τροφοδοτούσε όλη την Ελλάδα. Ένα επάγγελμα που ξεκίνησε γύρω στο 1750 στη θάλασσα του Μαρμαρά από τους Ιταλούς. Τα παραθαλάσσια χωριά της περιοχής (Ρόδα, Αρτάκη και Γωνιά ή Γώνια) είχαν γρανίτη και έμαθαν την τέχνη της επεξεργασίας του. Κράσπερα και παβέδες (κυβόλιθοι) αγοράζονταν από τους Ιταλούς για ολόκληρη την Ευρώπη.
Η οικογένεια Μόρφη από τον Μαρμαρά στην Ξάνθη και στην αγορά όλης της χώρας
Όπως μας εξιστόρησε ο κ. Αντώνης Μόρφης, τελευταίος της οικογενειακής τέχνης και επιχείρησης, στον οποίο ανήκουν και οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο, όταν η οικογένεια ήρθε το 1922 στην Ελλάδα μετέβη αρχικά στη Λήμνο γιατί έμαθαν ότι έχει τον καλύτερο γρανίτη στην Ευρώπη. Επειδή όμως δεν τους άρεσε η ποιότητά του, ήρθαν στη συνέχεια στην Ξάνθη, και συγκεκριμένα στα Κιμμέρια (Καρά Ολάν) και άρχισαν την επεξεργασία και το κόψιμο γρανίτη. 40 τεχνίτες δούλευαν στο βουνό από το 1927-28 μέχρι το 1969, όταν και έκαναν την τελευταία τους δουλειά στο Παλαμήδι Ναυπλίου, ενώ είχαν προσφέρει εθελοντικά την εργασία τους το 1962 για το γήπεδο της Ασπίδας (μετά την γέφυρα), όπου προσέφεραν πέτρες για χτίσιμο. Με τους κυβόλιθους που παρήγαγαν τροφοδοτούσαν όλη την χώρα για λιμάνια, δρόμους και κτήρια. Ένα κλειστό επάγγελμα που μεταλαμπαδευόταν από πατέρα σε γιο, ενώ κάποιος ξένος μπορούσε να γίνει πετράς μόνο μετά από γάμο με γυναίκα της οικογένειας. Όπως θυμάται ο κ. Αντώνης, την εποχή εκείνη ‘’κελαηδούσαν’’ τα σφυριά στο βουνό τον Κιμμερίων, αφού το συνεργείο δούλευε ασταμάτητα στο ύπαιθρο εκτός και αν έβρεχε ή χιόνιζε. Η παραγωγή κυμαινόταν στους 200 περίπου κυβόλιθους την ημέρα, τους οποίους κατέβαζαν αγωγιάτες με γαϊδούρια.
Ποιοι ήταν οι περίφημοι πετράδες γρανίτη των Κιμμερίων;
Οι πρόσφυγες πετράδες μετέβαιναν στα Κιμμέρια καθημερινά με τα ποδήλατά τους για να κόψουν πέτρες με τα σκαρπέλα, τα βελόνια, τα τσούπια, τις σφήνες που έσχιζαν τις μεγάλες πέτρες, τα σφυριά και τις βαριοπούλες με τα οποία πελεκούσαν και έδιναν σχήμα στον γρανίτη. Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι πετράδες; Ο κ. Αντώνης απαριθμεί: τον πατέρα Παναγιώτη Μόρφη, τα τρία αδέλφια Γιάννη, Γρηγόρη και Αντώνη, στον Σπύρο Μόρφη και τον γιο του, τον Αντώνη Τζαβάρα και τους γιους του Κώστα και Βασίλη, τον Στέφανο Μαμτσάκη και τα παιδιά του, τον Ρόκκα που ήταν μεμονωμένος πετράς, τον Στραϊτζάκη και τον γιο του Χαράλαμπο και τον Παπαδάκη. Η δουλειά κοπιαστική αλλά το μεροκάματο καλό, αφού πληρώνονταν 1,20 δρχ το κομμάτι του κρασπέδου 18×10 εκατ., ενώ για τα ‘’ζάρια’’ που ήταν κύβοι 10×10 έπαιρναν 1 δρχ. Από τις χιλιάδες στοίβες που ετοίμαζαν αγόραζαν εργολάβοι για όλη την Ελλάδα, για νησιά και προκυμαίες, αφού ήταν μοναδικοί στην χώρα εκείνη την εποχή.
ΧΑΡΗΣ ΔΙΑΦΩΝΙΔΗΣ