Καταγράφηκαν δύο περιστατικά ομάδων Ελλήνων και Βουλγάρων από τις κάμερες που τοποθέτησε ο Φορέας Διαχείρισης Οροσειράς Ροδόπης
Το «Παρθένο Δάσος» έχει χαρακτηριστεί ως «Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης» και αποτελεί προστατευόμενο και πολύτιμο δασικό οικοσύστημα
Τις τελευταίες ημέρες ήρθαν στη δημοσιότητα τα δύο καταγεγραμμένα περιστατικά λαθροθηρίας που εντοπίστηκαν στο Παρθένο Δάσος και στην ευρύτερη περιοχή του Φρακτού του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης.
Πρόκειται για τον εντοπισμό δύο ομάδων των τριών ατόμων, μία αποτελούμενη από Έλληνες και μία από αλλοεθνείς λαθροκυνηγούς, Βούλγαρους σύμφωνα με τις πληροφορίες. Οι λαθροκυνηγοί φωτογραφήθηκαν με κυνηγετικά όπλα και με φορτωμένη τη λεία τους από αυτόματες καταγραφικές κάμερες που τοποθέτησε η ομάδα έργου που συστήθηκε για την υλοποίηση του έργου «Εποπτεία και αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης ειδών θηλαστικών κοινοτικού ενδιαφέροντος του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης» του Φορέα Διαχείρισης Οροσειράς Ροδόπης στο πλαίσιο του αντίστοιχου έργου εθνικής κλίμακας σε εφαρμογή της ΚΟ 92/43.
Κατόπιν της ενημέρωσης της υπηρεσίας για την παρουσία αλλοεθνών, σύμφωνα με τις ενδείξεις, στην ελληνική επικράτεια οι υπεύθυνοι προέβησαν στην ενημέρωση όλων των αρμόδιων υπηρεσιών, οι οποίοι ζήτησαν την εμπιστευτική διαχείριση του ζητήματος.
Όσον αφορά την παρουσία της ελληνικής ομάδας στην προστατευόμενη περιοχή, έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη νομική διαδικασία από την αρμόδια δασική αρχή, καθώς έχει αναγνωριστεί η ταυτότητα των μελών της.
Το Παρθένο Δάσος Κεντρικής Ροδόπης (επίσημη ονομασία) έχει χαρακτηριστεί ως «Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης» και αποτελεί το μοναδικό στην Ελλάδα και ίσως το μεγαλύτερο αδιατάρακτο από τον άνθρωπο δασικό οικοσύστημα της Ευρώπης. Επιπλέον στο Δάσος Φρακτού εντοπίζονται οι ζώνες Α1 και Β1 του ΕΠΟΡ, που αποτελούν ζώνη απόλυτης προστασίας της φύσης και ζώνη προστασίας της φύσης αντίστοιχα. Το γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα στο είδος του οικοσύστημα και έχει μεγάλη επιστημονική αξία έχει αναγνωριστεί νομικά, καθώς η είσοδος σε αυτό επιτρέπεται μόνο μετά από εξασφάλιση άδειας εισόδου για ερευνητικούς σκοπούς ή για λόγους φύλαξης και για διαχειριστικές δράσεις.
Εξαιτίας της μοναδικότητάς του το Δάσος Φρακτού αποτελεί βιότοπο μεγάλων οπληφόρων, όπως τα αγριόγιδα, τα ζαρκάδια, οι αγριόχοιροι και τα ελάφια, τα οποία ειδικά αποτελούν τον μοναδικό φυσικό πληθυσμό στην Ελλάδα, μεγάλων θηρευτών, όπως ο λύκος και η αρκούδα, καθώς και άλλων σπάνιων και απειλούμενων ειδών.
Το κυνήγι στο Δάσος του Φρακτού είναι απαγορευμένη δραστηριότητα και το γεγονός ότι για πρώτη φορά τοποθετήθηκαν από ειδικούς επιστήμονες αυτόματες καταγραφικές κάμερες αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στους αρμόδιους φορείς, παρότι ο σκοπός τοποθέτησής τους ήταν η καταγραφή και παρακολούθηση των ζώντων άγριων θηλαστικών και όχι παράνομων δραστηριοτήτων.
«Η φύλαξη φυσικά του Δάσους Φρακτού αλλά και των προστατευόμενων περιοχών και του φυσικού περιβάλλοντος εν γένει πρέπει να λειτουργεί κυρίως προληπτικά και δευτερευόντως κατασταλτικά. Το γεγονός ότι παρατηρούνται τέτοια περιστατικά υποδηλώνει την ουσιαστική στήριξη που χρειάζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες από το Κράτος προκειμένου να είναι συνεπείς στα καθήκοντά τους, αλλά και την εγρήγορσή τους για την έγκαιρη αντιμετώπιση ανάλογων περιστατικών», τονίστηκε σχετικά από το ΦΔΟΡ, ο οποίος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του καταγράφει περιστατικά λαθροθηρίας, όπως τα συγκεκριμένα, αλλά και όλες τις υπόλοιπες μη επιτρεπτές δραστηριότητες, και ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές και φορείς αλλά και πληροφορεί τους κατοίκους της περιοχής και τους επισκέπτες σχετικά με επιτρεπόμενες δραστηριότητες στις αντίστοιχες ζώνες του ΕΠΟΡ. Όπως συμπληρώνει: «η έλλειψη προανακριτικών αρμοδιοτήτων στο προσωπικό φύλαξης του ΦΔΟΡ (πάγιο αίτημα των Φορέων Διαχείρισης) είναι προφανές ότι δυσχεραίνει την αποτελεσματική φύλαξη της προστατευόμενης περιοχής, καθώς η ενημέρωση και η έγκυρη επέμβαση των αρμόδιων φορέων σε μία τόσο μεγάλη και δύσβατη περιοχή είναι προβληματική· ιδίως όταν τα διαθέσιμα κονδύλια για κάλυψη των μετακινήσεων είναι τραγικά περιορισμένα. Η χρηματοδότηση του ΦΔΟΡ στο παρελθόν γινόταν κυρίως από ευρωπαϊκά κονδύλια. Το 2016 η χρηματοδότησή του είναι από εθνικούς πόρους, γεγονός που σημαίνει ότι η λειτουργία του είναι προβληματική εξαιτίας του δραματικού περιορισμού των διαθέσιμων πόρων. Κατά συνέπεια επηρεάζεται η δυνατότητα πραγματοποίησης καθημερινών περιπολιών και ελέγχου του ΕΠΟΡ. Ωστόσο εργαζόμαστε για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των συναρμόδιων υπηρεσιών και φορέων στα μέτρα των δυνατοτήτων τους, ώστε να καλύπτεται κατά το δυνατόν καλύτερα η προστατευόμενη περιοχή. Είναι αυτονόητο εντέλει ότι χρειάζεται και η αντίστοιχη ευαισθητοποίηση και επαγρύπνηση από τους χρήστες της περιοχής, προκειμένου να διασφαλίζεται η επαγγελματική δραστηριότητα και η περιβαλλοντική αναψυχή».